Ο Ολυμπιακός «πετάει» σήμερα (Τετάρτη) προς το δέκατο Φάιναλ-Φορ της ιστορίας του. Απόψε θα περάσει την πρώτη του νύχτα στο πολυτελές ξενοδοχείο «Polat», με θέα στη θάλασσα του Μαρμαρά, που βρίσκεται σε μια από τις πιο ήσυχες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης: την Ayastefenos Feneri. Στον Αγιο Στέφανο, για τους Ρωμιούς της Πόλης, πολύ κοντά στο γήπεδο «Σινάν Ερντέμ» που θα φιλοξενήσει τη γιορτή του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Θα χαζεύει τον Βόσπορο, αλλά θα ονειρεύεται το τρόπαιο της Ευρωλίγκας, το οποίο έφτασε στο ραντεβού δύο μέρες νωρίτερα.
Η παρουσία του εκεί, δίπλα στους άλλους τρεις φιναλίστ της διοργάνωσης με τα τριπλάσια και τετραπλάσια μπάτζετ, είναι ένας «άθλος» – και ένα μάθημα για το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει μια ομάδα χαμηλού (σχετικά) κόστους. Από το 1999 έως το 2009, δηλαδή την εποχή που… δέναμε τους σκύλους με τα λουκάνικα, ο Ολυμπιακός συμπλήρωσε δέκα χρόνια απουσίας από τους τελικούς της διοργάνωσης. Μετά το 2010, ως… «παιδί της κρίσης» πλέον, όχι μόνον εμφανίζεται τακτικά στα Φάιναλ-Φορ, αλλά και έχει αρχίσει να τα κερδίζει. Δεν θέλει μόνο χρήμα. Θέλει -πάνω απ’ όλα- τρόπο.
Η «καλύτερη ομάδα της δεκαετίας των ’90s» (σύμφωνα με τη FIBA), η πρώτη ελληνική που (το 1997) πέτυχε «Τριπλ Κράουν», σαρώνοντας το Πρωτάθλημα, το Κύπελλο και το Ευρωπαϊκό μέσα στην ίδια σεζόν, είχε πέσει σε κατάθλιψη μετά το 1998. Μέχρι να τον αναλάβουν οι Αγγελόπουλοι, το 2006, ο Ολυμπιακός κατέκτησε μόνον ένα Κύπελλο (2002), έχασε ένα άλλο στον τελικό (2004) και… εξαφανίστηκε από το ευρωπαϊκό προσκήνιο. Χάρη στην οικονομική στήριξη που του παρείχαν οι νέοι ιδιοκτήτες του, επέστρεψε στα Φάιναλ-Φορ (το 2009) και την επόμενη σεζόν έφτασε μέχρι τον τελικό, για να τον χάσει εύκολα από την Μπαρτσελόνα. Είναι «τρελό», αλλά ο Ολυμπιακός επέστρεψε στις επιτυχίες -στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- όταν τα μνημόνια «χτύπησαν» το μπάτζετ του. Αλλά, αυτό το παράδοξο φαινόμενο έχει την εξήγησή του.
Το καλοκαίρι του 2011 οι αδελφοί Αγγελόπουλοι είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν την ομάδα. Οταν άλλαξαν γνώμη, ξεκαθάρισαν ότι θα πορευτούν με σημαντικά χαμηλότερους προϋπολογισμούς. Η οικονομική κρίση μας είχε χτυπήσει την πόρτα, και ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Το ίδιο συνέβη, άλλωστε, ένα χρόνο αργότερα, στον Παναθηναϊκό. Αλλά, ενώ τα χρήματα λιγόστευαν, η πείρα που είχαν αποκτήσει στο τιμόνι της ΚΑΕ, περίσσευε. Γνωρίζοντας, πλέον, να κυβερνούν την ομάδα τους -κι όχι μόνο να πληρώνουν, όπως τα προηγούμενα χρόνια- εκπόνησαν ένα σχέδιο που αποδείχτηκε σοφό. Οι τρεις πυλώνες στους οποίους θα στηριζόταν ο «φτωχός» Ολυμπιακός τους ήταν, ένας σταθερός κορμός ελλήνων παικτών, ένας κόουτς μακράς πνοής, κι ένας «σούπερ-σταρ» που θα γινόταν ο ηγέτης της ομάδας.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν (2011-2012), με το μπάτζετ δραματικά μειωμένο έναντι της περασμένης, ο Ολυμπιακός κατέκτησε τη δεύτερη Ευρωλίγκα του (στην Πόλη, με την επική ανατροπή σε βάρος της ΤΣΣΚΑ Μόσχας) και πήρε Πρωτάθλημα έπειτα από 15 χρόνια. Θυμάστε με πόσους -και ποιους- Ελληνες; Με Σπανούλη, Πρίντεζη, Βασιλόπουλο, Πελεκάνο, Λάζαρο Παπαδόπουλο, Γλυνιαδάκη, Παπανικολάου, Μάντζαρη, Σλούκα και Κατσίβελη. Σήμερα, οι «ερυθρόλευκοι» είναι μία… μικρή Εθνική Ελλάδος (Σπανούλης, Πρίντεζης, Μάντζαρης, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Αγραβάνης, Αθηναίου), η οποία πλαισιώνεται από κάποιους ξένους. Ολα αυτά τα χρόνια, ο Ολυμπιακός φρόντισε με συνέπεια να συλλέξει ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει το ελληνικό μπάσκετ. Το έκανε ακόμη κι όταν όλοι του… φώναζαν «μη». Οπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Κώστα Παπανικολάου, που έμεινε χωρίς ομάδα στο ΝΒΑ και επέστρεψε στον Πειραιά. Εφέτος αποδείχθηκε πόσο σπουδαία (αν και φθηνή) μετεγγραφή ήταν.
Διόλου τυχαία, οι πολλοί γηγενείς παίκτες και ο σταθερός κορμός είναι δύο από τα κοινά χαρακτηριστικά των τεσσάρων ομάδων που βρίσκονται στο Φάιναλ-Φορ της Κωνσταντινούπολης. Ο Ολυμπιακός και η Ρεάλ έχουν τους περισσότερους γηγενείς, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας (που έχει έντονο το ρωσικό στοιχείο) πορεύεται με τους ίδιους παίκτες επί μια τετραετία, ενώ το ρόστερ της Φενέρμπαχτσε είναι απαράλλαχτο το περυσινό.
Οι Αγγελόπουλοι «έπεσαν μέσα» και στο θέμα του προπονητή. Εστω κι αν, όταν έλεγαν ότι θέλουν έναν κόουτς με απεριόριστο χρονικό ορίζοντα, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτός δεν θα ήταν ο κατακτητής της Ευρωλίγκας του 1997 και του 2012, Ντούσαν Ιβκοβιτς, ούτε ο θριαμβευτής του 2013, Γιώργος Μπαρτζώκας, αλλά ο… ταπεινός αναλυτής Γιάννης Σφαιρόπουλος, ο οποίος κάθεται στον πάγκο του Ολυμπιακού από τον Νοέμβριο του 2014. Ιδού, ακόμα ένα κοινό χαρακτηριστικό των φιναλίστ της Πόλης: και οι τέσσερις έχουν τον ίδιο προπονητή για τουλάχιστον τρίτη χρονιά. Ο Ιτούδης ανέλαβε την ΤΣΣΚΑ το καλοκαίρι του 2014, ο Πάμπλο Λάσο τη Ρεάλ Μαδρίτης το καλοκαίρι του 2011, και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς τη Φενέρ το καλοκαίρι του 2013.
Οσο για τον ηγέτη που αναζητούσαν, ευτυχώς γι’ αυτούς είχαν προλάβει να κάνουν την κίνηση-ματ πριν αρχίσουν οι περικοπές, με τη μετεγγραφή του Βασίλη Σπανούλη (από τον Παναθηναϊκό) το καλοκαίρι του 2010. Ο Σπανούλης δεν άλλαξε μόνο το αγωνιστικό μέγεθος της νέας του ομάδας, αλλά και ενέπνευσε τους συμπαίκτες του -αυτούς που βρήκε στον σύλλογο κι εκείνους που ήρθαν αργότερα- να παλεύουν μέχρι το τέλος για τη νίκη, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οταν οι Αγγελόπουλοι επέμεναν για την ανάγκη να βρεθεί και να αποκτηθεί ένας παίκτης με αυτά τα χαρακτηριστικά, πολλοί έλεγαν ότι, στο σύγχρονο μπάσκετ, ο παίκτης – ηγέτης είναι… ντεμοντέ. Κι όμως, εφέτος δεν λείπει από καμία ομάδα του Φάιναλ-Φορ: ο Ολυμπιακός έχει τον Σπανούλη, η ΤΣΣΚΑ τον Ντε Κολό (και τον Τεόντοσιτς), η Φενέρμπαχτσε τον Μπογκντάνοβιτς, η Ρεάλ τον Γιούλ.
Οι Αγγελόπουλοι έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται πως μετά το καλοκαίρι του 2011, με μπάτζετ μνημονιακά, η ομάδα τους κατέκτησε δύο Ευρωλίγκες (2012, 2013), τρία Πρωταθλήματα (2012, 2015, 2016), και την Παρασκευή αγωνίζεται σε ένα, ακόμη, Φάιναλ-Φορ. Ξεπέρασε, σε αίγλη και τίτλους, τον πλούσιο Ολυμπιακό των ’90s.