Επικαιρότητα

Πένθος για τον Γιώργο Λεωτσάκο, σημαίνοντα μουσικολόγο

Πόσοι θυμούνται αυτόν τον Έλληνα που έδωσε τα φώτα του στις πλέον έγκυρες, διεθνώς, μουσικές εγκυκλοπαίδειες και λεξικά όπως το Grove και το New Grove Dictionary of Music; Πόσοι μνημονεύουν τις μελέτες και τα άρθρα του για τον (καταστροφικό) Εθνικό Μουσικό Διχασμό, ή τη δουλειά μυρμηγκιού που έκανε για την περίφημη Εθνική Μουσική Σχολή και τον Μανώλη Καλομοίρη
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ξέρω, ξέρω… Τι κάθομαι τώρα και θυμάμαι σε μια Ελλάδα που δονείται σε ρυθμούς τραπ, σκυλάδικου, άντε και «έντεχνου». Τι κάθομαι και αναλογίζομαι έναν αφανή, πλην σημαίνοντα «ανασκαφέα» μιας άλλης μουσικής Ελλάδας: το Γιώργο Λεωτσάκο, έγκριτο διεθνώς ερευνητή, μουσικολόγο και μουσικοκριτικό, που αναχώρησε σήμερα (Τετάρτη, 14 Αυγούστου) για «τόπο χλοερό». Εκεί που η Μουσική είναι Μία. Και Σημαντική.

Πόσοι θυμούνται αυτόν τον Έλληνα που έδωσε τα φώτα του στις πλέον έγκυρες, διεθνώς, μουσικές εγκυκλοπαίδειες και λεξικά όπως το Grove και το New Grove Dictionary of Music; Εκείνον που για πρώτη φορά επισκέφθηκε, επίσημα, την «σοσιαλιστική» Αλβανία για έρευνα, και «έβαλε» τους έλληνες συνθέτες στην αγγλόφωνη αλβανική έκδοση Biographical Dictionary of Balkan Composers;

Πόσοι μνημονεύουν τις μελέτες και τα άρθρα του για τον (καταστροφικό) Εθνικό Μουσικό Διχασμό, την ενδελεχή έρευνά του για τον συνθέτη του Ολυμπιακού Ύμνου Σπυρίδωνα – Φιλίσκου Σαμάρα (που το 2015 τού απέφερε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών); Τη δουλειά μυρμηγκιού που έκανε για την περίφημη Εθνική Μουσική Σχολή και τον Μανώλη Καλομοίρη, την αφοσίωσή του να ρίξει άπλετο φως στην (παραγκωνισμένη;) Επτανησιακή Μουσική Σχολή και την επτανησιακή οπερατική παράδοση, με κεντρικό πρόσωπο τον Παύλο Καρρέρ;

Πόσοι έχουν ακούσει την πρωτόφαντη, σπανιότατη και πολύτιμη ανθολογία του «Λύχνος υπό τον μόδιον, Έργα Ελλήνων συνθετών για πιάνο 1847-1908» (έκδοση 1999) ή τις δουλειές του – στην αγαπημένη του Κέρκυρα και εν γένει τα Επτάνησα – για το συνθέτη του Εθνικού μας Ύμνου, Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο και τις συνεργασίες του με την περίφημη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας;

Πόσοι θα ενθουσιαστούν για τη μεταθανάτια δωρεά του ογκωδέστατου και πολύτιμου για την ελληνική μουσική δημιουργία αρχείου του στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (στο οποίο ήταν επίτιμος διδάκτωρ);

Προσωπικά, θα τον αποχαιρετήσω, με ένα άρθρο του (κληρονομιά και επιταγή), από εκείνα τα σημαίνοντα που έφερνε στα ιστορικά «ΝΕΑ», δίχως άλλα λόγια:

«Η μεγαλύτερη ατυχία για ένα συνθέτη, ιδίως αν δεν αξιώθηκε παρά ελάχιστες των ευκαιριών που άξιζε, συνίσταται στην ταύτισή του με μία και μόνο σελίδα του. Έτσι σήμερα ο Κερκυραίος Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας (1861 – 1917) ταυτίζεται με τον Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, πρωτογραμμένο για την αθηναϊκή τους αναβίωση του 1896 και ο μεγάλος του πολέμιος, ο Μικρασιάτης Μανώλης Καλομοίρης (1883 – 1962) με το Φινάλε, («Τη Υπερμάχω») της Συμφωνίας της Λεβεντιάς (1920), ηχητικής χρωμολιθογραφίας της Μεγααλοϊδεάτικης Ελλάδος: υπήρξαν πρωταγωνιστές ενός μοναδικού στα παγκόσμια χρονικά μουσικού εμφυλίου πολέμου, μεταξύ της καθ’ ημάς Ανατολής, που πρώτη ήρξατο «χειρών αδίκων», και της καθ’ ημάς Δύσεως (Επτανήσων αλλ’ όχι μόνον), θύματος και, μέχρι στιγμής, ηττημένης.

»Θα χρειασθούν θαρραλεότατες παρεμβάσεις της ιστορικής μουσικολογίας για να αρθούν ζημιογόνοι φανατισμοί και να αποκατασταθούν, ως κορυφαίοι μεν Σαμάρας και Καλομοίρης, αλλά και μαζί τους δεκάδες άλλων στο σωστό ιστορικοκοινωνικό τους πλαίσιο και στο πραγματικό τους διαμέτρημα…» (Ιανουάριος 2020).