Το σκηνικό θύμισε Γκάλη. Το 1992, στο Μετς, το παιχνίδι (Παγκράτι – Αρης) είχε σταματήσει όταν ο Νικ πέτυχε τον 21ο πόντο του (από τους 39 που έβαλε εκείνη τη μέρα), για να ξεπεράσει τους 11.030 του Βασίλη Γκούμα και να γίνει ο τοπ σκόρερ όλων των εποχών στο ελληνικό μπάσκετ. Συμπαίκτες και αντίπαλοι έσπευσαν να αγκαλιάσουν και να συγχαρούν τον «γκάνγκστερ» για το μεγάλο του επίτευγμα, ενώ η εξέδρα τον αποθέωνε.
Χθες (Παρασκευή), στη Νέα Σμύρνη, το παιχνίδι (Πανιώνιος – Ολυμπιακός) σταμάτησε για τον Βασίλη Σπανούλη. Με την εύστοχη βολή του λίγο πριν από τη λήξη της τρίτης περιόδου έφτασε τους 5.201 πόντους και έγινε ο κορυφαίος σκόρερ του επαγγελματικού πρωταθλήματος (από το 1992 και έπειτα), ξεπερνώντας τον Νίκο Χατζή. Τους 12.714 πόντους του Γκάλη στην Α1 δεν θα τους πλησιάσει, ούτε τον ίδιο το Γκάλη (που προ ετών τον είχε «παρασημοφορήσει», δηλώνοντας πως είναι ο μοναδικός παίκτης από τη νέα γενιά που του μοιάζει), όμως ο 36χρονος γκαρντ πάτησε ακόμη μια κορυφή. Απέκτησε άλλη μια στατιστική πιστοποίηση του τεράστιου μεγέθους του ως αθλητή.
Πολύ περισσότερο από ό,τι στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ οι αξίες μετρώνται σε αριθμούς. Αλλά, ο «Kill Bill» υπερβαίνει τους πόντους του ή τις ασίστ του. Η καριέρα του είναι χτισμένη με άθλους που τα νούμερα αδυνατούν να αποτυπώσουν. Αυτοί δεν καταγράφονται σε αρχεία, αλλά στη συνείδηση των φιλάθλων. Και έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, την αφοσίωσή του στο άθλημα και στην εκάστοτε ομάδα του, το ηγετικό του χάρισμα, τη φλόγα για τη νίκη που καίει μέσα του εδώ και δυο δεκαετίες. Ακόμη και άποντος (που λέει ο λόγος), ο Σπανούλης μπορεί να καθορίσει την έκβαση ενός αγώνα – κι αυτό τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους θρύλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Για να φτάσεις τόσο ψηλά, το ταλέντο είναι απαραίτητο. Στη συνταγή του Βασίλη, όμως, άλλα ήταν τα κυριότερα συστατικά. Πρώτα – πρώτα, η θέλησή του να πετύχει. Οι παλιοί συνοδοιπόροι του τον θυμούνται στα 17 του, όταν αγωνιζόταν στον Γυμναστικό Λάρισας (στην Α2), να παλεύει με τα «θηρία» -δύο Αμερικανούς με κοινοτικά διαβατήρια- για μια θέση στην πεντάδα. Παρά την απειρία της ηλικίας του, κέρδισε μπόλικο χρόνο συμμετοχής, και την εμπιστοσύνη της ομάδας και της εξέδρας.
Επειτα, η μαχητικότητά του. Το μπάσκετ το βλέπει σαν έναν πόλεμο που πρέπει να κερδίσει – η ήττα τον πονάει ακόμη και στην προπόνηση. Δείτε τι έκανε χθες. Το ματς με τον Πανιώνιο ήταν εντελώς αδιάφορο για τον Ολυμπιακό: μια δυνατή προπόνηση εν όψει των play-offs της Ευρωλίγκας. Αλλά, όταν ο Πανιώνιος (που καιγόταν για τη νίκη) πλησίασε στους τρεις πόντους, ο «V-Span»… αφηνίασε. Εβαλε ένα τρίποντο, πήρε ένα ριμπάουντ στην άμυνα, μοίρασε δύο ασίστ, και η ομάδα του «καθάρισε».
Ο Βασίλης είναι τόσο ανταγωνιστικός, ώστε απαρνήθηκε την ομάδα που του έδωσε τεράστια ώθηση στην καριέρα του (Παναθηναϊκός) και, μάλιστα, δύο φορές: τη μια για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο ΝΒΑ (στους Ρόκετς) και την άλλη για να γίνει το πρώτο όνομα στη μαρκίζα. Εστω σε ένα «μαγαζί» (Ολυμπιακός) που βρισκόταν σε χρονία παρακμή. Τίποτα δεν τον τρομάζει. Αρκεί να είναι εκείνος ο ηγέτης και να έχει την μπάλα στα χέρια του. Τέτοια αυτοπεποίθηση!
Εχει χύσει, βεβαίως, και τον περισσότερο ιδρώτα από κάθε άλλον μπασκετμπολίστα του καιρού μας. Στο γήπεδο μετά την προπόνηση, στο γυμναστήριο, στην μπασκέτα που έχει στο σπίτι. Στα ρεπό του, στις αργίες και στις διακοπές. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο Παναγιώτης Γιαννάκης, προπονητής του στο Μαρούσι τότε, τον συμβούλευσε να δουλεύει πολύ και να προσέχει τη ζωή του εκτός γηπέδων. Κι εκείνος, το παράκανε: προπόνηση, σπίτι και ύπνο από νωρίς. Εγινε ένας ασκητής του μπάσκετ. Οι φίλοι του τον πειράζουν: «Ρε Βασίλη, η ζωή δεν είναι μονάχα καλάθια και παιδιά…».
Εάν ο Σπανούλης ήταν μόνο μια φάση, θα ήταν η φάση εκείνου του ντέρμπι τίτλου Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός τον Μάιο του 2016. Ο Δημήτρης Διαμαντίδης έχει, μόλις, πετύχει ένα μεγαλειώδες τρίποντο, λίγο πριν πει «αντίο» στα γήπεδα, και αποθεώνεται από την εξέδρα. Τότε ο Σπανούλης παίρνει πάνω του την καθοριστική επίθεση. Εάν αστοχήσει, δεν θα χάσει μόνον το παιχνίδι – ίσως και τον τίτλο. Θα δώσει δικαίωμα στις στρατιές των εχθρών του να τον περιγελάσουν, συγκρίνοντάς τον με τον μεγάλο του αντίπαλο. Στη θέση του, εκατό στους εκατό θα είχαν ξεφορτωθεί την… καυτή μπάλα, όμως ο αρχηγός του Ολυμπιακού δεν δίστασε ούτε στιγμή. Τόλμησε. Σούταρε. Το έβαλε!
«Είναι ένας παίκτης που δεν συναντάς εύκολα στο παγκόσμιο στερέωμα», είπε γι’ αυτόν μετά το χθεσινό παιχνίδι στη Νέα Σμύρνη ο προπονητής του, Γιάννης Σφαιρόπουλος. Σε δέκα λέξεις τα είπε όλα. Ή, σχεδόν όλα. Αυτό που εκ της θέσεώς του δεν μπορούσε να πει, είναι πως πρόκειται για τον σπουδαιότερο αθλητή ever που φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα. Με την άφιξή του στον Πειραιά, το 2010, έβγαλε τον Ολυμπιακό από την αφάνεια και τον οδήγησε, μεταξύ άλλων, δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης.
Την πραγματική του διάσταση, όμως, οι περισσότεροι θα την αντιληφθούν όταν θα ‘ρθει εκείνη η μαύρη μέρα που θα αποχωρήσει από τα παρκέ. Οπως, ακριβώς, συνέβη με το αντίπαλο δέος του: τον Δημήτρη Διαμαντίδη.