Με μία αναλυτική έκθεση 187 σελίδων -που έφερε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- απαριθμεί και αναλύει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στα δύο χρόνια του τρίτου προγράμματος. Το βασικό μήνυμα είναι ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα δημοσιονομικά, τον τραπεζικό τομέα, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη Δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση, αλλά οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να συνεχιστούν καθώς η εφαρμογή τους θα κρίνει την επιτυχία του τρίτου προγράμματος.
Σύμφωνα με την έκθεση, παρά τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα που έδειξε η ελληνική οικονομία από αυτή που αναμενόταν, το πραγματικό ΑΕΠ άρχισε να ανακάμπτει στα μέσα του 2016 και η «η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο των αναθεωρήσεων του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας του ΕSM». Οι συνθήκες της αγοράς εργασίας βελτιώνονται, η απασχόληση αυξήθηκε κατά το 1% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, η ανεργία μειώθηκε στο 21% τον Ιούλιο του 2017 αλλά, συνολικά, τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν πολύ υψηλά, ιδίως στις νέες ηλικίες.
Η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει στο 2,5% το 2018, με την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις να είναι η κινητήριος δύναμή της, αλλά η έκθεση τονίζει ότι η ανάπτυξη είναι άμεσα συνυφασμένη με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθώς «τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχε προς την εμπιστοσύνη της ελληνικής οικονομίας η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ήταν εμφανή».
Η Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχει νομοθετήσει τα πρόσθετα μέτρα που προβλέπεται να αποδώσουν 4,5% του ΑΕΠ έως το 2018. Υποστηριζόμενη από αυτά τα μέτρα και τις ευνοϊκές μακροοικονομικές εξελίξεις, η Ελλάδα υπερέβη το δημοσιονομικό της στόχο κατά περισσότερο από 3% του ΑΕΠ το 2016. Λαμβάνοντας υπόψη την εισαγωγή του Προγράμματος Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (SSI), η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο για να επιτύχει το στόχο της για το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,75% του ΑΕΠ το 2017.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν από 9,7 δισ. τον Ιούνιο του 2016 σε 6,5 δισ. τον Ιούλιο του 2017, εξαιτίας των εκταμιεύσεων της πρώτης και δεύτερης δόσης που με συγκεκριμένο ποσό κάλυπταν τέτοιου είδους οφειλές. Παρά την πρόοδο στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, «περισσότερες προσπάθειες θα χρειαστούν για να εκκαθαρίσουν οι εναπομείνασες καθυστερημένες οφειλές αλλά και για να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα που οδηγούν στη συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών», σημειώνεται.
Οσον αφορά στη δυσκολία της Ελλάδας στη συλλογή φόρων και την πάταξη της φοροδιαφυγής, η ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Εσόδων έχει βοηθήσει στην περαιτέρω χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ δικαστικών και φορολογικών αρχών και προώθηση μέτρων για καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
Στον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με την έκθεση, χάρη σε μια επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση στα τέλη του 2015 «οι ελληνικές τράπεζες είναι τώρα καλά κεφαλαιοποιημένες, με μέσο δείκτη «Core Equity Tier» 1 17% (άνω του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ 14.5 %) στο τέλος του 2016». Σύμφωνα με την εφημερίδα Λαθημερινή, καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για τη δημιουργία ενός πλαισίου για τη μείωση σημαντικών μη λειτουργικών ανοιγμάτων (NPEs), τα οποία «μπορούν να λειτουργήσουν ως αποστράγγιση της οικονομίας και να παρεμποδίσουν τα κανάλια πίστωσης». Ο λόγος NPE των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών «παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο 45% από το τέλος του 2016, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στην επίλυση των κόκκινων δανείων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016».
Υπενθυμίζεται ότι τα κόκκινα δάνεια από 100 δισ. που ήταν στα τέλη του 2016 θα πρέπει να έχουν μειωθεί στα 60 δισ. έως τα τέλη του 2019. Τονίζεται πως σωστή και έγκαιρη εφαρμογή των μέτρων για τη μείωση των κόκκινων δανείων ( όπως πλειστηριασμοί κ.λπ.) «θα είναι καθοριστικής σημασίας για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητάς τους για την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και θα αποτελέσει βασική προτεραιότητα για την τρίτη αξιολόγηση», προειδοποιεί η Επιτροπή.
Μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα έγιναν το 2015-2016 που υπολογίζεται ότι θα φέρουν έσοδα ύψους 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και 2,5% μέχρι το 2025. Αυτές δεν είναι άλλες από την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, κατάργηση δικαιωμάτων για πρόωρη συνταξιοδότηση και αύξηση των εισφορών για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Συγχρόνως ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην έκθεση στο ότι όλα τα συνταξιοδοτικά ταμεία ενώθηκαν σε ένα.
Η έκθεση υπενθυμίζει και υποδεικνύει τις μείζονες αλλαγές που έγιναν στους θεσμούς της ελληνικής αγοράς εργασίας και τα συστήματα διαπραγμάτευσης των μισθών μεταξύ 2010 και 2014, τα οποία την έφεραν πιο κοντά στις βέλτιστες πρακτικές και τις ανάγκες μιας σύγχρονης οικονομίας. Συγχρόνως υπενθυμίζει ότι πλέον και «για το σκοπό αυτό, έχει συμφωνηθεί μια νέα δέσμη μεταρρυθμίσεων για την αγορά εργασίας», η οποία περιλαμβάνει τα εξής:
-να διατηρηθεί το ισχύον πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης (αναστολή των αρχών επέκτασης και ευνοϊκότητας) μέχρι το τέλος του προγράμματος.
-να ευθυγραμμιστεί το πλαίσιο συλλογικών απόλυσης με την κοινή ευρωπαϊκή πρακτική.
-να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση των δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται με τη βιομηχανική δράση καθώς και για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας των συνδικάτων.
Τέλος, η έκθεση απαριθμεί την εκτεταμένη σειρά διοικητικών μεταρρυθμίσεων.
Μετά από μια ταχεία και μη βιώσιμη επέκταση κατά τη δεκαετία που οδήγησε στην κρίση, ο αριθμός των εργαζομένων στον βασικό δημόσιο τομέα μειώθηκε μεταξύ του 2009 και του 2015 (-26%), γεγονός που συνέβαλε σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του μισθού (- 31%)”. Οι αλλαγές κατέστησαν το προσωπικό και τα επίπεδα των μισθών στον ελληνικό δημόσιο τομέα να ευθυγραμμιστούν με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Οι μεταρρυθμίσεις στις ελληνικές αγορές ενέργειας προχωρούν και αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, λιγότερες στρεβλώσεις και αύξηση των επενδύσεων, προσφέροντας οφέλη σε όλους τους καταναλωτές.
Δημιουργήθηκε δε ένα νέο ανεξάρτητο ταμείο ιδιωτικοποίησης και επενδύσεων (HCAP) για τη διαχείριση πολύτιμων ελληνικών περιουσιακών στοιχείων και τη μεγιστοποίηση της αξίας τους, προκειμένου να συμβάλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και στη μείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Οι ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να συμβάλουν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας προς όφελος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών καθώς και στη μείωση του δημόσιου χρέους, αναφέρει η έκθεση.
Συγχρόνως, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις προσπάθειες και τα μέτρα για την αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Δίνεται έμφαση στην εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων που είχαν εγκριθεί προηγουμένως, όπως αυτές που σχετίζονται με την αποπολιτικοποίηση της πρόσληψης διευθυντικών στελεχών και της εισαγωγής ενός νέου συστήματος αξιολόγησης.