Μέσα σε 16 χρόνια χώρεσαν τρεις μεγάλες κρίσεις στη θητεία της Ανγκελα Μέρκελ: από τη χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, στην οποία είχε λαμπρή επίδοση, στην προσφυγική το 2015, από την οποία κατάφερε να επιβιώσει, και από εκεί στη συνεχιζόμενη κρίση του νόμου και της δημοκρατίας.
Στην τελευταία, όμως, όπως επιχειρηματολογεί στο Politico ο Ντάνιελ Χεγκεντίς από το German Marshall Fund of the United States, η κακή βαθμολογία της καγκελαρίου θα είναι ένα στίγμα στην υστεροφημία της.
Η Μέρκελ, όπως εξηγεί ο αρθρογράφος, αφήνει το πρόβλημα του κράτους δικαίου στην ΕΕ άλυτο για τον διάδοχό της, μία εκκρεμότητα που συνιστά πρόκληση για τον μετασχηματισμό της ΕΕ.
Μέσα στη μακρά θητεία της, εξάλλου, δύο περιπτώσεις, αυτές του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν και του ισχυρού άνδρα της Πολωνίας Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, αφέθηκαν να γίνουν συστηματικές προκλήσεις για την Ενωση. Ειδικά με τον πρώτο, η Μέρκελ επικρινόταν σταθερά για το ότι ήταν επιεικής μαζί του, για να διαφυλάξει τα συμφέροντα γερμανικών βιομηχανιών στην Ουγγαρία, αλλά και για τη συνοχή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Η καγκελάριος θα μπορούσε φυσικά να τραβήξει κόκκινες γραμμές, ο κόσμος όμως δεν πρέπει να περιμένει μια ριζικά διαφορετική γραμμή από τον διάδοχό της στη καγκελαρία.
Οι στρατηγικές επιλογές της Μέρκελ είναι στην πραγματικότητα βαθιά ριζωμένες στη γερμανική πολιτική σκηνή και διατρέχουν το πολιτικό φάσμα από το CDU και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες ως τους Σοσιαλδημοκράτες και, ως ένα βαθμό, και τους Πράσινους.
Η προσέγγιση της Μέρκελ δεν μένει μόνο στο ότι και οι δύο χώρες, Πολωνία και Ουγγαρία, είναι οργανικά τμήματα του γερμανικού/κεντροευρωπαϊκού βιομηχανικού πυρήνα, ούτε στο ότι η Γερμανία (αισθάνεται ότι) έχει ιστορικά ευθύνη για τη γειτονιά της. Υπάρχουν, αντίθετα, δύο παράγοντες που διαμόρφωσαν την προσέγγιση του Βερολίνου απέναντι στο πρόβλημα της αυταρχικής στροφής στην Ανατολική Ευρώπη.
Η αδυναμία των γερμανικών ελίτ να ορίσουν το εθνικό συμφέρον της χώρας, από το το 1990, δηλαδή από την ενοποίηση και μετά, με όρους πέρα από τους οικονομικούς, είναι ο πρώτος. Αυτή η τάση είναι ορατή και στην προσέγγιση της Ρωσίας και της Κίνας από το Βερολίνο.
Αφετέρου, κατά τον αρθρογράφο, η πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας είναι αυτή του διαλόγου και τη συναίνεσης. Η γερμανική εξωτερική πολιτική προτιμά να μιλά με ηγέτες όπως ο Ορμπαν και ο Κατσίνσκι παρά να μιλά για αυτούς. Μια προσέγγιση που δεν αποδίδει απέναντι σε πρόσωπα, όπως αυτοί οι δύο, οι οποίοι προσποιούνται ότι κάνουν διάλογο.
Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου, καταλήγει ο αρθρογράφος του Politico, είναι στην πράξη έννοιες που δεν σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο κατανοεί τον κόσμο· δεν βγάζουν κέρδη, με άλλα λόγια. Αν και τα κόμματα πέραν του CDU είναι περισσότερο αφοσιωμένα στις αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, δεν έχουν κάποια διαφορετική σχολή σε ό,τι αφορά τη στρατηγική και τον τρόπο με τον οποίο σχηματοποιούνται τα γερμανικά συμφέροντα.
Η κηλίδα στην υστεροφημία της Μέρκελ, στην πραγματικότητα, είναι κηλίδα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, εκ των πραγμάτων και του SPD που συγκυβερνούσε 12 από τα 16 χρόνια θητείας της καγκελαρίου, ελέγχοντας το υπουργείο Εξωτερικών.
Αν ο διάδοχος της καγκελαρίου αλλάξει πορεία -πράγμα αμφίβολο- είναι πιθανό να δούμε και μια διαφορετική προσέγγιση από τη Γερμανία. Αν όχι, η κηλίδα της Μέρκελ θα απλωθεί και στη δική του θητεία.