Δεκέμβριος 1970, Λευκός Οίκος. Ο Ελβις Πρίσλεϊ επιδεικνύει τα μανικετόκουμπά του στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον | Photo by National Archive/Newsmakers/Ideal Images
Επικαιρότητα

Οταν οι πολιτικοί έγιναν ροκ σταρ (και οι σταρ πολιτικοί)

Τι δουλειά είχε ο Νίξον με τον Ελβις; Τι ήθελαν οι Εργατικοί από τον Μικ Τζάγκερ; Κάποτε ήταν δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί, σήμερα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος. H ροκ και η πολιτική προσέγγισαν η μία την άλλη στην αρχή αμήχανα, αλλά στην πορεία όλο και πιο θερμά
Protagon Team

Εχουμε έναν πρόεδρο λίγο αγέλαστο και σκληρό, για τον οποίο μετά από ένα-δυο χρόνια θα μαθαίναμε για το βρώμικο παρασκήνιο της θητείας του. Εχουμε και έναν βασιλιά της ροκ διαμετρήματος πολύ μεγαλύτερου από αυτό των σημερινών – και πολύ περισσότερο σοβαρό καλλιτέχνη από πολλούς σημερινούς.

Τι έφερε μαζί τον Ρίτσαρντ Νίξον και τον Ελβις Πρίσλεϊ εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου στον Λευκό Οίκο; Λίγο από πολιτικό υπολογισμό του Νίξον που ήθελε να πιάσει τον παλμό των νέων, ίσως από περιέργεια εκ μέρους του και -ποιος ξέρει;- από μια αίσθηση χαλαρότητας λόγω Χριστουγέννων, η περίσταση έφερε δίπλα-δίπλα έναν ροκ σταρ σε τροχιά παρακμής και παράνοιας με έναν παλαιάς κοπής, συντηρητικό και αρκετά κουμπωμένο πολιτικό.

Κάτι παραπάνω από μια συνάντηση, εξηγεί ο Κρεγκ Μπράουν στον Guardian και λέει ότι η συνάντηση, όπως σήμερα πια το καταλαβαίνουμε, ήταν ένα από αναγνωριστικά ραντεβού που τελικά έφεραν κοντά την πολιτική -και μάλιστα την υψηλού επιπέδου πολιτική- με τον κόσμο της ροκ και του ποπ υπερθεάματος.

Είναι υπό αυτήν την έννοια μια εξαιρετικά σημαντική συνάντηση – στο περιθώριο των δραματικών γεγονότων εκείνης της εποχής: Πόλεμος του Βιετνάμ, προσέγγιση ΗΠΑ – Κίνας. Ενα τετ-α-τετ με μπόλικο παρασκήνιο και πολλούς πολιτικούς συμβολισμούς, που εσχάτως έκανε την αντίθετη διαδρομή και μεταφέρθηκε στο σινεμά – το «Elvis & Nixon» σε σκηνοθεσία Λίζα Τζόνσον έκανε πρεμιέρα τον περασμένο μήνα.

Σήμερα, το τι συμβαίνει το βλέπουμε όλοι: ηγέτες που έχουν εντάξει το θέαμα τόσο βαθιά στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται ώστε τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα. Ομως ούτε μισό αιώνα πριν αυτό ήταν αδιανόητο – και να γιατί.

«Τι θέλω εγώ εδώ;»

Το ύφος του τότε αρχηγού της αντιπολίτευσης στη Βρετανία Χάρολντ Γουίλσον που κλήθηκε το 1964 να δώσει ένα βραβείο στους τέσσερις μαλλιαρούς αλλά ήδη εξαιρετικά δημοφιλείς αστέρες της ποπ, τους Beatles, τα λέει όλα. Ο Γουίλσον φαίνεται να κατάλαβε τη σημασία των Beatles, αν και μάλλον ήταν έξω από τα νερά του, όπως δείχνουν τα επίκαιρα της εποχής:

Εναν χρόνο αργότερα αμέτρητα αγόρια και κορίτσια πολιορκούσαν το Μπάκιγχαμ για να δουν τα βραβευμένα από την ίδια την βασίλισσα Ελισάβετ Β’ είδωλά τους, χάρη και στον Γουίλσον.

Αλλαξαν γρήγορα τα πράγματα. Πλέον η πολιτική δεν μπορούσε να αγνοήσει το φαινόμενο και οι συναντήσεις άρχισαν να γίνονται πιο συχνές, αλλά όχι λιγότερο αμήχανες. Καθόλου λιγότερο αμήχανες για την ακρίβεια, αν μείνει κανένας σε όσα γράφει ο Guardian για μια συνάντηση του Μικ Τζάγκερ με τον βρετανό βουλευτή των Εργατικών Τομ Ντρίμπεργκ, συνάντηση που κανόνισε ο αμερικανός μπίτνικ ποιητής Αλεν Γκίνσμπεργκ στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Ο Ντρίμπεργκ μετά θα ομολογούσε ότι έκπληκτος και ο ίδιος από τον εαυτό του (γιατί δεν πίστευε τίποτα από όσα ξεστόμιζε) είπε στον Τζάγκερ ότι η Βρετανία είναι στα πρόθυρα επανάστασης (μιλάμε για την άνοιξη του 1967) και ότι ένας νέος άνδρας θα πρέπει να είναι στις τάξεις των Εργατικών όταν θα συμβαίνει αυτό. «Βγες βουλευτής μαζί μας», ήταν δηλαδή η έμμεση αλλά καθαρή προτροπή του Ντρίμπεργκ στον νεαρό τραγουδιστή των Rolling Stones.

«Δεν θέλω να τα αφήσω όλα για να καθήσω πίσω από ένα γραφείο. Δεν με φαντάζομαι να είμαι αυτός που θα διαβάζει γραμμή-γραμμή το νέο νόμο για την Εταιρεία Υδάτων», είπε ο Τζάγκερ για να εισπράξει την απάντηση: «Αγόρι μου, δεν περιμένουμε να ασχολείσαι με τυπικά της Βουλής. Σε βλέπουμε σαν σύμβολο».

Μια ιστορική συνάντηση κορυφής

Η ώρα για τη μεγάλη προσέγγιση πολιτικής και ποπ κουλτούρας είχε έρθει λοιπόν.  Το αταίριαστο εκ πρώτης όψης δίδυμο που άθελά του άνοιξε μια νέα εποχή και για τους καλλιτέχνες και για τους πολιτικούς συναντήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1970.

Η πρόταση του Ελβις ήταν μια ασυνήθιστη προσφορά προς τον πολιτικά δοκιμαζόμενο συντηρητικό πρόεδρο των ΗΠΑ: ως «Βασιλιάς» της ροκ γνώριζε και μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της αμερικανικής νεολαίας της εποχής, τα ναρκωτικά πάνω από όλα, τους χίπηδες, και μια από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες Αφροαμερικανών, τους Μαύρους Πάνθηρες. Αρκεί όπως έλεγε να του έδιναν τον ρόλο ομοσπονδιακού πράκτορα με ευρείες αρμοδιότητες και να λάμβανε φυσικά το σχετικό σηματάκι για να το επιδεικνύει όποτε χρειαζόταν!

Με ντύσιμο λίγο αταίριαστο για Λευκό Οίκο – αλλά τι θα μπορούσε να πει κανένας στον Ελβις και ποια αντίρρηση να του φέρει για το πρωτόκολλο;- και με υπερβολική οικειότητα και αγκαλιές με τον Νίξον, η συνάντηση έγινε. Ο Νίξον, σίγουρα όχι ο καλύτερος γνώστης της ποπ/ροκ κουλτούρας της εποχής, άκουσε τον καλεσμένο του να του αναπτύσσει τα δικά του σχέδια.

[Αυτή η συνάντηση μόλις φέτος μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από την Λίζα Τζόνσον με τον Μάικλ Σάνον στον ρόλο του Ελβις και τον Κέβιν Σπέισι σε έναν ρόλο πραγματικού προέδρου μετά από τον φανταστιικό Φρανκ Αντεργουντ του «House of Cards»].

Λίγο πριν το τέλος της, έγινε ένας σύντομος διάλογος που, όπως γράφει ο Guardian, συνοψίζει τέλεια το πόσο διαφορετικοί κόσμοι ήταν ακόμη αυτοί του πολιτικού και του καλλιτέχνη. «Ντύνεστε λίγο περίεργα», παρατήρησε ο Νίξον στον Πρίσλεϊ. «Εσείς έχετε το δικό σας σόου και εγώ το δικό μου», του απάντησε o «Βασιλιάς».

Οντως ο Νίξον είχε το δικό του σόου. Και οι απαιτήσεις του σόου του επέβαλλαν να προσπαθήσει να προσεγγίσει την αποξενωμένη από το πολιτικό σύστημα αμερικανική νεολαία, με τον τρόπο που οι επιτελείς του εκτιμούσαν ότι μπορούσε να γίνει αυτό: με μια συνάντηση στον Λευκό Οίκο με τον Ελβις. Αστοχία; Ισως. Ο Πρίσλεϊ ήταν ένας σταρ σε αποδρομή, σίγουρα δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Νίξον, αλλά η δουλειά είχε γίνει: Η πολιτική είχε προσεγγίσει τη ροκ και όλα δεν θα ήταν πια ίδια.

Δεκαπέντε χρόνια μετά από αυτήν την προσέγγιση, πολιτικοί και καλλιτέχνες γνώριζαν πια καλά ο ένας το σόου του άλλου και δεν ένιωθαν άβολα.

Οταν, ας πούμε, ο Ρόναλντ Ρίγκαν βράβευσε τον Μάικλ Τζάκσον για τη συμβολή του σε μια καμπάνια κατά της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ, ο Τζάκσον δεν εμφανίστηκε διαφορετικά από ό,τι τον γνωρίζουμε. Κρόσια, στρας, χρυσοποίκιλτο σακάκι, γάντι στο ένα χέρι μόνο: ο Τζάκσον έτσι όπως έβγαινε στη σκηνή έτσι εμφανίστηκε και στο Λευκό Οίκο χωρίς το πρώτο ζευγάρι της χώρας να αισθάνεται δίπλα του περίεργα.

Αυτό ίσως που έφερνε σε αμηχανία τους παλιότερους πολιτικούς και τους έκανε συγκαταβατικούς ήταν ίσως ότι δεν καταλάβαιναν πώς φτιάχνονται οι σταρ στις μέρες μας, γιατί είχαν ζήσει σε εποχές που δεν υπήρχαν.

Οι νεότεροι πολιτικοί, από τις μεταπολεμικές γενιές, που μεγάλωσαν με Rolling Stones και Beatles στη μουσική, ακόμα και με σούπερσταρ αθλητές ή ηθοποιούς, είναι πολύ πιο εξοικειωμένοι με το φαινόμενο του σταρ και κάνουν και αυτοί σαν παιδιά μπροστά στα είδωλα των παιδικών τους χρόνων. Οταν ο Κλίντον και ο Μπλερ συνάντησαν τον Τσακ Μπέρι, ήταν, διηγείται ο Μπλέρ, και για τους δυο τους μια στιγμή τύπου «γουάου, αυτός ήταν ο πραγματικός σούπερσταρ!».

Σήμερα, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ραπάρει -λίγο άτεχνα ίσως, αλλά στη σωστή λογική- για όσα έκανε τώρα που η θητεία του οδεύει προς το τέλος της, φαίνεται κάτι το εντελώς φυσιολογικό γιατί τα παλιά ταμπού του απρόσιτου και μακρινού ηγέτη έχουν πια ατονίσει, αν δεν είναι μόνο μέσα στα βιβλία της ιστορίας.

Αλλά δεν είναι και παράδοξο όταν βλέπουμε και πολιτικοποιημένους και ευαισθητοποιημένους ροκ σταρ, σαν τον Μπόνο των U2, που ανταλλάσσουν επί ίσοις όροις με τους πολιτικούς ιδέες και προτάσεις για την φτώχεια ή το Συριακό. Είναι ώρα να κατέβουν και αυτοί αληθινά στην πολιτική; Σε κανέναν δεν θα φαινόταν πια παράδοξο.