Λογικά και εκτός απροόπτου, οι επτά (ή – προσεχώς – οκτώ) υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα αρχίσουν όπου να ‘ναι να τρέχουν εδώ κι εκεί και να αναζητούν μέσα στο κατακαλόκαιρο ακροατήριο και υποστηρικτές, εν όψει της εσωκομματικής διαδικασίας του Οκτωβρίου.
Ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να επινοήσει το ηγετικό προφίλ που θα πείσει, ή να χαράξει μία στρατηγική που κάπου θα καταλήγει, ακόμη και αν αυτό σημάνει ότι σε κάποια σημείο της κούρσας θα υπάρξουν αποχωρήσεις και συμμαχίες.
Μέχρις ότου φανεί προς τα πού θα πάει το πράγμα, στο ΠΑΣΟΚ θα όφειλαν να εξετάσουν πολύ σοβαρά μία άλλη, κρίσιμη παράμετρο.
Είναι ο τρόπος της εκλογής του νέου αρχηγού.
Θα γίνει με τη γνωστή διαδικασία του ανοικτού μητρώου ή θα εξεταστεί κάτι διαφορετικό;
Το έθεσε στην πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΕ ο Μανώλης Όθωνας, όταν είπε άτι πρέπει να τελειώνει η ιστορία με τους «ψηφοφόρους του 2ευρου». Κάποιοι συμφωνούν, κάποιοι διαφωνούν και το θέμα είναι, εφόσον προχωρήσει μία τέτοια συζήτηση, πόσο εποικοδομητική μπορεί να είναι.
Αν μη τι άλλο, το ΠΑΣΟΚ έχει μακρά εμπειρία από τις «ανοικτές και δημοκρατικές» διαδικασίες, τις οποίες πρώτο εγκαινίασε το 2004 και ακολούθησαν πιστά και τα υπόλοιπα κόμματα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή. Ωστόσο, η μακρά εμπειρία για κάποιους έχει γίνει και πικρή (ας ρωτήσουμε για αυτό τους παραζαλισμένους στην Κουμουνδούρου).
Αν δει κανείς μόνο την τελευταία εσωκομματική διαδικασία του Δεκεμβρίου 2021, στην κάλπη του ΠΑΣΟΚ είχαν προσέλθει 270.000 ψηφοφόροι. Δείγμα θετικό, όμως αποδείχθηκε ότι δεν επαληθεύτηκε η εντύπωση, ότι το κόμμα επιστρέφει και ότι υπάρχει ρεύμα. Ήταν απλώς μία αυταπάτη. Όμως αποφεύχθηκαν παρά ταύτα τα ευτράπελα.
Ωστόσο, είναι φανερό και το σημειώνουν πολλοί (όχι μόνο ο Όθωνας) ότι αυτή η ανοικτή διαδικασία θα πρέπει να επανεξεταστεί. Ίσως όχι με μία επιστροφή στην στενή διαδικασία της εκλογής από το συνέδριο, αλλά πιθανώς με κάποιες δικλίδες ασφαλείας.
Στη σημερινή συνθήκη αποδεικνύεται ότι ο ανεξέλεγκτος τρόπος εκλογής ηγεσίας, δίχως κάποια φίλτρα και εντελώς «αδιαμεσολάβητα», περισσότερο αποσυνδέει τον επικεφαλής από το κόμμα και σε τελική ανάλυση, απονευρώνει και ακυρώνει μία δομή, η οποία δεν πρέπει να λησμονούμε, είναι (και συνταγματικά) θεμελιώδης για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Όπως έχει φανεί και αλλού και ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι κομματικές δομές είναι εικονικές (βλ. ΣΥΡΙΖΑ), η τάση αυτή οδηγεί σε ηγεσίες δίχως αναφορές και λογοδοσία και σε ασυμμετρίες, οι οποίες έχουν τελικά αντίκτυπο και επίπτωση στην πολιτική καθημερινότητα και λειτουργία.
Το ΠΑΣΟΚ σε αυτή την συγκυρία έχει την ευκαιρία να επανεξετάσει τους κανόνες και να επιλέξει μία διαδικασία η οποία θα διασφαλίσει, στον βαθμό του δυνατού, την ανάδειξη ηγεσίας που στη συνέχεια θα είναι σε επαφή με την κομματική δομή και θα λειτουργήσει με κανόνες και βάσει συγκεκριμένου πλαισίου.
Ποια θα είναι αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να το αποφασίσουν και να το συμφωνήσουν κατ’ αρχάς οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες.
Αυτό θα πρέπει προφανώς να ισχύσει και για τα υπόλοιπα κόμματα, όσο δεν είναι αργά και εφόσον θέλουν να αποφύγουν τις κασσελακικού τύπου πολιτικές μεταλλάξεις.