Στην αναβάθμιση έξι ελληνικών τραπεζών –Alpha Bank, Attica Bank, Eurobank, Εθνικής, Παγκρήτιας και Πειραιώς– προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s την Τρίτη, σε συνέχεια της αναβάθμισης κατά δύο βαθμίδες του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου την περασμένη εβδομάδα. Την ίδια ημέρα και ο οίκος Fitch αναβάθμισε το αξιόχρεο ελληνικών τραπεζών, περιοριζόμενος, ωστόσο, στις τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας.
Η αναβάθμιση κατά 1-2 βαθμίδες από τον Moody’s αφορά στο αξιόχρεο των μακροπρόθεσμων καταθέσεων των τραπεζών καθώς και στην αυτόνομη βασική πιστοληπτική αξιολόγηση τους, ενώ οι προοπτικές και για τις έξι τράπεζες είναι θετικές, μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Ειδικότερα, το αξιόχρεο των μακροπρόθεσμων καταθέσεων των έξι τραπεζών αναβαθμίστηκε:
- Για την Alpha Bank στο Ba1 από Ba2,
- Για την Attica Bank στο Β3 από Caa1,
- Για την Eurobank στο Baa3 από Ba2,
- Για την Εθνική, επίσης στο Baa3 από Ba2,
- Για την Παγκρήτια στο Β2 από Β3 και
- Για την Πειραιώς στο Ba1 από Ba3
Σε ανακοίνωσή του, ο Moody’s σημείωσε ότι οι αναβαθμίσεις καθοδηγήθηκαν από τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην ελληνική οικονομία καθώς και από τις σημαντικές βελτιώσεις στα βασικά οικονομικά μεγέθη των τραπεζών. Αντανακλούν, επίσης, την άποψη του οίκου για τις καλές προοπτικές οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν τη σχετικά ισχυρή οικονομική επίδοσή τους την επόμενη διετία.
Βασικός μοχλός για τις αναβαθμίσεις ήταν οι καλύτερες λειτουργικές και πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα, δίνοντας ένα πιο υποστηρικτικό λειτουργικό περιβάλλον για τις ελληνικές τράπεζες.
Οι διαρθρωτικές βελτιώσεις και μεταρρυθμίσεις έχουν βελτιώσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε σοκ, οδηγώντας στην πρόσφατη αναβάθμιση του κρατικού αξιόχρεου στο Ba1 (με σταθερές προοπτικές) από Ba3 (με θετικές προοπτικές), ανέφερε η ανακοίνωση.
Ως συνέπεια της αξιολόγησης αυτής, ο Moody’s αναβάθμισε το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας σε «moderate+» από «moderate-», το οποίο με τη σειρά του ασκεί ανοδική πίεση στα αυτόνομα πιστωτικά προφίλ και των έξι τραπεζών.
Παράλληλα, οι πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα, ανέφερε ο οίκος, βελτιώθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) τους σε περίπου 12,8 δις. ευρώ (ή 8,6% των συνολικών δανείων) τον Ιούνιο του 2023 από 47,2 δις. ευρώ (ή 30% των συνολικών δανείων) τον Δεκέμβριο του 2020.
«Αυτό βοήθησε επίσης τη δυνατότητα των τραπεζών να δίνουν δάνεια στην πραγματική οικονομία και την ικανότητα αποπληρωμής των πελατών τους», επισήμανε ο Moody’s, προσθέτοντας ότι πιστεύει πως «οι ελληνικές τράπεζες είναι τώρα καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν νέους μετωπικούς ανέμους και προκλήσεις που απορρέουν από τις πληθωριστικές πιέσεις και τα αυξημένα επιτόκια, τα οποία πιθανόν θα έχουν επίπτωση στους πιο ευάλωτους δανειολήπτες».
O Fitch, από την πλευρά του, αναβάθμισε το αξιόχρεο των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών αναφέροντας ως λόγους, μεταξύ άλλων, της βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της κερδοφορίας τους καθώς και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.
Ειδικότερα, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης αναβάθμισε την Εθνική και την Eurobank στη βαθμίδα ΒΒ με σταθερές προοπτικές από ΒΒ- και την Alpha Bank και την Πειραιώς στη βαθμίδα ΒΒ- με σταθερές προοπτικές από Β+ και Β, αντίστοιχα, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Για την Εθνική ανέφερε ότι «η αναβάθμιση αντανακλά τη διαρθρωτική βελτίωση της κερδοφορίας της λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, της προσεκτικής διαχείρισης κόστους και της εξομάλυνσης των επιβαρύνσεων από προβληματικά δάνεια. Αυτό επέτρεψε την Εθνική να συσσωρεύσει κεφάλαια πολύ υψηλότερα από τις εποπτικές απαιτήσεις και της έδωσε τη στρατηγική ευελιξία να προωθήσει πρωτοβουλίες για επενδύσεις και ανάπτυξη, οι οποίες αναμένουμε να καταλήξουν σε μεγαλύτερη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου».
Για την Eurobank, o Fitch σημείωσε ότι η αναβάθμιση αντανακλά «τη διαρθρωτική βελτίωση στην κερδοφορία της λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, της προσεκτικής διαχείρισης κόστους και της εξομάλυνσης της επιβάρυνσης από προβληματικά δάνεια. Αυτό επέτρεψε στην τράπεζα να συσσωρεύσει κεφάλαια, ενισχύοντας τα ‘μαξιλάρια’ σε σχέση με τις εποπτικές απαιτήσεις και προσέφερε μεγαλύτερη ευελιξία για την επιδίωξη επενδυτικών και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, οι οποίες αναμένουμε να έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου».
Για την Alpha Bank επισήμανε ότι «η αναβάθμιση αντανακλά τη διαρθρωτική βελτίωση στην κερδοφορία της, η οποία θα ενισχύσει περαιτέρω τη δημιουργία κεφαλαίου και θα οδηγήσει σε ισχυρότερους κεφαλαιακούς δείκτες. Η αναβάθμιση αντανακλά επίσης τη συνεχιζόμενη πτωτική πορεία του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τη σταθερή χρηματοδότηση και τη βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά χρέους για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα στοιχεία παθητικού (MREL)».
Για την Πειραιώς, τέλος, ο οίκος σημείωσε ότι η αναβάθμιση «αντανακλά την επιτάχυνση της στρατηγικής για μείωση του κινδύνου στον ισολογισμό, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων της (NPE) σε επίπεδα πιο κοντά σε αυτά των άλλων τραπεζών με υψηλότερο αξιόχρεο. Αντανακλά επίσης την ενίσχυση των δεικτών για τα εποπτικά κεφάλαιά της και την ακόλουθη μείωση της κεφαλαιακής επιβάρυνσης από προβληματικά στοιχεία ενεργητικού, για τα οποία δεν είχαν σχηματιστεί προβλέψεις. Η αναβάθμιση λαμβάνει υπόψη επίσης τη διαρθρωτικά βελτιωμένη κερδοφορία της Πειραιώς που θα ενισχύσει περαιτέρω τη συσσώρευση κεφαλαίων, τη σταθερή χρηματοδότησή της και τη βελτιωμένη πρόσβαση στις αγορές χρέους για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα στοιχεία παθητικού (MREL)».