Για την κυβέρνηση είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα. Τα σχολεία να ανοίξουν, να αποκατασταθεί η εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία επλήγη στο μεγαλύτερο μέρος του 2020: κατ’ ουσίαν από τον περασμένο Μάρτιο τα σχολεία έμειναν ανοιχτά το πολύ τέσσερις μήνες (και αυτούς με εκ περιτροπής διδασκαλία, καταλήψεις, στοχευμένα lockdown λόγω μεμονομένων κρουσμάτων, και βέβαια με τις γνωστές ελλείψεις). Τώρα η επαναλειτουργία των σχολικών μονάδων, εν μέσω δεύτερου κύματος, περιγράφεται ως η βασική προτεραιότητα για το Μέγαρο Μαξίμου, σε βαθμό που να γίνονται κυβερνητικές εξαγγελίες προς αυτό και παρά τις επιφυλάξεις των ειδικών.
Αυτό επανέλαβε ο Στέλιος Πέτσας το πρωί της Κυριακής: τα σχολεία όλων των βαθμίδων θα ανοίξουν στις 11 Ιανουαρίου, τόνισε, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, μία ημέρα μετά τις ανακοινώσεις του για επιστροφή σε «σκληρό» lockdown —χωρίς δηλαδή αγορές «click away», ανοιχτά κομμωτήρια κλπ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξήγησε ότι το Σάββατο ανακοινώθηκε μία προληπτική κίνηση, αυτή του lockdown, για να ανοίξουν τα σχολεία με ασφάλεια.
Όπως είπε, με την απόφαση του lockdown για μία εβδομάδα διευκολύνονται και ειδικοί, καθώς θα γνωρίζουν ότι η κατάσταση θα είναι βελτιωμένη. Επανέλαβε επίσης ότι, οι δραστηριότητες που ανεστάλησαν αυτή την εβδομάδα στις 11 Ιανουαρίου θα επανέλθουν.
Ο κ. Πέτσας εμφανίστηκε απόλυτος ως προς την επανέναρξη της διά ζώσης διδασκαλίας, για όλες μάλιστα τις βαθμίδες, μολονότι οι ειδικοί εκφράζουν ανοιχτά τον προβληματισμό τους για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και το κατά πόσο οι επιτρεπόμενες οικογενειακές μαζώξεις συνέβαλαν στη διασπορά της επιδημίας.
Χαρακτηριστικά τα όσα είπε, επίσης στον ΣΚΑΪ, ο Νίκος Σύψας, καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ: «Φοβόμαστε ότι τις τελευταίες 15 ημέρες υπήρξε μια τεράστια διασπορά στην ελληνική κοινωνία. Και ιδίως φοβόμαστε τι γίνεται στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, είναι κάτω από τα ραντάρ της επιδημιολογίας, κι ό,τι βλέπουμε το βλέπουμε 15 μέρες μετά. Φοβόμαστε λοιπόν τις επόμενες ήμερες τι θα δούμε στα μέσα Ιανουαρίου, αν όντως έχει υπάρξει μεγάλη διασπορά υπάρχει κίνδυνος επιδημικής έκρηξης και το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα την αντιμετωπίσουμε».
Οι ειδικοί δηλαδή καλούνται να εισηγηθούν για επανέξαρξη των σχολείων στις 11 χωρίς ακριβώς να ξέρουν ποια είναι η επιδημιολογική κατάσταση, ιδίως μετά τα πηγαινέλα των γιορτών. Θα ξέρουν στις 15, λένε και αυτό ίσως να σημαίνει πολλά, παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Πέτσα ότι τα σχολεία, που ως γνωστόν έκλεισαν τον Νοέμβριο, καταφεύγοντας στη βασανιστική για παιδιά, εκπαιδευτικούς και γονείς μέθοδο της τηλεδιδασκαλίας, θα ανοίξουν στις 11 Ιανουαρίου.
Συνεδρίαση τη Δευτέρα
Οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου έγιναν μία ημέρα μετά τις ανακοινώσεις του για επιστροφή σε σκληρά περιοριστικά μέτρα και μία ημέρα πριν υπάρξει η κρίσιμη τηλεδιάσκεψη των ειδικών για αυτό το θέμα (την περασμένη εβδομάδα οι ειδικοί διαφώνησαν και δεν κατέληξαν σε εισήγηση).
«Τη Δευτέρα θα συνεδριάσουμε για να κουβεντιάσουμε το θέμα των σχολείων και πιθανών εξελίξεων» είπε ο κ. Σύψας, για να συμπληρώσει: «Πρέπει να παίξουμε σκληρή άμυνα με όλες μας τις δυνάμεις. Ο αντίπαλος είναι υπέρτερος. Η εισήγηση μας για τα σχολεία θα στηρίζεται στα τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα, ήδη η υπουργός μάς έχει παρουσιάσει πολύ κάλο σχέδιο για το πώς θα ανοίξουν τα σχολεία με ασφάλεια, και μας διευκολύνει που κλείνουν οι υπόλοιπες δραστηριότητες, γιατί προτεραιότητα είναι να ανοίξουν τα σχολεία. Αλλά έχουμε μια σχετική πολύ αργή αποκλιμάκωση, θα συζητήσουμε τουλάχιστον να ανοίξουν τα δημοτικά που είναι χαμηλότερου κινδύνου».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η κυβέρνηση επιμένει στην επαναλειτουργία των σχολικών μονάδων όλων των βαθμίδων (σε αντίθεση με όσα είχαν συμβεί στις αρχές Νοεμβρίου). Και αυτό δημιουργεί επιπλέον παραμέτρους στην ούτως ή άλλως δύσκολη εξίσωση.
Όπως υπενθυμίζει «Το Βήμα της Κυριακής» σε ρεπορτάζ του Αγγελου Κωβαίου, το σκεπτικό με το οποίο διακόπηκε η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αφορούσε πρωτίστως τον περιορισμό της κινητικότητας των γονέων, αλλά και των εφήβων μαθητών. Αυτό σημαίνει ότι , εφόσον αποφασιστεί το ταυτόχρονο άνοιγμα των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να διασφαλιστεί η μειωμένη κινητικότητα με κάποια άλλα μέτρα.