Η επιστροφή στη δραχμή μοιάζει σε πολλούς λυτρωτική καθώς θα απελευθερώσει την κυβέρνηση από τους περιορισμούς του ευρώ και θα επιτρέψει την εφαρμογή «εθνικής πολιτικής». Αυτός ο συλλογισμός, ωστόσο, προϋποθέτει ότι οι επόμενες κυβερνήσεις θα χρησιμοποιήσουν τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία τους με σύνεση. Εάν, αντιθέτως, η έξοδος από το ευρώ γίνει το έναυσμα για τη χρηματοδότηση κρατικών δαπανών μέσω της εκτύπωσης χρήματος, τότε το αποτέλεσμα θα είναι ο υψηλός πληθωρισμός, η οικονομική αστάθεια και η αναίρεση κάθε ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που θα φέρει η υποτίμηση του νέου νομίσματος.
Μπορεί, όμως, να προβλέψει κανείς πώς θα συμπεριφερθούν οι κυβερνήσεις μετά από ένα πιθανό GREXIT; Η σημερινή κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ότι θα ακολουθήσει πολιτική «μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων» η οποία, αν όντως εφαρμοστεί, θα αποτρέψει τα χειρότερα σενάρια. Ποιες είναι οι πιθανότητες να κρατήσει την υπόσχεσή της, αν η χώρα βγει από το ευρώ;
Ένας τρόπος να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα είναι να εξετάσουμε τι συνέβη πριν τέσσερις δεκαετίες, όταν η Ελλάδα βγήκε από ένα άλλο σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Το 1953 η αξία της δραχμής «κλειδώθηκε» ως προς το δολάριο, εντός του παγκόσμιου συστήματος σταθερών ισοτιμιών, το οποίο όμως κατέρρευσε το 1973 (για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με εμάς). Για 20 χρόνια, λοιπόν, οι ελληνικές κυβερνήσεις λειτουργούσαν υπό περιορισμούς παρόμοιους με τους σημερινούς, από τους οποίους «απελευθερώθηκαν» το 1973 και με τους οποίους ξαναδεσμεύτηκαν όταν μπήκαμε στο ευρώ το 2001.
Το γράφημα δείχνει την εξέλιξη του πληθωρισμού από τα μέσα της δεκαετίας του '50 μέχρι το 2014 και είναι, νομίζω, αποκαλυπτικό: ο πληθωρισμός ήταν 2,5% ετησίως μεταξύ 1955-1972, εκτινάχθηκε στο 15% (κατά μέσο όρο) τα επόμενα 30 χρόνια, άρχισε να πέφτει όταν μπήκαμε σε τροχιά ένταξης στο ευρώ και επέστρεψε στο 2,6% μετά το 2001. Λόγω του υψηλού πληθωρισμού η δραχμή έχασε το 98% της αξίας της μεταξύ του 1973 και του 2001.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι οι διακυμάνσεις αυτές συνέβησαν ανεξάρτητα από την πολιτική κατάσταση της χώρας. Η πρώτη περίοδος νομισματικής σταθερότητας περιλαμβάνει την καχεκτική μετεμφυλιακή δημοκρατία με κυβερνήσεις της δεξιάς (1955-1963) και του κέντρου (1964-1965) αλλά και περιόδους ακυβερνησίας (1965-1967) και δικτατορίας (1967-1972). Η περίοδος νομισματικής αστάθειας περιλαμβάνει την τελευταία χρονιά της δικτατορίας (1973-1974) και τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας (1974-1981, 1990-1993) και του ΠΑΣΟΚ (1981-1989, 1993-2000). Τέλος, η ύστερη περίοδος νομισματικής σταθερότητας (2001-2014) περιλαμβάνει κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της Νέας Δημοκρατίας καθώς και τις πρόσφατες συγκυβερνήσεις.
Με άλλα λόγια, η σταθερότητα του νομίσματος στην Ελλάδα εξαρτάται λιγότερο από το ποιος κυβερνά τη χώρα (ή ακόμα και από το πολίτευμά της!) και περισσότερο από το θεσμικό πλαίσιο που θέτει τα όρια της νομισματικής πολιτικής: όταν υπάρχει υποχρέωση διατήρησης της ισοτιμίας του νομίσματος, το οποίο αποτρέπει την εκτύπωση χρήματος για την κάλυψη των κρατικών δαπανών, τότε ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός. Όταν δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός, τα τυπογραφεία αντικαθιστούν τις εφορίες ως τρόπος χρηματοδότησης κρατικών δαπανών και έπεται νομισματική αστάθεια, ανεξάρτητα από την ιδεολογική ταυτότητα της κυβέρνησης. Το συμπέρασμα για το τι μέλλει γενέσθαι στην περίπτωση που βγούμε από το ευρώ είναι ξεκάθαρο: ο πληθωρισμός θα είναι πολύ υψηλότερος καθώς οι επόμενες κυβερνήσεις (όχι μόνο η σημερινή) δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν στον πειρασμό να σταματήσουν τη συλλογή των φόρων και να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους κόβοντας χρήμα.
Εδώ είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει κυρίως τους πιο αδύναμους και διογκώνει τις οικονομικές ανισότητες. Οι απολαβές μισθωτών και συνταξιούχων, ειδικά όσων δεν ανήκουν στις πολιτικά ισχυρές συντεχνίες, συνήθως έπονται των αυξήσεων τιμών ενώ η αξία των αποταμιεύσεων εξανεμίζεται, ιδίως για όσους δεν μπορούν να βγάλουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Συνεπώς, ο πληθωρισμός αποτελεί τον κατεξοχήν άδικο τρόπο χρηματοδότησης κρατικών δαπανών. Επιπλέον, η συχνή διακύμανση του πληθωρισμού δρα ανασταλτικά προς τις επενδύσεις, το οποίο δυσχεραίνει και τις προσπάθειες ανάπτυξης της χώρας.
Η θέση μας μέσα στο ευρώ, και η συνακόλουθη ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι κατακτήσεις οι οποίες έχουν μεγάλη αξία, καθώς, μεταξύ άλλων, περιορίζουν τη δυνατότητα των κυβερνήσεών μας να δράσουν ανεύθυνα. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τις διατηρήσουμε όχι μόνο για να γλιτώσουμε το χάος που θα ακολουθήσει τους πρώτους μήνες μετά από ένα πιθανό GREXIT αλλά, κυρίως, για να αποφύγουμε την αστάθεια, την οικονομική δυσπραγία και τις ανισότητες που θα το ακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες.