Το Bloomberg για έναν καταδικασμένο για παρενόχληση που ζητά αποζημίωση από το θύμα / Οι Financial Times για τις δεύτερες σκέψεις μιας καγκελαρίου / Η Corriere della Sera για μια διαφορετική λαϊκή διαμαρτυρία τον καιρό της κρίσης / Και η Wall Street Journal…

Bloomberg

Παρενόχληση/ Ο θύτης ζητάει και τα ρέστα

Σίγουρα δεν είναι ένας από εκείνους τους γοητευτικούς εραστές που η Κατρίν Ντενέβ θα ήθελε να υπερασπιστεί απέναντι στις υπερβολές του κινήματος #MeToo. Ο Ζαν Μαρκ Ποντβέν, τότε διευθυντής δημοσίων σχέσεων του φαρμακευτικού κολοσσού Sanofi, κατηγορήθηκε το 2013 και απολύθηκε επειδή έστειλε άσεμνα μηνύματα στην βοηθό του και την ανάγκασε να αγγίξει τα γεννητικά του όργανα.

Καταδικάστηκε από το γαλλικό εργατικό δικαστήριο και κατόπιν από το εφετείο.

Αλλά δεν παραιτήθηκε από τις προσπάθειες να δικαιωθεί. Τώρα ο δικηγόρος του, Λουκ Μιγκέρες, γράφει το Bloomberg, προσπαθεί να υποβαθμίσει το γεγονός: «Ο τόνος των μηνυμάτων ήταν λίγο άσεμνος, αλλά είναι δύσκολο να πούμε ότι ήταν κάτι περισσότερο από μια προσπάθεια να φλερτάρουν». Και ζητά από την πρώην βοηθό του Ποντβέν, που ήδη αναγκάστηκε να υπομένει τη δικαστική διαδικασία, να αποζημιώσει με 1,2 εκατομμύρια ευρώ τον διευθυντή για την «δυσφήμηση» που υπέστη και την «άδικη αιτία» που απολύθηκε.

Ευτυχώς, δύο δικαστήρια έχουν ήδη απορρίψει το αίτημα αποζημίωσης. Η Sanofi, από την άλλη, αρνείται να σχολιάσει τις αποφάσεις των δικαστών, αλλά σε δήλωση υπογραμμίζει ότι «ανέκαθεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψει τη σεξουαλική παρενόχληση, να σταματήσει αυτές τις συμπεριφορές και να επιβληθούν κυρώσεις». Αφότου η γαλλική νομοθεσία έγινε αυστηρότερη σχετικά με την σεξουαλική παρενόχληση, λέει ακόμη το ρεπορτάζ, παρόμοιες καταγγελίες έχουν δεκαπλασιαστεί και οι καταδίκες για κακοποίηση αυξήθηκαν από 60 το 2015 σε 110 το 2016.

Φωτό: Και αυτό είναι μάλλον αθώο στην περίπτωσή του. Πηγή: Shutterstock

Financial Times

ΕΚΤ/ Γιατί οι Γερμανοί δεν θέλουν τον Γερμανό τους

Τα προγνωστικά, επιβεβαιωμένα επίσης από πρόσφατη δημοσκόπηση του Bloomberg μεταξύ 34 οικονομολόγων, πιθανώς είναι γνωστά: ο Γερμανός Γιενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, θα διαδεχθεί τον Μάριο Ντράγκι στην κορυφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τον Οκτώβριο του 2019. Οι Financial Times αφήνουν να εννοηθεί, πάντως, ότι ακόμη και στο Βερολίνο αρχίζουν να αναρωτιούνται αν αξίζει πραγματικά να πάρει τη θέση ο πρώην οικονομικός σύμβουλος της Ανγκελας Μέρκελ. Ο Βάιντμαν, εξηγούν, θεωρείται ένα αυστηρό γεράκι (είναι κοινό μυστικό ότι ήταν ο μόνος που ψήφισε εναντίον του «whatever it takes» που είπε ο Μάριο Ντράγκι για να σώσει το ευρώ) και δεν είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος τόσο από το Παρίσι όσο και από τη Ρώμη.

Ο διορισμός του θα είναι μεγάλη επιτυχία για μια Ανγκελα Μέρκελ που έχει πραγματικά ανάγκη από μια μεγάλη επιτυχία. Το πρόβλημα είναι το αντιστάθμισμα που η Γαλλία και η Ιταλία θα μπορούσαν να ζητήσουν από τη Γερμανία. Δηλαδή «μεγαλύτερη οικονομική ένωση και μεγαλύτερο επιμερισμό του κινδύνου μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης» που είναι η ουσία της φιλοευρωπαϊκής μεταρρύθμισης του Μακρόν, αλλά το Βερολίνο ξορκίζει. Η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να υποθέσει ότι, αντί των επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης, αποφάσεις όπως η εκπαίδευση και η ψηφιοποίηση είναι καθοριστικές για τη ζώνη του ευρώ. Αυτό, ωστόσο, δεν θα είναι ευθύνη του διαδόχου του Ντράγκι αλλά του διαδόχου του Γιούνκερ στην κεφαλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ως εκ τούτου, ίσως, καλύτερα να παίξει κανείς το παιχνίδι της ΕΚΤ χωρίς το χαρτί του Βάιντμαν. Και όπως λέει στους FT, ο βουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών Χανς Μίχελμπαχ «δεν μας ενδιαφέρει πραγματικά τι εθνικότητας θα είναι ο επόμενος επικεφαλής της ΕΚΤ. Μπορεί να προέρχεται από τη Φινλανδία, την Αυστρία ή την Ολλανδία. Όποιος κι αν είναι, πρέπει να υπάρξει μια νέα αρχή για την ΕΚΤ. Θα πρέπει να σταματήσει η τράπεζα απλώς να τυπώνει χρήμα».

Και από την Ελλάδα;

Φωτό:  Σιγά σιγά χάνεται και από το κάδρο. Πηγή: Reuters

Corriere della Sera (έντυπη έκδοση)

Κινητοποιήσεις/ Πώς σώθηκαν οι Μιρό της Πορτογαλίας

Όλα συνέβησαν μόλις πριν από τέσσερα χρόνια. Η πορτογαλική κυβέρνηση είχε αναθέσει στον οίκο Christie’s να δημοπρατήσει 85 έργα του Μιρό μόνο και μόνο για να κερδίσει χρήματα. Ηταν μια Πορτογαλία σε πλήρη πτώχευση. Η Λισαβόνα είχε πληγεί από την οικονομική κρίση και είχε ήδη στραγγισμένα τα ταμεία έξι χρόνια νωρίτερα, όταν, αμέσως μετά την πτώχευση της Lehman Brothers, είχε εθνικοποιηθεί η Banco Português de Negócios, της οποίας τα χρέη είχαν εκτοξευθεί στο διάστημα.

Η συλλογή του Μιρό είχε βρεθεί στην ιδιοκτησία της τράπεζας ως εναλλακτική επένδυση. Την είχε αγοράσει από έναν ιάπωνα ιδιώτη και όταν η κυβέρνηση παρέδωσε την φαλιρισμένη τράπεζα σε έναν όμιλο από την Αγκόλα για μόλις 40 εκατομμύρια ευρώ, σκέφτηκε λογικά να απομακρύνει από τα γραφεία της BPN τα έργα που τότε άξιζαν όσο το σύνολο της πίστωσης. Πουλώντας την τράπεζα γιατί να μην κερδίσουν χρήμα από τους πίνακες;

Και τότε ξέσπασε η λαϊκή διαμαρτυρία. Συλλογές υπογραφών στο Διαδίκτυο, η αντιπολίτευση εκτός εαυτού στο Κοινοβούλιο. Το θέμα έφτασε στα δικαστήρια που αποφάσισαν ότι η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να πουλήσει ότι θέλει. Αλλά η προοπτική μιας μακράς δικαστικής διαμάχης και προσφυγών έπεισε τον οίκο Christie’s να μην θέσει σε κίνδυνο το όνομά του σε μια τόσο αμφιλεγόμενη υπόθεση. Έτσι, τα έργα του Μιρό, που έγιναν δημόσια τυχαία – και με πολύ υψηλό κόστος – παρέμειναν δημόσια χάρις στην κινητοποίηση.

Η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε η συλλογή ήταν στο Πόρτο, πέρυσι, στο Μουσείο Serralves. Η επιτυχία ήταν τεράστια: οι επισκέπτες έφτασαν τις 240 χιλιάδες και τα έσοδα από τα εισιτήρια τα 2,4 εκατ. ευρώ. Χωρίς να ληφθούν υπόψη τα έξοδα, αλλά ούτε η κινητήρια δύναμη για τον τουρισμό και η ενίσχυση της απασχόλησης, η αξία των 35 εκατομμυρίων ευρώ της συλλογής απέφερε 0,6% σε 8 μήνες από την έναρξη της έκθεσης, 1% το χρόνο, πράγμα καθόλου αμελητέο εάν σκεφτεί κανείς ότι τα επιτόκια της ΕΕ είναι σχεδόν μηδενικά.

Πόσο αποδίδει η τέχνη ε;

Φωτό: Μα δεν είναι υπέροχοι; Πηγή: Corriere dela Sera

The Wall Street Journal (έκδοση με συνδρομή)

Μετρήσεις/ Τα «πολιτικά» Οσκαρ δεν άρεσαν

Ενώ οι κριτικοί χειροκρότησαν δυνατά, για το βάθος και την ευαισθησία των θεμάτων, τα βραβεία της τελετής Όσκαρ, η Wall Street Journal έρχεται με ένα γράφημα στην πρώτη σελίδα της να δείξει ότι το τηλεοπτικό κοινό της μεγάλης νύχτας των αγαλματιδίων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ήταν το χαμηλότερο των τελευταίων 15 ετών.

Ακολουθεί η ανάλυση του Τζόε Φλιντ στη στήλη «Επιχειρήσεις & Οικονομικά». Μπροστά στην τηλεόραση, αγκαλιά με ποπ κορν, κάθισαν 26,5 εκατομμύρια θεατές. Ένας αριθμός που φαίνεται μεγάλος, αλλά αν τον διαβάσει κανείς σύμφωνα με την αμερικανική λογική είναι μια καθαρή αποτυχία: 19% λιγότερο από πέρυσι. Και έξι εκατομμύρια λιγότερο από πριν 10 χρόνια.

Μπορεί να φταίει και η ίδια η τελετή: σχεδόν τέσσερις ώρες τηλεοπτικής μετάδοσης με μεγάλα διαστήματα για διαφήμιση. Επειτα, αναφέρει η WSJ, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι οσκαρικές ταινίες δεν πήγαν και πολύ καλά στα ταμεία. Αλλά πάνω απ ‘όλα, το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογο με την πολιτικοποίηση της εκδήλωσης. Κάτι εξάλλου που έχει συμβεί και στη μουσική με τα βραβεία Grammy.

Φωτό: Θα κατεβεί και υποψήφιος μια μέρα; Πηγή: Reuters