Protagon A περίοδος

«Τι να σου πω, παιδάκι μου. Η Κύπρος…»

«Δε με νοιάζει που σκοτώθηκε ο γιος μου για την Κύπρο. Με νοιάζει που πρώτα την πουλήσανε κι έπειτα οι ίδιοι στείλανε παλικαράκια να πεθάνουνε, για να λένε πως πολεμήσανε κι από πάνω».

Δημήτρης Καμπουράκης

Κάποτε είχα ρωτήσει έναν δικό μας υπουργό Εξωτερικών, αν το σχέδιο Άτσεσον για την Κύπρο ήταν το καλύτερο για τις ελληνικές θέσεις που κατατέθηκε ποτέ. Κι ενώ υπέθεσα ότι θα άκουα κάποια εμβριθή ανάλυση που θα ξεκινούσε από το σχέδιο Μακμίλαν ή τη συνθήκη της Ζυρίχης και θα έφτανε ως τις προτάσεις του Βάλτχάιμ και τις δέσμες ιδεών του Ντεκουεγιάρ, μου απάντησε το ακόλουθο απίστευτο: «Τι να σου πω, παιδάκι μου. Έχουν κατατεθεί τόσα σχέδια για το Κυπριακό, που έχω μπερδευτεί κι εγώ. Και, μάλιστα, πριν την εισβολή; «Ωωωωω… Πού να θυμάμαι τώρα… Αν χρειαστεί, ξέρουν οι υπηρεσίες».

Επί Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων είχε τολμήσει να «ανοίξει» τον περιβόητο φάκελο της Κύπρου. Συγκροτήθηκε εξεταστική με πρόεδρο έναν έντιμο αλλά χαμηλού πολιτικού βεληνεκούς βουλευτή, τον Χρήστο Μπασαγιάννη, η οποία εξέταζε έγγραφα και μάρτυρες για δύο χρόνια και δυο μήνες. Άρχισε τον Μάρτη του 1986 και τέλειωσε τον Μάιο του 1988. Τα πρακτικά της επιτροπής ήταν τόσο πολλά, που γέμιζαν νταλίκα. Όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και όλες οι πτυχές της εθνικής προδοσίας ήταν -υποτίθεται- απλωμένες μπροστά μας, ζήτησα συνέντευξη από τον κ. Μπασαγιάννη. Αφού επί μία ώρα κατανάλωσε τον χρόνο λέγοντας πράγματα που ήδη τα ξέραμε, εκνευρίστηκα και του έκανα την τελική ερώτηση: «Κύριε Πρόεδρε, πείτε μου, με το χέρι στην καρδιά, απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, τι καταλάβατε ως ουσία της υπόθεσης;». Ήταν η πρώτη φορά που ο γέρων βουλευτής σηκώθηκε όρθιος πίσω απ’ το γραφείο του και μου είπε, με αποφασιστικό ύφος: «Θα σου πω, αλλά κλείσε το κασετόφωνο». Πάτησα το off, σίγουρος ότι θα άκουγα, επιτέλους, κάποια μεγάλη κρυμμένη αλήθεια για τη φρικτή, εθνική προδοσία. «Κατάλαβα, παιδάκι μου, ότι αφού δεν τρελάθηκα τώρα, δεν θα τρελαθώ ποτέ».

Το 1991 ή 1992 (δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά) έγινε στο στρατόπεδο των ΛΟΚ, στο Μάλεμε Χανίων, η αποκάλυψη μνημείου πεσόντων στην Κύπρο το 1974. Από το Μάλεμε είχαν φύγει έξι ντακότες γεμάτες πεζοναύτες μόλις άρχισε ο Αττίλας-2 στο νησί. Σκοτώθηκαν πολλοί (το ένα μάλιστα αεροπλάνο, από λάθος συνεννόηση, το έριξαν οι δικοί μας Κύπριοι κατά την προσγείωσή του) και δυο δεκαετίες αργότερα αποφάσισαν να τους τιμήσουν. Παρουσία του πρωθυπουργού Μητσοτάκη και πολλών συγγενών των πεσόντων, ακούστηκαν τα εμβατήρια, εκφωνήθηκαν οι λόγοι, έγινε προσκλητήριο νεκρών και αποκαλύφθηκε το μνημείο. Και, ξαφνικά, βγαίνει από τον κόσμο ένας γέρος που έκλαιγε, αρπάζει έναν στρατηγό από τα πέτα κι αρχίζει να τον ταρακουνά φωνάζοντας «γιατί τους στείλατε εκεί κάτω να σκοτωθούνε;». Ο παππούς απομακρύνθηκε απ’ τους φαντάρους ευγενικά, αλλά μετά το τέλος της εκδήλωσης τον πλησιάσαμε όλοι μαζί οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες και τα μικρόφωνα. Ο γέρος, που είχε χάσει τον γιο του, μας είπε μόνο δυο λόγια: «Δε με νοιάζει που σκοτώθηκε ο γιος μου για την Κύπρο. Με νοιάζει που πρώτα την πουλήσανε κι έπειτα οι ίδιοι στείλανε παλικαράκια να πεθάνουνε, για να λένε πως πολεμήσανε κι από πάνω». Η δήλωση του παππού δεν έπαιξε σε κανένα κανάλι.

Δεν πάνε τρία χρόνια που, σε επίσκεψή μου στην Πάφο, συζητούσα με ξενοδόχο για την εθνική υπόθεση. Σε μια έκρηξη ειλικρίνειας, ο επιχειρηματίας μου έδωσε μια άλλη αφήγηση της (τότε) κατάστασης στο νησί: «Ακούστε, κύριε, θεωρητικώς, όλοι θέλουμε την επίλυση. Ενιαία Κύπρος όμως, σημαίνει πως θ’ αλλάξουν πολλά πράγματα. Εμείς, επειδή διωχτήκαμε από τον βορρά, φτιάξαμε με τα χρόνια ένα τουριστικό θαύμα στον νότο του νησιού κι ας μη μας βοηθούσε ο τόπος. Πλην, τα πραγματικά ωραία μέρη και οι μεγάλες παραλίες που θα προσέλκυαν τους τουρίστες, είναι στον βορρά. Έχουμε κανέναν λόγο να επιλέξουμε από μόνοι μας τη νομιμοποίηση ενός ανταγωνιστικού τουριστικού πόλου; Ξέρεις πόσα κεφάλαια έχουν επενδυθεί και πόσος κόσμος ζει καλά εδώ, όπως είναι τα πράγματα;».

Στο καφενείο ενός χωριού παρακάτω απ’ το δικό μου κάτω στην Κρήτη, συχνάζει ένας συνταξιούχος αξιωματικός. Όχι της Ευελπίδων, καραβανάς ήταν σ’ όλη του τη ζωή. Αμόρφωτος, σκοτεινός και ξεροκέφαλος άνθρωπος. Ως νεαρός αξιωματικός είχε υπηρετήσει δυο φορές στην Κύπρο. Έβαζε μέσον και πήγαινε γιατί έπαιρνε διπλό μισθό. Για τη δεύτερη θητεία του στο νησί μιλά συχνότατα. Ήταν γύρω στο 1980. Λέει για τα αυτοκίνητα που πήγαιναν στ’ αριστερά του δρόμου, για τα αφορολόγητα πλυντήρια και ψυγεία που έφερνε, για τα εγγλέζικα κασμίρια, για τα κλιματιστικά που είχαν απλωθεί στην Κύπρο ενώ στην Ελλάδα ήταν άγνωστα ακόμα. Αλλά για την πρώτη θητεία του στο νησί δε λέει ποτέ κουβέντα. Ήταν το 1970 με 1972. Όσο κι αν έχω προσπαθήσει να του πάρω λόγια και πληροφορίες για κείνη τη σκοτεινή περίοδο, που κατέληξε στο πραξικόπημα και στην απόβαση, δε βγάζει άχνα. Τον ρωτώ για τους τουρκικούς θύλακες, για την ΕΟΚΑ Β’, για τα σχέδια της ελληνικής χούντας, για τις διαταγές που είχε η ΕΛΔΥΚ απ’ τους συνταγματάρχες, για τις μάχες γύρω απ’ τα Τουρκοχώρια, για τον Ντενκτάς, για τον Σαμψών. Τίποτα. Μόνο μια φορά, δεν άντεξε την πίεση της συζήτησης και εξεράγη με μια φράση: «Για την κατάσταση της Κύπρου, ένας μόνο φταίει. Ο Μούσκος. Αποκλειστικά αυτός», «Μούσκο» έλεγαν, οι δικοί "μας" Απριλιανοί, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.