Με ένα άρθρο-καταπέλτη ο Κώστας Σημίτης, όχι μόνο επιστρέφει δυναμικά στο πολιτικό σκηνικό, ως αρχιτέκτονας μεταξύ άλλων της Συμφωνίας του Ελσίνκι που τότε, πριν από ακριβώς 20 χρόνια, έβαζε τα ελληνοτουρκικά σε ένα ασφαλές πλαίσιο, αλλά ανοίγει πόλεμο με τον διάδοχό του στην πρωθυπουργία, τον Κώστα Καραμανλή, τον οποίο υποδεικνύει ως υπεύθυνο για την υποχώρηση της χώρας από θέσεις απέναντι στην Τουρκία.
Σε πιο στενά πολιτικά πλαίσια, το άρθρο του κ. Σημίτη στα «Νέα Σαββατοκύριακο» με τίτλο «Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε» ουσιαστικά «καίει» το όποιο σενάριο υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η Φώφη Γεννηματά τον είχε περιγράψει πρόσφατα (εδώ) ως ιδανικό για ΠτΔ αλλά τώρα, ανοίγοντας με τόσο εμφατικό τρόπο πόλεμο με τους λεγόμενους «καραμανλικούς» της ΝΔ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς συναινετική λύση. Αλλωστε είναι και 83 ετών.
Από την άλλη, αυτό το άρθρο υπονομεύει, όπως εκτιμούν παρατηρητές, και το σενάριο για την υποψηφιότητα του κ. Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Από την κυβέρνηση έχουν τονίσει ότι ο επόμενος ΠτΔ, εφόσον δεν είναι ο Προκόπης Παυλόπουλος, θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο «που να εκφράζει την ενότητα του έθνους, άρα υπό αυτήν την έννοια θα πρέπει να είναι σθεναρός υπερασπιστής των εθνικών θέσεων» — έτσι είπε προ ημερών ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης. Σήμερα, ο κ. Καραμανλής περιγράφεται ως ένας Πρωθυπουργός κατά τη θητεία του οποίου συνετελέσθη μια εθνική υποχώρηση, την οποία η χώρα πληρώνει τώρα.
Ο κ. Σημίτης είναι ξεκάθαρος. Περιγράφει τις δυσκολίες και τις επιτυχίες του Ελσίνκι, τέτοιες ημέρες πριν από 20 χρόνια, καθώς και το πώς η Τουρκία βρέθηκε αναγκασμένη να λύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα σε ζητήματα που τώρα τα βρίσκουμε μπροστά μας (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα). Επίσης αποκαλύπτει πώς η αλλαγή στάσης της Αθήνας το 2004, όταν δηλαδή ανέλαβε ο κ. Καραμανλής την πρωθυπουργία, έφερε την απεμπόληση όσων είχαν επιτευχθεί στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας πέντε χρόνια νωρίτερα.
«Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και εκβιασμοί της Τουρκίας», τονίζει ξεκάθαρα ο κ. Σημίτης, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τι (δεν) έκανε ο διάδοχός του στα ελληνοτουρκικά, αδράνειες και υποχωρήσεις που, όπως λέει, τώρα η χώρα μας τις βρίσκει μπροστά της, σχεδόν ως τετελεσμένα.
Το άρθρο Σημίτη στα «Νέα»:
Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε
Το 1999, όταν πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι η τακτική Σύνοδος Κορυφής, η Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 κρατών βρισκόταν σε μια μεταβατική φάση. Επιχειρούσε να θέσει σε παράλληλη τροχιά, τη διεύρυνση και την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση. Ηταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το ευρώ αποδεικνύοντας την πρόοδο της Ενωσης. Το επόμενο βήμα, η διεύρυνση είχε ήδη αποφασιστεί, αλλά δεν είχε προσδιοριστεί η διαδικασία προσχώρησης των νέων μελών. Επίσης είχε συμφωνηθεί η Ατζέντα 2000, η διαδικασία χρηματοδότησης της διεύρυνσης και η χρηματική ενίσχυση διαφόρων κρατών της Ενωσης, που παρουσίαζαν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Ελλάδα.
Στις διαβουλεύσεις για τη διαδικασία που θα εφαρμοζόταν για τη διεύρυνση, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε δύο κρίσιμα θέματα. Αφορούσαν: α) την υπέρβαση της άποψης που επικρατούσε στην Ενωση, ότι η λύση του Κυπριακού είναι προϋπόθεση για την κυπριακή ένταξη και β) την άποψη των περισσότερων χωρών, πως η ενταξιακή πορεία θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα κατά τη Σύνοδο Κορυφής έπρεπε να μεταπείσει τα μέλη της ΕΕ και να γίνει αποδεκτή η δική της στρατηγική. Η “στρατηγική του Ελσίνκι” περιελάμβανε ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων οι οποίες αφορούσαν την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευρωτουρκική πορεία. Κατ’ αρχάς επιδιώκαμε, η Ελλάδα να υποστηρίξει δραστικά την κυπριακή υποψηφιότητα για ένταξη, η οποία έδειχνε να χωλαίνει. Στην Ενωση επικρατούσε η αντίληψη, ότι η Κύπρος δεν μπορούσε να ενταχθεί χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, δηλαδή πριν από την επανένωση του νησιού. Επίσης θέλαμε, η Ευρωπαϊκή Ενωση να εμπλακεί στην επίλυση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων “ως άμεσα ενδιαφερόμενη” διευκολύνοντας έτσι, ανάμεσα στα άλλα, και τη συνεπή εφαρμογή όσων θα συμφωνούσαμε. Με άλλα λόγια, η “κοινοτικοποίηση” των ελληνοτουρκικών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα αξιόπιστο και, κυρίως αποτελεσματικό υποκατάστατο, στη μέχρι τότε πολιτική των συνεχών veto κατά της ένταξης της Τουρκίας που, σε κάθε περίπτωση, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της.
Ο στόχος της στρατηγικής μας ήταν σαφής. Οι ενστάσεις μας για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και ειδικότερα για την αναβάθμισή της ως υποψήφιας χώρας θα αίρονταν, εφόσον θα διασφαλίζονταν δύο όροι: α) η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα καθοριζόταν ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, και β) θα κατοχυρωνόταν η προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της τουρκικής υφαλοκριπίδας, σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα.
Το Ελσίνκι μας υποδέχτηκε χιονισμένα. Οι δρόμοι παγωμένοι. Τα παράθυρα στολισμένα με τα παραδοσιακά λευκά χριστουγεννιάτικα κεριά. Η συνάντηση με την φινλανδική προεδρία έγινε το μεσημέρι της παραμονής της Συνόδου. Το κείμενο που μας παρουσίασαν, ως αποτέλεσμα και των συνεννοήσεων με τους εταίρους, απείχε θεαματικά από το κείμενο των θέσεών μας. Αοριστολογίες που σε τίποτα δεν δέσμευαν και σε τίποτε δεν οδηγούσαν. Το απορρίψαμε αμέσως.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ενωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Εγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε. Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού. Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Αγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά, ο Υπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές. Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωριστεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη-μέλη στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Προς περαιτέρω αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα Συνόδου σημειώθηκε ότι“το αργότερο το 2004” οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο πείσαμε τους εταίρους μας, ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής προείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της “Βόρειας Κύπρου” Ρ. Ντεκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ενωση και στην Ελλάδα αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχτηκαν τον συλλογισμό μας. Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε, ότι ”εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση”. Η Τουρκία εξοργίστηκε με την απόφαση στο Ελσίνκι, γι’ αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Αγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία – το οποίο και πέτυχε.
Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ μαζί με άλλες 10 χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή Συνθήκης Προσχώρησης έγινε τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ.
Το 2004 όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασισθεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο έλληνας Πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλεψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι – και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα επεσήμανε, ότι η “ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν”. Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους.
Ισως σήμερα με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα, ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Ομως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμα τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004 επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην ΕΕ.
Μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών. Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια. Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και εκβιασμοί της Τουρκίας.
Συμπληρωματικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσω για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.