Η στέψη της ήταν ζήτημα χρόνου. Η Μάντσεστερ Σίτι ήταν βέβαιη πρωταθλήτρια Αγγλίας, ήδη, από τον περασμένο Δεκέμβριο. Κρατούσε τις σαμπάνιες παγωμένες μέχρι τη μαθηματική επιβεβαίωση του θριάμβου της. Κι αυτή ήρθε χθες (Κυριακή) στο «Ολντ Τράφορντ». Η Γιουνάιτεντ… κατάφερε να χάσει (0-1) από την ουραγό Ουέστ Μπρομ, επικυρώνοντας τον πέμπτο τίτλο της μισητής συμπολίτισσας εδώ και 123 χρόνια και τρίτο την τελευταία εξαετία. Μόνον όσοι γνωρίζουν την «αιώνια» κόντρα των δύο προπονητών μπορούν να κατανοήσουν το δράμα του Ζοσέ Μουρίνιο: οι παίκτες του τον υποχρέωσαν να πάει στο… πάρτι του Πεπ Γκουαρντιόλα.
Η «απονομή» βρήκε τον Καταλανό να παίζει γκολφ – το πιο αγαπημένο του σπορ μετά το ποδόσφαιρο. Η Σίτι είχε αγωνιστεί την προηγούμενη μέρα και είχε νικήσει (3-1) την Τότεναμ. Αυτό το «δώρο» δεν το περίμενε. Ο Πεπ θα πρέπει να ένιωσε υπέροχα μόλις επέστρεψε σπίτι και μπήκε στον υπολογιστή του, διαβάζοντας τα συγχαρητήρια που ανέβασε η Γιουνάιτεντ στον επίσημο διαδικτυακό της λογαριασμό, αλλά και τη δήλωση του Μουρίνιο στην αίθουσα Τύπου του «Ολντ Τράφορντ»: «Τα… δράματα είναι περιττά όταν παίρνει το Πρωτάθλημα η κορυφαία ομάδα της κατηγορίας». Αλλα ήθη, άλλα έθιμα.
Ο Γκουαρντιόλα δεν απολαμβάνει μόνον τον τίτλο, αλλά -κυρίως- την καθολική αναγνώριση της δουλειάς του. Οι ιδέες του, που πέρυσι αμφισβητήθηκαν εντόνως, πήραν την εκδίκησή τους. Ελάχιστες ομάδες έχουν κυριαρχήσει στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα του Κόσμου, όσο η εφετινή Σίτι. Ισοφάρισε τη Γιουνάιτεντ στην πιο γρήγορη κατάκτηση του τροπαίου (2001). Εγινε μόλις ο τρίτος σύλλογος της χώρας που κατάφερε να νικήσει -έστω μία φορά- όλους τους αντιπάλους του μέσα στη σεζόν. Μετράει, μέχρι στιγμής, μόλις δύο ήττες. Εχει πετύχει 93 γκολ και προλαβαίνει, στα πέντε ματς που απομένουν, να καταρρίψει το ρεκόρ της Τσέλσι (103). Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με μια σειρά άλλων εκπληκτικών επιδόσεων.
Ο Πεπ κατέκτησε το έβδομό του Πρωτάθλημα Α’ Κατηγορίας (τρία με την Μπαρτσελόνα, τρία με την Μπάγερν Μονάχου και ένα με τη Σίτι) και μπήκε στο ολιγομελές κλαμπ των προπονητών που τα κατάφεραν σε τουλάχιστον τρεις από τις χώρες του ευρωπαϊκού Big-5. Αυτό είναι το 24ο τρόπαιό του. Ο Αλεξ Φέργκιουσον έχει τα περισσότερα από κάθε άλλον (49) και ο Μουρίνιο 25, όμως ο Γκουαρντιόλα συμπλήρωσε μόλις μια δεκαετία ως πρώτος προπονητής.
Ναι, ξόδεψε πολλά για νέους παίκτες. Περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ μόνο για την ενίσχυση της αμυντικής του γραμμής. Αλλά και ο Μουρίνιο δεν πήγε πίσω. Αυτή την υπέροχη έκδοση της Σίτι που έπαιξε -μακράν- την καλύτερη μπάλα στην Αγγλία, την έχτισε πετραδάκι – πετραδάκι. Και τα «υλικά» που αγόρασε ή βρήκε στη Σίτι, στα χέρια του πήραν μεγαλύτερη αξία. Ο Σανέ, ο Νταβίντ Σίλβα, ο Οταμέντι, ο Στέρλινγκ, ο ντε Μπρόινε, ο Αγουέρο, ο Ντελφ, έκαναν άλματα προόδου με την καθοδήγηση του Καταλανού. Οπως είχε συμβεί και στο Μόναχο με τον Φίλιπ Λαμ, τον Νταβίδ Αλάμπα, τον Γιόσουα Κίμιχ…
Τον Οκτώβριο του 2016 ο Γκουαρντιόλα κατέγραφε το μεγαλύτερο αρνητικό σερί της καριέρας του: έξι ματς χωρίς νίκη, σε όλες τις διοργανώσεις. Ενα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2017, κατακτούσε τέσσερα διαδοχικά βραβεία ως «Προπονητής του Μήνα», πράγμα που κανείς πριν από αυτόν δεν είχε καταφέρει στην Premier League. Χωρίς να εγκαταλείψει τις αρχές του για το ποδόσφαιρο, τις οποίες όλοι θεωρούσαν ασύμβατες με το αγγλικό στιλ παιχνιδιού, κατασκεύασε μια μηχανή παραγωγής γκολ και θεάματος, που μόνον ο Γίργκεν Κλοπ κατάφερε να βραχυκυκλώσει. Η Σίτι του πήρε το Πρωτάθλημα με ποσοστά κατοχής 72%, όταν οι αντίστοιχοι μέσοι όροι ήταν 40% για την πρωταθλήτρια του 2016 (Λέστερ) και 53% για την πρωταθλήτρια του 2017 (Τσέλσι).
Στο «αγγλικό θαύμα» του Πεπ οι επικριτές του αντιπαραθέτουν την κραυγαλέα αποτυχία του στο Champions League. Δίκιο έχουν. Σήκωσε την Κούπα δύο φορές, με την Μπαρτσελόνα, αλλά μετά το 2011 δεν κατόρθωσε ούτε, καν, να φτάσει σε Τελικό. Αποκλείστηκε τρεις φορές με την Μπάγερν Μονάχου και δύο με τη Σίτι, με 23 γκολ παθητικό σε 10 αγώνες, έχοντας δαπανήσει για μετεγγραφές 733 εκατ. ευρώ στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Αδιανόητο. Λες και πρόκειται για δύο διαφορετικούς προπονητές: τον Γκουαρντιόλα «εσωτερικού» και τον Γκουαρντιόλα «εξωτερικού».
Οι ποδοσφαιρικοί αναλυτές δίνουν μια εξήγηση, μάλλον πειστική. Οι ομάδες του Πεπ -λένε- τρέχουν πολύ, κρατούν την μπάλα στα πόδια τους, πιέζουν τον αντίπαλο ασφυκτικά. Σπαταλούν ενέργεια. Γι’ αυτό και οι ρυθμοί τους πέφτουν προς το τέλος της σεζόν. Του Καταλανού δεν του αρκεί να νικά. Θέλει να το κάνει με τρόπο εμφατικό, κυριαρχικό. Να παρουσιάζει στο χορτάρι την ιδανική ομάδα που έχει στο μυαλό του και να προσφέρει υψηλής ποιότητας θέαμα. Η Σίτι μοίρασε, εφέτος, ένα σωρό «πεντάρες», «εξάρες» και «εφτάρες». Ιδίως στο αγγλικό πρωτάθλημα, όπου κανένας αντίπαλος δεν είναι… της πλάκας, αυτή η επίδειξη δύναμης αδειάζει τις «μπαταρίες».
Οι παίκτες του Πεπ φτάνουν στους προημιτελικούς ή στους ημιτελικούς του Champions League «σκασμένοι». Τα έξι γκολ που δέχτηκε η Σίτι στους δύο ευρωπαϊκούς της αγώνες με τη Λίβερπουλ μαρτυρούν (και) την εξάντληση της ομάδας. Το rotation θα μπορούσε να είναι μια λύση, όμως μαζί με τα πρόσωπα που αλλάζουν στην ενδεκάδα χάνονται και οι αυτοματισμοί – βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας του προπονητή. Στο Μάντσεστερ και στο Μόναχο ο Γκουαρντιόλα έπεσε θύμα της τελειομανίας του. Στη Βαρκελώνη υπήρχε ο Μέσι, που με δύο «μαγικά» του μπορούσε να τον σώσει.
Τη λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν την έχει βρει, ακόμη. Αλλά, το μεγαλείο ενός προπονητή δεν μετριέται (μόνο) με τους τίτλους. Ο Γκουαρντιόλα δεν είναι ο κορυφαίος τεχνικός του καιρού μας επειδή έχει κατακτήσει τα περισσότερα τρόπαια, αλλά γιατί κανένας σύγχρονός του δεν υπήρξε πιο επιδραστικός στο ποδόσφαιρο όσο εκείνος. Ως απόστολος του Γιόχαν Κρόιφ παρουσίασε την καλύτερη Μπαρτσελόνα ever. Στη συνέχεια έβγαλε την Μπάγερν Μονάχου από το μονότονο, βαρετό της παιχνίδι. Και τώρα, για τρίτη φορά, προσφέρει μια ομάδα που όλος ο κόσμος απολαμβάνει. Αλλος λίγο, άλλος πολύ, οι μεγαλύτεροι σύλλογοι προσπαθούν να αντιγράψουν το μοντέλο του.
Τα αφεντικά του στη Σίτι δεν δίστασαν, αμέσως μετά τον αποκλεισμό από τη Λίβερπουλ και την ήττα από τη Γιουνάιτεντ στο «Ετιχαντ», να του προτείνουν νέο συμβόλαιο, έως το 2022, με ετήσιες αποδοχές 22 εκατομμυρίων ευρώ – τις υψηλότερες που έλαβε ποτέ προπονητής στην Ευρώπη. Με αύξηση του μπάτζετ, ώστε να δημιουργήσει την ομάδα των ονείρων του. Και των ονείρων μας. Το ποδόσφαιρο έχει ανάγκη από τα αριστουργήματα του Γκουαρντιόλα, ακόμη κι αν δεν καταφέρνουν να κατακτήσουν το Champions League.