Η 45μελής αποστολή της ομάδας μπάσκετ του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας έφτασε στην Ελλάδα το Σάββατο 16 Οκτωβρίου 1983. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι τα «αστέρια» των Αμερικανών ήταν ο τελειόφοιτος Σαμ Πέρκινς και ο δευτεροετής Μάικλ Τζόρνταν, που είχε ανακηρυχθεί «παίκτης της χρονιάς» στο κολεγιακό πρωτάθλημα, όμως στα μέρη μας ήταν -και οι δύο- παντελώς άγνωστοι. Οι βαθιά μυημένοι στο σπορ γνώριζαν μόνον τον κόουτς των «Ταρ Χιλς», Ντιν Σμιθ. Αυτός ήταν ο σούπερ-σταρ της ομάδας. Ενας σοφός του αθλήματος, στον οποίο ο MJ οφείλει πολλά.
Το πρώτο από τα δύο παιχνίδια της Εθνικής μας ομάδας με το Νορθ Καρολάινα διεξήχθη στο «Αλεξάνδρειο» της Θεσσαλονίκης, που τότε είχε πλαστικό δάπεδο. Οσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το γήπεδο δεν γέμισε ασφυκτικά. Ο 20χρονος Τζόρνταν δεν ήταν, ακόμη, αυτός που έμελλε να γίνει. Η μυθική του καριέρα θα άρχιζε μερικούς μήνες αργότερα, την Ανοιξη του 1984, όταν οι Σικάγο Μπουλς τον επέλεξαν ως Νο 3 στο «ντραφτ» της Νέας Υόρκης. Αλλά, ούτε ο Γκάλης ήταν… ο Γκάλης. Στα 26 του χρόνια είχε, μόλις, ανακηρυχθεί πρωταθλητής Ελλάδας -για πρώτη φορά- με τη φανέλα του Αρη. Οι δύο «μάγοι» του μπάσκετ έγραφαν τα πρώτα κεφάλαια της παραμυθένιας ιστορίας τους.
Με Κώστα Πολίτη προπονητή και χωρίς τον τραυματία Παναγιώτη Γιαννάκη, η Εθνική, η οποία στο Ευρωμπάσκετ του ’83 είχε καταλάβει την 11η θέση, προηγήθηκε στο ημίχρονο με 53-45. Αλλά στο β’ μέρος δεν άντεξε στην πίεση των Αμερικανών, που νίκησαν με 100-83. Γκάλης και Τζόρνταν ξεχώρισαν «σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα». Ο Νικ, με το Νο 7, σκόραρε 24 πόντους. Ο Μάικλ, με το Νο 23 στη γαλάζια του φανέλα, πέτυχε 34, χαρίζοντας στο κοινό μερικά «ακροβατικά» από εκείνα που την επόμενη δεκαετία θα τον ανέβαζαν στην κορυφή του παγκόσμιου μπάσκετ. Στο τέλος του ματς, Γκάλης και Τζόρνταν πόζαραν για μια αναμνηστική φωτογραφία, ενώ ο Αμερικανός μίλησε για τον δικό μας «Θεό» με πολύ θερμά λόγια: «Είναι ένας πλήρης παίκτης. Δεν περίμενα να δω έναν τέτοιο σκόρερ από την Ευρώπη, ειδικά από τη χώρα σας».
Το παιχνίδι αυτό, για τα «Δημήτρια», είχε μεταδοθεί από την ΕΡΤ, όμως η μπομπίνα της δημόσιας τηλεόρασης σβήστηκε από κάποια μεταγενέστερη εγγραφή. Ευτυχώς, ο ιστορικός αγώνας σώζεται σε ένα βίντεο διάρκειας 35 λεπτών, με καλή ποιότητα εικόνας αλλά χωρίς ήχο, το οποίο είχε μαγνητοσκοπήσει άνθρωπος του κόουτς Σμιθ και φυλάσσεται στα αρχεία του Πανεπιστημίου.
Εκείνο το απόγευμα ο Τζόρνταν και η «παρέα» του έδωσαν δύο αγώνες σε τέσσερις ώρες. Πρώτα με την Εθνική μας και, στη συνέχεια, εναντίον του Ερυθρού Αστέρα, τον οποίο, επίσης, νίκησαν 105-104 έπειτα από δυο παρατάσεις. Ο «Air» σκόραρε άλλους 26 πόντους, δηλαδή 60 στο σύνολο.
Την επόμενη μέρα, Εθνική Ελλάδας και Νορθ Καρολάινα συναντήθηκαν πάλι, αυτή τη φορά στην Αθήνα: στο Κλειστό του Σπόρτιγκ, στα Πατήσια, που γέμισε με 3.000 θεατές. Ο Γκάλης δεν κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη για να αγωνιστεί, όμως έπαιξε κανονικά ο Γιαννάκης, ο οποίος έκανε μεγάλο ματς, πετυχαίνοντας 24 πόντους. Πέντε λεπτά πριν από το τέλος, με το σκορ στο 67-71, οι Αμερικανοί… πάτησαν γκάζι κι έφτασαν στη νίκη (79-71).
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ «The Last Dance», του οποίου τα δύο πρώτα επεισόδια «ανέβηκαν» τη Δευτέρα στην πλατφόρμα του Netflix, ο Νικ Γκάλης μίλησε για τις εντυπώσεις του από εκείνη τη συνάντησή του με τον Τζόρνταν, σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ: «Ηταν, απλά, φοβερός. Απίστευτος. Είχε τρομερά αθλητικά προσόντα και μου έκανε εντύπωση. Αν και ήταν 20 ετών, έπαιζε πολύ έξυπνα, σοβαρά και με μεγάλη ωριμότητα. Διέθετε υψηλό δείκτη νοημοσύνης, ήταν μπολιασμένος με την νοοτροπία του νικητή και έγινε αυτός που έγινε. Φαινόταν χαρισματικός, όμως το ταλέντο δεν φτάνει για να γίνει κάποιος,σπουδαίος. Χρειάζεται και τύχη, να μην πάθει σοβαρούς τραυματισμούς, να βρεθεί στην κατάλληλη ομάδα και το σωστό περιβάλλον… Εγώ στέκομαι περισσότερο στην ταπεινότητα και τη σοβαρότητα που είχε δείξει σε εκείνο το ματς. Δεν ήταν επιδειξιομανής και… καραγκιοζάκος».
Πώς να είναι; Οποιος παρακολούθησε την προπόνηση των «Ταρ Χιλς» στο Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής (είχε επιτραπεί η είσοδος σε επιλεγμένους έλληνες προπονητές και δημοσιογράφους), κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι ο κόουτς Σμιθ ήταν το «αφεντικό» στην ομάδα. Ο Δημήτρης Καρύδας είχε δει τον Σαμ Πέρκινς, που έπαιξε στο ΝΒΑ για σχεδόν δύο δεκαετίες, να ανεβοκατεβαίνει τρέχοντας τις κερκίδες του γηπέδου, για τιμωρία, επειδή δεν πειθάρχησε σε κάποια εντολή. Ο ίδιος ο Τζόρνταν έχει ομολογήσει, ότι ο Σμιθ ήταν ο μόνος προπονητής που κατάφερε να τον χαλιναγωγήσει.
Η δεύτερη φορά που ο MJ ήρθε σε επαφή με το ελληνικό μπάσκετ ήταν 14 χρόνια αργότερα, λίγο πριν από τον «τελευταίο χορό». Οι Σικάγο Μπουλς, που είχαν κατακτήσει το πέμπτο πρωτάθλημα ΝΒΑ στην ιστορία τους, έπαιξαν με τον Ολυμπιακό, πρωταθλητή Ευρώπης το 1997, στο Παρίσι (Παλέ ντε Μπερσί). Σε αυτόν τον άτυπο τελικό για το διηπειρωτικό τρόπαιο, στον οποίο δεν αγωνίστηκαν ο Σκότι Πίπεν και ο Ντένις Ρόντμαν, οι «ταύροι» νίκησαν τους «ερυθρόλευκους» του Ντούσαν Ιβκοβιτς με 104-78. Ο Τόμιτς, ο Τάρλατς, ο Μπακατσιάς, ο Νάκιτς, ο Καρνισόβας, ο Βούκσεβιτς, δεν θα ξεχάσουν ποτέ το συναπάντημά τους με τον 34χρονο (τότε) Τζόρνταν, που ολοκλήρωσε την αναμέτρηση με 27 πόντους, πέντε ριμπάουντ, τρεις ασίστ και δύο κλεψίματα.