Kατά την ομιλία του στη δεξίωση του προέδρου Μπάιντεν, ο Πρωθυπουργός εξέφρασε ανοικτά την πρόθεση της Ελλάδας να ενταχθεί στο πρόγραμμα των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 και να αποκτήσει πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας μία μοίρα των αμερικανικών αεροσκαφών που θα συμπληρώσει, μετά τα Rafale, τη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας μας.
Οπως διευκρίνιζαν αρμόδιες πηγές, η Ελλάδα ενδιαφέρεται να αγοράσει μία μοίρα F-35 μετά το 2028, όταν υπάρξει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για μια τέτοια κίνηση.
Προ ημερών μάλιστα, όπως αποκάλυψαν οι ίδιες πηγές, η παραγωγός εταιρεία των F-35, Lockheed Martin, ενημέρωσε και εγγράφως για το ενδιαφέρον της να ενταχθεί η Ελλάδα στο συγκεκριμένο πρόγραμμα και η θετική ανταπόκριση της Αθήνας θα διαβιβαστεί εντός των επομένων ημερών.
Και την Τρίτη, η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη, επιβεβαίωσε μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ότι η σχετική διαδικασία θα εκκινήσει σύντομα με την αποστολή Letter of Request από την ελληνική πλευρά, ώστε σταδιακά να αρχίσει η συζήτηση και η διαπραγμάτευση για τους όρους.
«Εάν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε σε όλες τις παραμέτρους, τα συγκεκριμένα αεροσκάφη θα αποκτηθούν μετά το 2028, ενώ θα αναζητηθεί και ο καλύτερος τρόπος χρηματοδότησης μιας τέτοιας μακρόχρονης επένδυσης για την Ελλάδα του 2030», ανέφεραν κυβερνητικές πηγές, που συμπληρωματικά έκαναν λόγο και για ενδιαφέρον της Lockheed Martin να επενδύσει προσεχώς στη ΕΑΒ (με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι δεν γίνεται λόγος για το πλειοψηφικό πακέτο, έτσι ώστε το ελληνικό κράτος να διατηρήσει τον δημόσιο έλεγχο της ΕΑΒ).
Κατά τα άλλα, η κυρία Πελώνη επανέλαβε ότι η συνάντηση Μητσοτάκη – Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο «επιβεβαίωσε το άριστο επίπεδο των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, που βρίσκονται σήμερα στο καλύτερο σημείο από ποτέ» και σε αυτήν τεθήκαν όλα τα ζητήματα, μεταξύ των οποίων και αυτό της τουρκικής προκλητικότητας, καθώς είναι μέρος μιας πολύ ευρείας ατζέντας.
Θέλησε, ωστόσο, να επισημάνει ότι οι ιστορικές σχέσεις μας με τις ΗΠΑ δεν ορίζονται σε σχέση με μια άλλη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, τόνισε, «σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο, δεν χρειάζονται εντάσεις στην περιοχή. Θέλουμε τον διάλογο και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκιά, ωστόσο τέτοιες προκλήσεις είναι απαράδεκτες, δεν γίνονται αποδέκτες, και θα έχουν την κατάλληλη απάντηση και επί του πεδίου και διπλωματικά».