«Η έκθεση του πτώματος του σκοτωμένου εχθρού αποτελεί μια απόδειξη, είναι ένα τρόπαιο, είναι το απαραίτητο κλείσιμο ενός κεφαλαίου της ιστορίας, είναι μια βαρβαρότητα, είναι ένα μήνυμα προς τον λαό του, είναι ένα περιττό συμπλήρωμα τιμωρίας, είναι μια προειδοποίηση […] Είναι όλα αυτά ταυτόχρονα». Αυτά γράφει ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι στην ιταλική La Repubblica, αναφερόμενος, φυσικά, στην εξόντωση του ηγέτη της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ.
Οσον αφορά τις αντιδράσεις των παρατηρητών ενώπιον αυτής της μακάβριας ιεροτελεστίας, αυτές κυμαίνονται από τη συγκρατημένη δυσαρέσκεια της Ευρώπης έως την πραγματιστική αδιαφορία των Αμερικανών και την μοιρολατρική αποδοχή σε τόπους όπου οι άνθρωποι ανταλλάσσουν συχνά ματιές με τον θάνατο.
Σε έναν τέτοιο τόπο ζούσε ο Γιαχία Σινουάρ και εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή. Η φωτογραφία του σκοτωμένου ηγέτη της Χαμάς εκπέμπει ένα ξεκάθαρο όσο και ισχυρό μήνυμα. Το νεκρό σώμα κείτεται ανάμεσα στα συντρίμμια ενός βομβαρδισμού, «ανθρώπινο ερείπιο μεταξύ υλικών ερειπίων», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ιταλός δημοσιογράφος. «Το ανοιχτό στόμα βρίσκεται σε συμμετρία με ένα τραύμα που χάσκει στο κεφάλι. Στο διπλωμένο χέρι του διακρίνεται ένα ρολόι στο οποίο ο χρόνος σταμάτησε. Είναι ήδη μνήμη για όσους θα θέλουν να θυμούνται, τίποτα περισσότερο. Η διάδοση αυτής της εικόνας είναι μια όχι και τόσο διακριτική απειλή για τους αντιπάλους: η ώρα σας όχι μόνο έχει έρθει, έχει ήδη περάσει, δεν είστε πια τίποτα περισσότερο από ψηφίδες στο μωσαϊκό του παρελθόντος το οποίο κανείς δεν θα έρθει ποτέ ξανά να αναβιώσει».
Ωστόσο η τακτική της επίδειξης του του νικημένου εχθρού δεν αποτελεί ίδιον ορισμένων, «είναι καθολική, σχεδόν μία ανάγκη μπροστά στην υπόθεση μιας ανάστασης», γράφει ο Ρομανιόλι, κάνοντας λόγο για «νοσηρές ελπίδες που εδράζονται σε θεωρίες συνωμοσίας».
Αναφέρει σχετικά πως οι λίγες πληροφορίες που κυκλοφόρησαν και οι επακόλουθες πολλές αμφιβολίες που προέκυψαν για την τύχη της σορού του Χίτλερ, τροφοδότησαν πλήθος θεωριών συνωμοσίας, με τον ναζί δικτάτορα να φτάνει έως τη Νότια Αμερική (όπου όντως διέφυγαν αρκετοί ναζιστές μετά από το τέλος του πολέμου). Τον Νικολάε Τσαουσέσκου τον έβγαλαν από τον τάφο, ώστε να επιβεβαιωθεί πως επρόκειτο για τη δική του σορό, ενώ η ρίψη του νεκρού Οσάμα Μπιν Λάντεν στη θάλασσα άφησε επίσης περιθώρια για αμφιβολίες. «Οι εικόνες, πριν από τα deep fake, έκλειναν κάθε κουβέντα», γράφει ο δημοσιογράφος της La Repubblica.
Το 2003, οι γιοι του Σαντάμ Χουσεΐν, Ουντάι και Κουσάι, προδόθηκαν από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου είχαν καταφύγει και εξοντώθηκαν από αμερικανούς κομάντος. Η ταυτότητά τους επιβεβαιώθηκε από τα δόντια τους. Στη Βαγδάτη ορισμένοι πανηγύρισαν, πυροβολώντας στον αέρα. Ορισμένοι, ωστόσο, υποστήριξαν πως όλα ήταν σκηνοθετημένα: η CIA είχε υπερβάλει, τοποθετώντας στη σκηνή ακόμη και χάπια Viagra, με στόχο τα δύο αδέλφια να υποβιβαστούν ακόμη περισσότερο στα μάτια του κόσμου. Η κοινοποίηση των φωτογραφιών με τα νεκρά τους σώματα είχε παρουσιαστεί ως ο καλύτερος τρόπος, ώστε να πειστούν οι άπιστοι για το γεγονός.
Στη Δύση η απόφαση είχε χαρακτηριστεί ως σκανδαλώδης. Στην Αίγυπτο, ωστόσο, συγκεκριμένα στο Κάιρο, όπου ζούσε και εργαζόταν, τότε, ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι, οι άνθρωποι απλά ξεφύλλιζαν τις εφημερίδες, χωρίς την παραμικρή συγκίνηση ή ταραχή. Μάλιστα o θρυλικός βρετανός ανταποκριτής, επί δεκαετίες στη Μέση Ανατολή, Ρόμπερτ Φισκ, είχε γράψει ένα άρθρο στο πρωτοσέλιδο του Independent, μέσω του οποίου ήθελε να εξηγήσει στους ευρωπαίους αναγνώστες ότι μόνο για εκείνους οι εικόνες θανάτου ήταν ταμπού, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται ή να ξορκίζεται.
«Πώς θα ήταν δυνατό αυτό; Η λογική κάποιου που ζει σε ένα θερμαινόμενο διαμέρισμα στο Λονδίνο ή το Μιλάνο δεν μπορεί να ισχύει για κάποιον που γεννήθηκε σε καταυλισμό προσφύγων ή στα περίχωρα της Βηρυτού. Το κατώφλι του τρόμου είναι διαφορετικό: οι πρώτοι το περνούν, πηγαίνοντας στον κινηματογράφο», σχολιάζει ο Ρομανιόλι.
Τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, το 1963, ο πρωθυπουργός του Ιράκ Αμπντέλ-Καρίμ Κασέμ καθαιρέθηκε και μετά από μια δίκη-παρωδία εκτελέστηκε. Ωστόσο πολλοί από τους υποστηρικτές του πίστευαν ήταν ζωντανός, πως κρυβόταν και πως θα εμφανιζόταν την κατάλληλη στιγμή ώστε να πολεμήσει τη νέα κυβέρνηση.
Με στόχο τον εκφοβισμό των αντιφρονούντων και την εξάλειψη κάθε ελπίδας περί επανεμφάνισης του ηγέτη τους, οι εκτελεστές του σκέφτηκαν να γυρίσουν ένα πεντάλεπτο προπαγανδιστικό βίντεο με τίτλο «Το Τέλος των Εγκληματιών, το οποίο προβλήθηκε σε ώρα αιχμής στην τηλεόραση και περιελάμβανε κοντινές λήψεις των τραυμάτων από τις σφαίρες, με τον Κασέμ να κείτεται δίπλα σε μία λίμνη αίματος. Στη τελευταία σκηνή, μάλιστα, οι παρευρισκόμενοι δεν παρέλειψαν να φτύσουν τον νεκρό. Μετά τον έθαψαν. Την επομένη, όμως, κάποιοι τον ξέθαψαν, έδεσαν το πτώμα του σε ένα φορτηγό και το έσερναν στους δρόμους της Βαγδάτης, έως ότου αποφάσισαν να το τεμαχίσουν και να δώσουν τα κομμάτια στα σκυλιά…
Οσο για τον Σαντάμ Χουσεΐν, απαθανατίστηκε καθώς εξερχόταν από το υπόγειο καταφύγιό του ενώ ο απαγχονισμός του αναμεταδόθηκε σε ζωντανή μετάδοση. «Μόνο στο τέλος το νεκρό του σώμα κατέστη αντικείμενο οίκτου και παραδόθηκε στο τελετουργικό του πεπρωμένο: το έπλυνε ένας ιμάμης, σαβανώθηκε, τοποθετήθηκε σε ένα φέρετρο που καλύφθηκε με την εθνική σημαία και ενταφιάστηκε δίπλα στους γιους του», σημειώνει ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι.
Πολύ πιο αποτρόπαια, τουλάχιστον στα μάτια της Δύσης, υπήρξε η μεταχείριση του πτώματος του λίβυου δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι, με τους εξεγερμένους να το σέρνουν, αιμόφυρτο και ημίγυμνο στους δρόμους, και να πανηγυρίζουν, πυροβολώντας στον αέρα. Στην συνέχεια εκτέθηκε σε ένα πολυκατάστημα της Μισράτα, μέσα σε ένα ψυγείο, με χιλιάδες ανθρώπους να περιμένουν στην ουρά για μια φωτογραφία…