Η Corriere della Sera για μια απαγωγή που έμεινε στην Ιστορία / H Repubblica για τον τραμπισμό που ήρθε για να μείνει / Οι Times για ένα ποπ είδωλο που το αφήνουν σε ησυχία / Και το ΒBC…

Corriere della Sera

Γκέτι ο 3ος/ «Όταν οι μαφιόζοι μού έκοψαν το αφτί»

Είναι μια ιστορία που έχει όλα τα συστατικά μπεστ σέλερ: ο νεαρός απόγονος μιας πολύ πλούσιας οικογένειας που μεγαλώνει μόνο ανάμεσα στις ανέσεις, απάγεται από την ιταλική μαφία και ακρωτηριάζεται επειδή ο παππούς-πατριάρχης της οικογένειας, αρχικά αρνείται την καταβολή των λύτρων. Αλλά κι όταν απελευθερώθηκε δεν κατάφερε να βρει το δρόμο του: έπεσε στα ναρκωτικά και πέθανε στην ηλικία των 54 χρόνων από υπερβολική δόση, αφού είχε περάσει τριάντα χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι.

Δεν είναι μυθοπλασία, αλλά η τραγική και πραγματική ζωή του Τζον Πολ Γκέτι Γ’, ο οποίος επιστρέφει στην επικαιρότητα μετά από περίπου μισό αιώνα, όχι μόνο μέσα από την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Όλα τα λεφτά του κόσμου», αλλά και χάρη σε ένα βιβλίο που ο Γκέτι ανέθεσε στον αμερικανό δημοσιογράφο Τσαρλς Φοξ.

Ο Τζον Πολ Γκέτι, υπενθυμίζει η Corriere della Sera, ήταν δεκαέξι χρονών όταν τον απήγαγαν. «Στις 4:00 το πρωί, στις 21 Οκτωβρίου μού ετοίμασαν τέσσερις μπριζόλες. “Φάτες – μου είπαν – θα σε βοηθήσουν”. Στις 7 π.μ. τους άκουσα να μπαίνουν. Μου είπαν να μου δέσουν τα μάτια γιατί η ώρα έφτασε. Ήμουν τρομοκρατημένος.  Άκουσα ότι ετοίμαζαν τα εργαλεία. Ζήτησα ένα μαντήλι για να το βάλω στο στόμα μου. Μου έβαλαν τη λεπίδα κοντά στο αφτί μου. Ηταν ένας θόρυβος όπως του χαρτιού όταν σκίζεται. Ο θόρυβος ήταν το χειρότερο πράγμα. Υπάρχει όριο στον πόνο. Αν προετοιμάσεις τον εαυτό σου, μπορείς να τον αντέξεις».

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Το αφτί στάλθηκε σε μια εφημερίδα. Έφτασε με 28 ημέρες καθυστέρηση λόγω της απεργίας των ιταλικών Ταχυδρομείων. Ο Τζον Πολ  δεν ήταν, σύμφωνα με δική του ομολογία, το καλύτερο παιδί. Είχε αποβληθεί από οκτώ σχολεία. Μετά το διαζύγιο των γονιών του, πήγε στη Ρώμη με τη μητέρα του, την Γκέιλ.

Περνούσε την ημέρα στο κρεβάτι και τη νύχτα έξω. Λίγες ημέρες πριν από την απαγωγή είχε μαλώσει με τη μητέρα του. «Είχα γυρίσει σπίτι φτιαγμένος και εκείνη έκλαιγε. Πέρναγα τα βράδια με τους γκάνγκστερ της Ρώμης. Κοκαΐνη, κοκαΐνη, κοκαΐνη. Είχαν πολυβόλα και μου είπαν ότι θα μπορούσαν να με απαγάγουν και να ζητήσουν λύτρα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ. Οταν θέλεις κοκαΐνη, κάνεις τα πάντα για να την έχεις. Αλλαξα γνώμη μετά, αλλά τότε ήταν πολύ αργά».

Και μετά το γράμμα: «Αγαπημένη μου μαμά, από τη Δευτέρα είμαι στα χέρια απαγωγέων. Παρακαλώ μην θέσεις σε κίνδυνο τη ζωή μου. Μην νομίζεις ότι είναι ένα παιχνίδι που έχω οργανώσει εγώ. Προσπάθησε να έρθεις σε επαφή με τους απαγωγείς. Αν καθυστερήσεις θα μου κόψουν το ένα δάκτυλο και θα στο στείλουν. Μην καλέσεις την αστυνομία γιατί θα με σκοτώσουν. Σ’ αγαπώ».

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι ένιωσε η Γκέιλ όταν έλαβε αυτή την επιστολή. Ο Τζον Πολ Γκέτι ο πρεσβύτερος, πάντως, αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα, με το επιχείρημα ότι είχε δεκατέσσερα εγγόνια και ότι οποιαδήποτε πληρωμή θα έθετε σε κίνδυνο τους άλλους.

Μόνο τον Νοέμβριο, αφού έφτασε το κομμένο αφτί στο σπίτι, άλλαξε γνώμη. Δάνεισε στον γιο του 2,9 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά με επιτόκιο 4%…

Φωτό: Λίγες ημέρες μετά την απελευθέρωση.  Πηγή: Keystone/Getty Images/Ideal Images

La Repubblica (έντυπη έκδοση)

#NotCool/ «Ο Τραμπ είναι ένας σύγχρονος Νέρωνας»

Ο Ντέιβιντ Ρέμνικ είναι ο άνθρωπος που εδώ και δυο δεκαετίες διευθύνει το New Yorker, το πιο «κουλ» περιοδικό της Νέας Υόρκης. Αλλά ο ίδιος δεν είναι καθόλου ήρεμος. Πριν από λίγες ημέρες έγραψε ένα σκληρότατο άρθρο για τον Ντόναλντ Τραμπ. Και χθες μίλησε στην ιταλική Repubblica γι’ αυτόν που θεωρεί έναν «σύγχρονο Νέρωνα», «μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλεια της Αμερικής».

Μα γιατί; «Η προεδρία Τραμπ έχει αρνητικότατες συνέπειες σε τεράστια ζητήματα όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η εσωτερική σταθερότητα, οι σχέσεις μας με τους συμμάχους μας. Αλλά υπάρχουν και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Ακόμη κι όταν φύγει ο Τραμπ, θα μείνει ο τραμπισμός. Ο Τραμπ ενθάρρυνε τα χειρότερα ένστικτα ενός τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας, τον ρατσισμό, τη μισογυνία, την περιφρόνηση απέναντι στα γεγονότα και την αλήθεια, την απέχθεια προς τη διανόηση».

Μα ποιος μπορεί να διαφωνήσει;

Φωτό: Στην πραγματικότητα είναι πιο τρομακτικός. Πηγή: El Español

The Times

Διαμάχες/ Ποιοι δεν θέλουν τον Τζορτζ Μάικλ άγαλμα;

Ηταν οι δυο γειτονιές με τις οποίες ταυτίστηκε ο Τζορτζ Μάικλ όσο ζούσε – μία στο βόρειο Λονδίνο και η άλλη στο Οξφορντσάιρ. Καμία από τις δυο όμως δεν βλέπει με καλό μάτι την ιδέα να στήσει ένα άγαλμα στη μνήμη του όπως ζητούν κάποιοι θαυμαστές του. Οι Times αναζήτησαν τους λόγους αυτής της άρνησης.

Στο Χάιγκεϊτ του βόρειου Λονδίνου η πρόταση για την ανέγερση ενός αγάλματος χαρακτηρίστηκε «προβληματική» από ένα μέλος της τοπικής κοινωνίας. Γιατί; Επειδή, όπως είπε, στη γειτονιά μένουν και άλλοι επιφανείς. Ένα άγαλμα για τον διάσημο τραγουδιστή που άφησε την τελευταία του πνοή τα Χριστούγεννα του 2016 θα ήταν διάκριση σε βάρος των υπόλοιπων. «Μια αναμνηστική πλακέτα που θα μπορούσε να γίνει κάποια στιγμή, θα ήταν πιο κατάλληλη».

Και στο Γκόρινγκ-ον-Τεμς του Οξφορντσάιρ όπου ο Τζορτζ Μάικλ έζησε από το 1999; Εκεί την ιδέα του αγάλματος απέρριψε το τοπικό δημοτικό συμβούλιο, όπως και εκείνη για μια διήμερη συναυλία στη μνήμη του. Γι’ αυτή τη δεύτερη ιδέα προέβαλε αντιρρήσεις και η τοπική ομάδα κρίκετ με το επιχείρημα ότι θα προκαλούνταν φθορές στο γήπεδο. «Στο χωριό διαφωνούν σχεδόν όλοι» δήλωσε μια τοπική σύμβουλος.

Φωτό: Φοβερός  θα ήταν και σε άγαλμα. Πηγή: Shutterstock

ΒΒC

Πρόσωπα/ Μετατρέποντας τον πόνο σε ποίηση

Μια ανήσυχη παιδική ηλικία, η απώλεια της μητέρας, η κατάθλιψη. Αυτά είναι μερικά από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της Ιρσα Νταλέι-Γουάρντ. Δύσκολα γεγονότα που την βοήθησαν να λυτρωθεί, όπως λέει, παρουσιάζοντας στο BBC την ποιητική συλλογή της «Bone».

«Η  μητέρα μου έπαιρνε αποφάσεις που δεν τις καταλάβαινα πάντα: χώρισε, δούλευε τις νύχτες και όταν ήμουν επτά χρονών, αποφάσισε να με στείλει στο Λανκασάιρ, στους παππούδες μου, οι οποίοι ήταν Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας, με τον μικρό μου αδερφό» διηγείται.  «Έμαθα τη Βίβλο και μοίραζα φυλλάδια για την εκκλησία στον ελεύθερο χρόνο μου». Αλλά «οι παππούδες επέκριναν τη μητέρα μου και τον βιολογικό μου πατέρα, τον οποίο δεν γνώρισα ποτέ».

Στα έντεκά της, η Ιρσα επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου η μητέρα της εξακολουθούσε να εργάζεται ως νοσοκόμα. Ανέλαβε να φροντίζει συχνά τον αδελφό της μέχρι που, πολύ νέα ακόμη, έφυγε από το σπίτι για να ζήσει με έναν μεγαλύτερο άντρα. Στη συνέχεια, το 2007, ήρθε ο θάνατος της μητέρας: «Εκείνη την εποχή αγωνιζόμουν να τα βγάλω πέρα, δούλευα ως μοντέλο και εμφάνισα συμπτώματα κατάθλιψης». Η έλλειψη ευκαιριών για τα μαύρα μοντέλα έκανε τα πράγματα χειρότερα. «Έφυγα για τη Νότια Αφρική. Ήταν σε ένα μπαρ του Κέιπ Τάουν που θυμήθηκα την αγάπη μου για την ποίηση».

Ένα βράδυ, αφού παρακολούθησε μια παράσταση, αποφάσισε να προτείνει ένα ποίημα για το θέμα της οικογενειακής διχόνοιας. Ηταν μια  μεγάλη επιτυχία που της έδωσε δουλειά. «Ξεκίνησα να δημοσιεύω τους στίχους μου και έγινα αστέρι του Instagram. Πολλά από τα ποιήματα ασχολούνται με τον πόνο, ένα αίσθημα χωρίς το οποίο δεν θα είχα αποκτήσει αυτή τη σοφία». Πρόκειται για λίγες γραμμές που προσφέρουν στους αναγνώστες συναισθήματα. «Η γραφή – καταλήγει – είναι επίσης μια διαδικασία επούλωσης».

Πες το ψέματα.

Φωτό: Ένα ποίημα και η ίδια. Πηγή: ΒΒC/Nicole Nodland