Τον τελευταίο καιρό προωθείται η άποψη ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι προ των πυλών, βασιζόμενη στο ότι τα δύο μεγάλα ελλείμματα που οδήγησαν στην κρίση (δημοσιονομικό και εμπορικό) έχουν πια εκμηδενιστεί. Η συσχέτιση, όμως, μεταξύ της μείωσης των ελλειμμάτων και της οικονομικής ανάκαμψης είναι παραπλανητική και τα νέα δεν είναι τόσο θετικά, ειδικά σε σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τα νέα είναι όντως καλά: το 2013 είχαμε το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ το συνολικό έλλειμμα (των τόκων συμπεριλαμβανομένων) ήταν μόλις 3,5% του ΑΕΠ. Επίσης η σταδιακή σταθεροποίηση της οικονομίας ευνοεί την καλή πορεία του προϋπολογισμού, καθώς η όποια, έστω μικρή, ανάπτυξη οδηγεί σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Φυσικά, υπάρχουν αρκετά ανοιχτά θέματα, όπως το υπερβολικά υψηλό επίπεδο του χρέους και το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα για την περαιτέρω μείωση του ελλείμματος, αλλά αυτά τα ζητήματα φαίνεται ότι αντιμετωπίζονται στα πλαίσια μιας ευρωπαϊκής επαναδιαπραγμάτευσης.
Τα κακά νέα αφορούν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, το μέχρι πρότινος ξεχασμένο ζητούμενο της οικονομικής σταθεροποίησης. Ενώ και αυτό το έλλειμμα έχει μειωθεί σημαντικά, από τα 34 δισ. ευρώ το 2008 στα 4 δισ. το 2013, η βελτίωση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μεγάλη μείωση των εισαγωγών ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 5% μεταξύ του 2008 και 2013, αντί να αυξηθούν.
Η ετεροβαρής αυτή βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου είναι προβληματική καθώς η μείωση των εισαγωγών οφείλεται κυρίως στην πτώση των εισοδημάτων, και άρα της κατανάλωσης, και θα αντιστραφεί αν ανακάμψει η οικονομία. Συνεπώς, σε περίπτωση ανάκαμψης της οικονομίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα βελτιωθεί αλλά το εμπορικό θα χειροτερεύσει. Ο μόνος τρόπος να ανακάμψει η οικονομία χωρίς να επιβαρυνθεί το εμπορικό ισοζύγιο είναι να αποτελέσουν οι εξαγωγές τον μοχλό της ανάπτυξης.
Ενώ, όμως, η ελληνική οικονομία έχει ζήσει την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης από το 2008 και μετά, δεν έχει ακόμα καταφέρει να βρει τον δρόμο προς τις αγορές του εξωτερικού. Αυτό, ωστόσο, είναι το βασικό προαπαιτούμενο για την ανόρθωση της οικονομίας και έχει αρχίσει να συμβαίνει στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) οι οποίες σιγά-σιγά βγαίνουν από την κρίση. Η στασιμότητα των εξαγωγών δείχνει τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην προσαρμογή της σε καθεστώς μεγαλύτερης παραγωγικότητας και εξωστρέφειας και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τέλος, τα άσχημα νέα σχετικά με τα ελλείμματα αφορούν το περιεχόμενο της δημόσιας συζήτησης. Παρόλο που το ζήτημα των εξαγωγών είναι πρωτεύουσας σημασίας, δεν γίνεται ουσιαστική συζήτηση σχετικά με τη στασιμότητά τους και τους τρόπους ενθάρρυνσής τους.
Για παράδειγμα, η εσωτερική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανταγωνισμού σε πολλούς τομείς (πετρελαιοειδή, μεταφορές κτλ) το οποίο αυξάνει το κόστος των εξαγωγικών εταιρειών και μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ εντοπίζει 555 νομοθετικές ρυθμίσεις που πλήττουν τον ανταγωνισμό αλλά η κατάργησή τους παραμένει αβέβαιη λόγω των συντεχνιακών αντιδράσεων. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί – ούτως ή άλλως η μεγάλη μείωση των μισθών δεν έχει φέρει από μόνη της τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η συρρίκνωση της οικονομίας έχει πια σταματήσει και η δημοσιονομική σταθεροποίηση έχει μειώσει τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ. Αλλά αν σταματήσει εδώ η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ελλοχεύει ο κίνδυνος της μακροχρόνιας στασιμότητας.