Εκτός από την Ουκρανία, την ενεργειακή ασφάλεια, την αντίδραση στην κλιματική αλλαγή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ένα ακόμη σημαντικό θέμα κυριάρχησε στην ατζέντα της επίσκεψης του Μπαράκ Ομπάμα πριν από δύο ημέρες στις Βρυξέλλες. Πρόκειται για την Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP) και πιο συγκεκριμμένα τις διατάξεις που προβλέπει για την Επίλυση Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών (Investor-State Dispute Settlements – ISDS).
Τα ISDS ήταν, μέχρι πρόσφατα, ένα θέμα αποκλειστικά για τους ειδικούς σε θέματα εμπορικών συνθηκών μεταξύ της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Αρχικά ξεκίνησαν με σκοπό να δημιουργηθούν κίνητρα για επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Θεωρήθηκε ότι τα νομικά συστήματα των χωρών αυτών είναι «λιγότερο αναπτυγμένα» ώστε να απαιτούνται ειδικά μέτρα προστασίας για τους επενδυτές. Κατά περίεργο τρόπο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να επιμένει σχετικά με τη εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού και με μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, όπου δεν υφίστανται στην ουσία κατώτερα νομικά πρότυπα. Ο ισχυρισμός της Επιτροπής είναι ότι οι ευρωπαίοι επενδυτές υφίστανται διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, ο εν λόγω μηχανισμός ενέχει σοβαρούς κινδύνους, οι οποίοι εγείρουν ανυσηχίες σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες στην Ένωση. Χρησιμοποιώντας το μηχανισμό αυτό, ξένοι επενδυτές που θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους έχουν παραβιαστεί, θα μπορούν να παρακάμψουν τα εθνικά δικαστήρια και να μηνύσουν ένα κράτος σε διεθνές δικαστήριο, που θα παίζει το ρόλο του διαίτητή. Ήδη υπάρχουν περισσότερες από 3000 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες σε ολόκληρο τον κόσμο και πολλές περιέχουν ISDS. Τα δικαιώματα που προβλέπονται για τις εταιρείες-κολοσσούς σε τέτοιου είδους συμφωνίες είναι συνήθως τόσο ασαφή, ώστε μπορούν τελικά να κινηθούν νομικά έναντι σχεδόν όλων των δημοκρατικών αποφάσεων που έχουν ληφθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Κάτι τέτοιο έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις στο πλαίσιο υφιστάμενων επενδυτικών συμφωνιών. Τέτοια περίπτωση είναι αυτή της Vattenfall, η οποία έχει κινηθεί νομικά κατά της Γερμανίας απαιτώντας αποζημιώσεις άνω των 3 δισ. ευρώ, λόγω της απόφασης για τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, η οποία υποστηρίζεται από μία ευρεία κοινωνική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η καπνοβιομηχανία Philip Morris μήνυσε την Ουρουγουάη, λόγω των προειδοποιήσεων για την υγεία που αναγράφονται στα πακέτα των τσιγάρων. Η Τσεχία έπρεπε να πληρώσει 354 εκατομμύρια δολλάρια σε έναν επενδυτή για την αλλαγή των συμφωνιών συνεργασίας στη λειτουργία ενός τηλεοπτικού καναλιού με το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο της χώρας. Το 2012, το Εκουαδόρ πλήρωσε 1,77 δις δολάρια στην εταιρεία πετρελαιοειδών Occidental γιατί διέκοψε μία σύμβαση για την εξόρυξη πετρελαίου. Πρόκειται για την υψηλότερη αποζημίωση που απονεμήθηκε ποτέ σε επενδυτή. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.
Οι δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων παρακάμπτονται βίαια μέσω της προβλεπόμενης διεθνούς διαιτησίας. Τα κατηγορούμενα κράτη έχουν μόνο δύο επιλογές: είτε να αποσύρουν τις αποφάσεις που έχουν λάβει, ή να πληρώσουν τεράστια ποσά ως αποζημίωση στον επενδυτή. Όσο κανείς ψάχνει τις λεπτομέρειες, τόσο χειρότερη γίνεται η κατάσταση. Οι κυβερνήσεις συχνά καθυστερούν την έγκριση κανονισμών αποκλειστικά και μόνο υπό την απειλή αγωγών. Πρόκειται για το λεγόμενο “chilling effect”. Αν εκκρεμεί κάποια προσφυγή, οι χώρες συχνά δρουν σύμφωνα με προηγούμενες υποθέσεις, κάτι το οποίο περιλαμβάνει την απόσυρση ρυθμίσεων υπό το φόβο της καταβολής υψηλότατων αποζημιώσεων στο μέλλον.
Αυτές οι δικαστικές προσφυγές είναι πολύ επικίνδυνες, καθώς το μέλλον των εταιρικών σχέσεων μεταξύ κρατών και επενδυτών γίνεται απρόβλεπτο, με εν δυνάμει τεράστιες επιπτώσεις στο περιβάλλον και την κοινωνία. Τα διεθνή δικαστήρια έχουν τεράστια δύναμη, μιας και τα κράτη δεν έχουν το δικαίωμα έφεσης σε υποθέσεις που έχουν τελεσιδικίσει. Οι δικαστικές διαδικασίες, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματά τους δεν κοινοποιούνται στα εθνικά κοινοβούλια και την κοινωνία των πολιτών. Ενώ τα αποτελέσματά τους είναι απρόβλεπτα, διότι δεν υπάρχει κάποιος ενιαίος τρόπος λειτουργίας του δικαστηρίου, το οποίο δρα αναλόγως κατά περίπτωση.
Ένα αμφιλεγόμενο παράδειγμα αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι το fracking. Είναι αρκετά πιθανό ότι στο μέλλον, μια αμερικανική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην ΕΕ μπορεί να μηνύσει ένα κράτος-μέλος, εφόσον εισάγει ένα moratorium στο fracking ή υιοθετήσει υψηλά περιβαλλοντικά πρότυπα. Αυτό έχει ήδη συμβεί στην περίπτωση της κυβέρνησης του Quebec, η οποία μηνύθηκε από αμερικανό επενδυτή στο πλαίσιο της Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής. Παρόμοιο ρίσκο αντιμετωπίζει και η Ελλάδα, μιας και έχει εισέλθει σε ένα σκεπτικό αμφιλεγόμενων επενδύσεων που σχετίζονται με την εξόρυξη μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων.
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι υπάρχουν ήδη χιλιάδες διμερείς συμφωνίες που περιλαμβάνουν ISDS και ως εκ τούτου, πρέπει να συνεχιστεί αυτή η πρακτική. Αυτό είναι, όμως, αμφιλεγόμενο, μιας και μέχρι στιγμής μόνο εννέα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν συνάψει διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εφαρμογή της ΤΤΙΡ θα επιφέρει μια τεράστια επέκταση της χρήσης των ISDS, με ανείπωτο αντίκτυπο.
Ενώ 75.000 εταιρείες θα μπορούσαν εν δυνάμει να μηνύσουν κυβερνήσεις που προωθούν νομοθεσίες οι οποίες επηρρεάζουν τα μελλοντικά κέρδη τους σύμφωνα με την TTIP, υπάρχει και η άλλη γνώμη, δηλαδή ότι το όλο σύστημα της διεθνούς διαιτησίας πρέπει να αξιολογηθεί εκ νέου. Χώρες όπως η Νότια Αφρική το έχουν ήδη πράξει, διαπραγματευόμενες πολύ καλές επενδυτικές συνθήκες που αποκλείουν τα ISDS.
Πολύ δυνατός «θόρυβος» έχει ξεσπάσει πρόσφατα γύρω από την ύπαρξή τους σε όλη την Ευρώπη, ώστε η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει τις αποφάσεις σε διαβούλευση για μία περίοδο τριών μηνών. Σε αυτή τη σημαντική συγκυρία που συμπίπτει με τις Ευρωεκλογές, είναι χρέος μας να ζητήσουμε από όλα τα κόμματα να τοποθετηθούν για την TTIP. Γνωρίζουν άραγε τίποτε σχετικά;