Οι πρώην βουλευτές δεν δικαιούται αναδρομική αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσής τους στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, είπε το Συμβούλιο της Επικρατείας, επικαλούμενο για την απόρριψη σχετικών αιτήσεων, προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και την απόφαση της Βουλής το 2009 για την παραίτηση τους από σχετικές διεκδικήσεις.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει πρώην βουλευτές, ζητώντας να τους καταβληθεί για το επίμαχο διάστημα η διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης που ελάμβαναν και των νέων αυξημένων αποδοχών (νόμος 3691/2008) των «ανωτάτων δικαστικών λειτουργών» (προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου).
Ενδεικτικά, η αξίωση ενός εκ των βουλευτών που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη ανερχόταν στο ποσό των 82.691 ευρώ και παράλληλα διεκδικούσε και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική αποζημίωσή του για το επίμαχο διάστημα των 20 μηνών.
Επιπρόσθετα, διεκδικούσε διαφορές και για προγενέστερο διάστημα, αλλά κρίθηκε ότι αυτή η αξίωσή του είχε υποπέσει σε παραγραφή.
Ειδικότερα, διεκδικούσε να εξισωθεί η βουλευτική αποζημίωσή του με το ύψος των αποδοχών του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία τότε ανερχόταν στο ποσό των 8.964 ευρώ (μαζί με τα επιδόματα).
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή του πρώην βουλευτή και του επιδίκασε το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση και παράλληλα του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 200 ευρώ (σύνολο 75.110 ευρώ).
Το Δημόσιο όμως άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Το Εφετείο έκρινε ότι η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, που έγινε με το άρθρο 57 του νόμου 3691/2008, «είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης» και έπρεπε η βουλευτική αποζημίωση να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που αυτός λαμβάνει, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών.
Στη συνέχεια το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση του 2020, υποστηρίζοντας ότι τα Διοικητικά Δικαστήρια εσφαλμένα ερμήνευσαν το Σύνταγμα (άρθρο 63) και έκριναν ότι «επήλθε αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών του προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων του κράτους» και δεν έλαβε υπόψη του ότι η Ολομέλεια της Βουλής (συνεδρίαση ΡΙΔ’ της 1-04-2009) αποφάνθηκε, ομόφωνα, «να μην αυξηθεί η βουλευτική αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών», που έγινε με τον νόμο 3691/2008.
Ακολούθως, η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος ήδη αποχωρήσασα Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και έκρινε πως δεν είναι νόμιμη η παραδοχή του Εφετείου ότι έπρεπε να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις στο ύψος των αποδοχών του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία, μάλιστα, ισχύει και για το μέλλον.
Ακόμη, το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό του βουλευτή ότι συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και παράλληλα έκρινε ότι δεν προκύπτει αντίθεση αυτού του περιορισμού με τις διατάξεις των άρθρων 4, 26, 63 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος.
Τελικά, το ΣτΕ έκανε δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που αναγνώρισε στον βουλευτή ότι το Δημόσιο πρέπει να του καταβάλει το ποσό των 75.110 ευρώ.