Ως «ήττα του παρακράτους» που επεδίωκε την ηθική του εξόντωση και καταδίκη, χαρακτήρισε ο δικηγόρος Σταύρος Παπασταύρος – εκ των στενών συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά- το απαλλακτικό για τον ίδιο βούλευμα 2723/2020, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο κατέστη αμετάκλητο.
«Χρειάστηκαν έξι ολόκληρα, πολύ δύσκολα χρόνια ώστε να καταπέσει η σκευωρία εναντίον μου. Με σειρά από αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις των φορολογικών δικαστηρίων και της ποινικής δικαιοσύνης δικαιώθηκα πανηγυρικά και το πολυδιαφημισμένο φορολογικό πρόστιμο επιστράφηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ», υπογραμμίζει στη δήλωσή του ο κ. Παπασταύρου στην οποία μεταξύ άλλων προσθέτει:
«Τα τελευταία έξι χρόνια δαιμονοποιήθηκα και υπήρξα στόχος μιας επιχείρησης δολοφονίας χαρακτήρα, λόγω της πολιτικής μου δράσης με τη ΝΔ και της συνεργασίας μου με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Εκατοντάδες τα δημοσιεύματα λάσπης για τη λίστα Lagarde, τα Panama Papers, ακόμη και για συμμετοχή μου σε εγκληματική οργάνωση ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Πρωτοφανής η επανειλημμένη συκοφαντική αναφορά στο όνομά μου ακόμη και από τον Αλέξη Τσίπρα, μέχρι και προεκλογικό τηλεοπτικό σποτ έβγαλαν σε βάρος μου και της Νέας Δημοκρατίας για τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Ο ορισμός της πολιτικής δίωξης δηλαδή, αλλά και ο ορισμός της σκευωρίας.
»Οι διώκτες μου ήταν αδίστακτοι. Επιχείρησαν να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη, εκβίασαν, έφτασαν μέχρι να αποκρύψουν έγγραφο που αποδείκνυε την αθωότητά μου. Έπρεπε να καταδικαστώ και να παραμείνω αμαυρωμένος εκτός και αν όπως ζητήθηκε μιλούσα εναντίον της Μαρέβας Γκραμπόφσκι Μητσοτάκη. Τόσο απλά, τόσο αισχρά, τόσο δόλια».
Σε μία ακόμη πτυχή της υπόθεσής του, ο κ. Παπασταύρου επισημαίνει ότι οι θεσμοί της Πολιτείας αποδείχτηκαν ασθενείς «και αυτό μας αφορά όλους. Πολίτες, δημόσιους λειτουργούς, πολιτική ηγεσία».
«Οι στημένες πολιτικές διώξεις σε βάρος πολιτικών αντιπάλων και ενίοτε σε βάρος των συζύγων, των οικογενειών και των συνεργατών τους, είναι χαρακτηριστικά αυταρχικών καθεστώτων. Όχι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και πρέπει να εκλείψουν», υπογραμμίζει και υπενθυμίζει ότι κατά τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών της 15ης Απριλίου 2016, ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε σχετική ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε συμφωνήσει, ότι σε περίπτωση αθώωσής του, θα του ζητούσε συγγνώμη.
«Δεν την επιζητώ σήμερα ως προσωπική δικαίωση, την αναμένω όμως ως πρώτο βήμα, ώστε αυτό που βάναυσα έγινε σε βάρος μου να μην επαναληφθεί σε οποιονδήποτε πολίτη, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής και πολιτικής του ταυτότητας. Είναι θέμα Δημοκρατίας», καταλήγει ο Σταύρος Παπασταύρου.
Υστερα από έξι χρόνια διώξεων, λάσπης, συστηματικής επιχείρησης δολοφονίας χαρακτήρα και συκοφάντησης και από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, ο Σταύρος Παπασταύρου δικαιώνεται με το απαλλακτικό βούλευμα 2723/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, τόνισε με τη σειρά της, η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη.
«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 2016, απευθυνόμενος στον κ. Τσίπρα που από τη θέση του Πρωθυπουργού, με ένα κρεσέντο κατά του κ. Παπασταύρου είχε παραβιάσει κάθε τεκμήριο αθωότητας, επιχειρώντας να προδικάσει την κρίση της Δικαιοσύνης, τον είχε ρωτήσει τι θα έπραττε αν υπήρχε αθωωτική απόφαση. Και αν θα ζητούσε συγγνώμη. Ο κ. Τσίπρας είχε νεύσει τότε καταφατικά. Σήμερα εκδόθηκε η αθωωτική απόφαση. Θα ζητήσει συγγνώμη ο κ. Τσίπρας από τον κ. Παπασταύρου για την τόση λάσπη που εκτόξευσε εναντίον του ή θα κρυφτεί όπως συνηθίζει;» κατέληξε με νόημα στη δήλωσή της η κυρία Πελώνη.
Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση του Σταύρου Παπασταύρου:
«Με το απαλλακτικό βούλευμα 2723/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, ηττήθηκε ολοκληρωτικά το παρακράτος που επιδίωξε συστηματικά την ηθική μου εξόντωση και την ποινική μου καταδίκη.
Τα τελευταία έξι χρόνια δαιμονοποιήθηκα και υπήρξα στόχος μιας επιχείρησης δολοφονίας χαρακτήρα λόγω της πολιτικής μου δράσης με τη Νέα Δημοκρατία και της στενής συνεργασίας μου με τον ΠΘ Αντώνη Σαμαρά. Εκατοντάδες τα δημοσιεύματα λάσπης για τη λίστα Lagarde, τα Panama Papers, ακόμη και για συμμετοχή μου σε εγκληματική οργάνωση ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Πρωτοφανής η επανειλημμένη συκοφαντική αναφορά στο όνομά μου ακόμη και από τον Αλέξη Τσίπρα, μέχρι και προεκλογικό τηλεοπτικό σποτ έβγαλαν σε βάρος μου και της Νέας Δημοκρατίας για τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Ο ορισμός της πολιτικής δίωξης δηλαδή, αλλά και ο ορισμός της σκευωρίας. Οι διώκτες μου ήταν αδίστακτοι. Επιχείρησαν να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη, εκβίασαν, έφτασαν μέχρι να αποκρύψουν έγγραφο που αποδείκνυε την αθωότητά μου.
Έπρεπε να καταδικαστώ και να παραμείνω αμαυρωμένος εκτός και αν όπως ζητήθηκε μιλούσα εναντίον της Μαρέβας Γκραμπόφσκι Μητσοτάκη. Τόσο απλά, τόσο αισχρά, τόσο δόλια.
Χρειάστηκαν 6 ολόκληρα, πολύ δύσκολα χρόνια ώστε να καταπέσει η σκευωρία εναντίον μου. Με σειρά από αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις των φορολογικών δικαστηρίων και της ποινικής δικαιοσύνης δικαιώθηκα πανηγυρικά για όλα όσα με κατηγόρησαν και το πολυδιαφημισμένο φορολογικό πρόστιμο επιστράφηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Στάθηκα όρθιος σε αυτόν τον προσωπικό Γολγοθά, με τη βοήθεια της οικογένειάς μου, των αγαπημένων μου προσώπων και του Θεού.
Στην υπόθεσή μου, την υπόθεση Παπασταύρου, οι θεσμοί της Πολιτείας μας αποδείχτηκαν αρχικά ασθενείς. Και αυτό μας αφορά όλους. Πολίτες, δημόσιους λειτουργούς, πολιτική ηγεσία. Οι στημένες πολιτικές διώξεις σε βάρος πολιτικών αντιπάλων και ενίοτε σε βάρος των συζύγων, των οικογενειών και των συνεργατών τους, είναι χαρακτηριστικά αυταρχικών καθεστώτων. Όχι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και πρέπει να εκλείψουν.
Στη διάρκεια της συζήτησης των πολιτικών αρχηγών στις 15 Απριλίου 2016, ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε σχετική ερώτηση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε συμφωνήσει, ότι σε περίπτωση αθώωσής μου, θα ζητούσε συγνώμη. Δεν την επιζητώ σήμερα ως προσωπική δικαίωση, την αναμένω όμως ως πρώτο βήμα ώστε αυτό που βάναυσα έγινε σε βάρος μου να μην επαναληφθεί σε οποιονδήποτε αθώο πολίτη, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής και πολιτικής του ταυτότητας. Είναι θέμα Δημοκρατίας».