Protagon A περίοδος

Η Ελλάδα μετά το νέο Κυπριακό

Ακόμα θεωρώ ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ εξακολουθεί να μην ενδείκνυται. Αν όμως προχωρήσει ακόμα η αποσύνθεση της ευρωζώνης και, ιδιαίτερα, της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας, κάποια στιγμή, εκ των πραγμάτων, το επιχείρημά μου δεν θα έχει βάση.

Γιάνης Βαρουφάκης

Μόλις έλαβα μια σειρά ερωτήσεων αναγνώστη περί των μαθημάτων που μας διδάσκουν οι εξελίξεις στην Κύπρο, σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα. Αποφάσισα να τις απαντήσω μέσω του protagon.

Είναι, τελικά, η ευρωζώνη μια αλυσίδα στην οποία, αν σπάσει ένας κρίκος, διαλύεται όλη; Μήπως δεν ισχύει για τις πολύ μικρές οικονομίες;

Προφανώς, κάποιοι κρίκοι είναι σημαντικότεροι από άλλους. Όμως, θα επιμείνω: Ακόμα και ένας μικρός κρίκος να σπάσει, αρχίζει μια διαδικασία αποδόμησης που δεν μπορεί να σταματήσει εύκολα. Αν οι Πορτογάλοι δουν την Κύπρο να βγαίνει εκτός ευρώ, η εκτίμηση της πιθανότητας ότι μπορεί και η Πορτογαλία να οδηγηθεί εκτός ευρώ θα είναι αρκετά μεγάλη για να δημιουργήσει φυγή κεφαλαίων που θα καταστήσει, μεσοπρόθεσμα, αδύνατη την παραμονή της Πορτογαλίας στην Ευρωζώνη χωρίς κοινωνικό κόστος απαγορευτικό για την τοπική ελίτ. Το ίδιο και στην Ελλάδα, στην Ισπανία κ.λπ.

Είχατε πει (μεσω twitter) ότι δεν πιστεύετε ότι η ΕΚΤ θα κόψει τη ρευστότητα στην Κυπρο. Μα, δεν είχε ήδη κοπεί από τη στιγμή που χρειάστηκε αποστολή μετρητών 5 δισ. για να ανοίξουν οι τράπεζες και μόνο όταν συμφώνησε η Κύπρος στη δεύτερη απόφαση;

Δεν είναι έτσι. Αποκοπή από το ELA σημαίνει ότι η ΕΚΤ αρνείται να παράσχει χρήμα στις κυπριακές τράπεζες, με αντάλλαγμα εχέγγυα των τραπεζών. Το θέμα των χαρτονομισμάτων είναι εντελώς διαφορετικό. Στις περισσότερες χώρες τα χαρτονομίσματα τυπώνονται από τις ίδιες τις κεντρικές τράπεζες και δεν στέλνονται από τη Φραγκφούρτη. Αυτό που είπα ήταν ότι η ΕΚΤ δεν θα τόλμαγε ποτέ (κι ας απείλησε να το κάνει) να αφήσει τράπεζα της ευρωζώνης να κλείσει τις πόρτες της χωρίς να έχει συμφωνηθεί αυτό σε επίπεδο Eurogroup και τη στιγμή που το σχετικό κράτος-μέλος (στο οποίο έχει την έδρα της η τράπεζα) αδυνατεί να καλύψει τις εγγυημένες καταθέσεις. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε άμεσα σε επιδρομή καταθετών σε πολλές τράπεζες ταυτόχρονα σε διαφορετικές χώρες – μια εξέλιξη που η ΕΚΤ δεν θα ήθελε να δει σε καμία των περιπτώσεων. Για αυτό αναφέρθηκα στην μπλόφα της ΕΚΤ – κάτι, βέβαια, που δεν θα μπορέσουμε να ελέγξουμε ποτέ, καθώς η κυπριακή κυβέρνηση συμφώνησε με την πρόταση της ΕΚΤ. Είναι αυτό που ο Popper ονόμασε μη-επιβεβαιώσιμη υπόθεση (το οποίο, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι είναι λανθασμένη – απλά, δεν μπορεί, πλέον, να επιβεβαιωθεί).

Βάσει ποιων κανόνων διακόπτεται η ρευστότητα σε χώρες την ευρωζώνης; Μήπως η Γερμανία, μέσω ΕΚΤ, μας κόψει τη ρευστότητα με το έτσι θέλω αν θελήσουμε να διαπραγματευτούμε;

Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών λένε ότι (α) πτωχευμένες τράπεζες δεν μπορούν να λάβουν ρευστότητα και (β) για να δοθεί ρευστότητα, χρειάζονται εχέγγυα των οποίων η «ποιότητα» πρέπει να είναι πάνω από κάποιο επίπεδο. Το μέγα πρακτικό ερώτημα είναι διττό: Σχετικά με την εκτίμηση του κατά πόσο μια τράπεζα είναι πτωχευμένη ή όχι, το ερώτημα είναι ποιος (και με τι κριτήρια) κρίνει αν η εν λόγω τράπεζα αντιμετωπίζει απλά πρόβλημα ρευστότητας ή αν έχει πτωχεύσει (insolvency). Επειδή αυτά τα ερωτήματα δεν επιδέχονται αντικειμενικής απάντησης, οι σχετικές αποφάσεις καταλήγουν να είναι κατεξοχήν πολιτικές. (Π.χ. την Deutsche Bank δεν πρόκειται να την «ανακηρύξουν» πτωχευμένη, ο κόσμος να χαλάσει.)

Γενικά, καμία τράπεζα, έως τώρα, δεν είχε κριθεί πτωχευμένη. Το καίριο ζήτημα αφορούσε, και αφορά, τη μέτρηση της «ποιότητας» των εχέγγυων που προσφέρουν στην ΕΚΤ για λήψη ρευστότητας. Εδώ, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παραδεχθεί ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος «μέτρησης». Εξ ου και η ΕΚΤ έχει τα δικά της κριτήρια αλλά οι κεντρικές τράπεζες των μελών-κρατών επιτρέπεται να έχουν τα δικά τους (χαλαρότερα) κριτήρια. Στην περίπτωση που η ΕΚΤ κρίνει ότι μια τράπεζα (η οποία ζητά απεγνωσμένα ρευστότητα) δεν διαθέτει εχέγγυα (π.χ. ομόλογα) της προκοπής, ανακοινώνει ότι δεν της την παρέχει. Τότε όμως ενεργοποιείται το λεγόμενο ELA όπου τη ρευστότητα την παρέχει η κεντρική τράπεζα της ίδιας της χώρας (υπό την επίβλεψη της ΕΚΤ η οποία, με πλειοψηφία 2/3 του διοικητικού της συμβουλίου, μπορεί να θέσει βέτο). Με αυτό τον τρόπο, έως τώρα, συντηρήθηκαν τράπεζες που η ΕΚΤ απέκλεισε στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο, στην Ισπανία. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι αν αποκλειστεί μια τράπεζα και από το ELA της χώρας της, βάζει λουκέτο και αμέσως καλείται ο φορολογούμενος της εν λόγω χώρας να επιστρέψει, από την τσέπη του, τις εγγυημένες καταθέσεις των καταθετών της τράπεζας αυτής. Αν, στο μεταξύ, το συγκεκριμένο κράτος έχει και το ίδιο πρόβλημα ρευστότητας (όπως στην περίπτωση της Κύπρου, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας) τότε έχουμε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και, αναγκαστικά πλέον, έξοδο από την ευρωζώνη. Οπότε, όταν η Γερμανία απειλεί, μέσω της ΕΚΤ, για διακοπή του ELA, ουσιαστικά απειλεί ότι θα εκδιώξει τη χώρα από το ευρώ. Πόσο πιστευτή είναι μια τέτοια απειλή; Ιδού το ερώτημα. Η απάντηση: Όσο πιστευτή είναι και η υπόθεση ότι μια τέτοια απομάκρυνση είναι προτιμότερη, για Γερμανία/ΕΚΤ, από τη χαλάρωση της διαπραγματευτικής τους στάσης απέναντι στη χειμαζόμενη χώρα. Με άλλα λόγια: καθόλου πιστευτή.

Πόσο ρεαλιστική είναι η πρότασή σας για άρνηση της επόμενης δόσης και διαπραγμάτευση για το «κοινό συμφέρον» δανειοδότη-δανειολήπτη ώστε η αποπληρωμή να καταστεί βιώσιμη κτλ από τη στιγμή που η Γερμανία φέρεται εντελώς αψυχολόγητα, αυταρχικά, με αποτέλεσμα να δημιουργεί διασπαστικές τάσεις στην ευρωζώνη;

Έχω πει ότι κάθε υπογραφή που έβαζαν ελληνικές κυβερνήσεις σε αλόγιστες συμφωνίες, μείωνε δραστικά τους βαθμούς ελευθερίας της χώρας. Οι τελευταίες αποφάσεις για μέτρα 9 δισ. εντός του 2013 και για το δεύτερο κούρεμα των ελληνικών τραπεζών (μέσω της κατ’ ευφημισμόν «επαναγοράς χρέους» – σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι… ανακεφαλαιοποιούνται) έχουν συρρικνώσει απελπιστικά τη διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας. Εδώ που φτάσαμε, και ιδίως μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο, που εκτροχιάζουν την απαραίτητη διαδικασία άντλησης, από τις τράπεζες, ιδιωτικών κεφαλαίων), η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προβεί άμεσα σε δύο κινήσεις: Πρώτον, να θέσει στην τρόικα το ζήτημα της αναποτελεσματικότητας της ανακεφαλαιοποίησης – να δηλώσει ευθαρσώς ότι τα κονδύλια που απαιτεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα συμφωνηθέντα αλλά, παράλληλα, ο Έλληνας φορολογούμενος δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να τα δανειστεί (ακόμα και να μας τα προσφέρουν οι Ευρωπαίοι) – και ότι, για αυτούς τους λόγους, θέτει το ζήτημα της άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών λέγοντας ότι αρνείται τα μέρη των δόσεων που θα πήγαιναν στις τράπεζες (χωρίς ουσιαστικά να τις βοηθούν). Δεύτερον, να προβεί σε μια ρεαλιστική επανεκτίμηση της πορείας του προϋπολογισμού του κράτους, ουσιαστικά δηλώνοντας τώρα στο ECOFIN ότι η συμφωνημένη πορεία προσαρμογής δεν «βγαίνει». Μια τέτοια δήλωση από μόνη της θα ασκήσει πίεση καθώς το ΔΝΤ είναι έτοιμο να πάρει τη σκυτάλη από μια τέτοια επανεκτίμηση και να ξαναθέσει το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αν δεν το κάνουμε αυτό τώρα, απλά θα φανούμε άλλη μια φορά αναξιόπιστοι όταν στο τέλος του έτους θα ανακοινωθεί από την Ε.Ε. (κι όχι από εμάς) ότι ο προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους έπεσε απελπιστικά έξω.

Πιστεύετε ότι πρέπει να σηκώσει ανάστημα μόνη της η Ελλαδα εναντίον του κύκλου της ύφεσης εντός της Ευρωζώνης από τη στιγμή που διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε μια χωρα που να αντιτάσσεται της γερμανικής πολιτικής (βλέπε απόφαση της 15/3 για Κύπρο); Πρέπει να απειλήσουμε, ως τελευταίο, ακραίο μέτρο, ότι θα βγούμε εκτός ευρώ;

Από την αρχή της κρίσης συστηματικά αρνούμαι τη λύση της εξόδου από το ευρώ, ακόμα και της απειλής για έξοδο από το ευρώ. Η Ελλάδα προφανώς δεν έχει το «ανάστημα» να αλλάξει την (ανυπόστατη) προσκόλληση των πλεονασματικών χωρών προς τη δημοσιονομική συρρίκνωση εν καιρώ κρίσης. Αν η Γαλλία δεν μπορεί να το κάνει, προφανώς η Ελλάδα δεν έχει καμία τέτοια ελπίδα. Αυτό που όμως μπορεί και πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να λέει όχι σε δάνεια τα οποία δίδονται υπό όρους που εξασφαλίζουν την αδυναμία μας να τα αποπληρώσουμε. Άλλο να λες στον μέσο Γερμανό να εγκαταλείψει την (παράλογη) εμμονή του στη λιτότητα και άλλο να του λες «να με συγχωρείτε αλλά αρνούμαι να δανειστώ από εσάς τεράστια ποσά υπό όρους που θα μου απαγορεύσουν να σας αποπληρώσω αυτά τα δάνεια και προηγούμενα δάνεια». Αυτό το τελευταίο, ο μέσος Γερμανός θα το εκτιμήσει και θα το ακούσει.

Θυμάμαι μια διάλεξή σας στην Αυστραλια πέρισυ, που είπατε ότι η έξοδος μια χώρας από την ευρωζώνη είναι εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη, γιατί κάτι τέτοιο θέλει προετοιμασία 6 μηνών για την έκδοση νομίσματος και για 1-2 εβδομάδες πρέπει να υπάρχει ένας στρατός υπαλλήλων που θα σφραγίζουν χαρτονομίσματα του ευρώ με το σήμα του νέου ελληνικού νομίσματος ώστε αυτά να είναι τα μεταβατικά μέχρι την αντικατάστασή τους. Τελικά, είναι αδύνατον; Σχεδόν αδύνατον ή απλά καταστροφικό; Μήπως αυτή η καταστροφή θα ήταν μόνο για 1-2 χρόνια και μετά θα ανακάμψουμε; Ή δεν συμφέρει καν η συζήτησή της;

Αδύνατη δεν είναι μια έξοδος. Καταστροφική είπα ότι θα ήταν – τουλάχιστον για την Ελλάδα. Όμως, όσο πιο βαθιά στον μυικό ιστό μιας κοινωνικής οικονομίας πηγαίνει η γάγγραινα της κρίσης που ενισχύει η ευρωζώνη μέσα από τις ανερμάτιστες και αλόγιστες πολιτικές της, τόσο μειώνεται η ισχύς του επιχειρήματός μου (ότι μια έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική). Πάρτε για παράδειγμα την Κύπρο. Δεν είμαι, πλέον, καθόλου σίγουρος ότι η Κύπρος πρέπει να μείνει στο ευρώ. Έχει ήδη εισπράξει μεγάλο μέρος του κόστους μιας εξόδου, έχει μείνει με ένα νόμισμα το οποίο διαφέρει ριζικά από το ευρώ των υπολοίπων χωρών και, το πιο σημαντικό, έχει μπει σε μια υφεσιακή διαδικασία τόσο βάναυση που να θέτει υπό αμφισβήτηση τα όποια οικονομικά οφέλη από την παραμονή στην ευρωζώνη. Εν συντομία, τα οικονομικά επιχειρήματα, υπέρ της παραμονής της Κύπρου στο ευρώ, έχουν πλέον ηττηθεί από τα επιχειρήματα υπέρ μιας εξόδου. Μόνο γεωπολιτικό θέμα υφίσταται καθώς οι Κύπριοι τώρα καλούνται να αποφανθούν για το αν η παραμονή σε μια ευρωζώνη, που τους αντιμετωπίζει αυταρχικά, και ως παρίες, βοηθά ή υπονομεύει την εθνική υπόθεση – ένα ερώτημα για το οποίο δεν έχω διαμορφωμένη άποψη.

Επιστρέφοντας όμως στα δικά μας, ακόμα θεωρώ ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ εξακολουθεί να μην ενδείκνυται. Αν, όμως, προχωρήσει ακόμα η αποσύνθεση της ευρωζώνης και, ιδιαίτερα, της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας, κάποια στιγμή, εκ των πραγμάτων, το επιχείρημά μου δεν θα έχει βάση.