Στο Μνημόνιο ΙΙΙ υπάρχει σημαντική μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της 4ετίας και μια υπόσχεση αναδιάρθρωσης του χρέους το φθινόπωρο. Και τα δύο παρουσιάζονται από την απελθούσα κυβέρνηση ως διαπραγματευτικές επιτυχίες. Όμως δεν είναι παρά συνέπειες κακών χειρισμών και ολέθριων λαθών. Πολιτικών και οικονομικών λαθών.
Τα Πρωτογενή Πλεονάσματα
Η ακόλουθη στιχομυθία, αν και φανταστική, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από την κυβερνητική ρητορική.
Επιχειρηματίας προς υπάλληλο: Έχω καλά και κακά νέα.
Υπάλληλος: Ξεκίνα από τα κακά.
Επιχειρηματίας: Θα σου μειώσω το μισθό.
Υπάλληλος: Και ποια είναι τα καλά;
Επιχειρηματίας: Θα πληρώσεις λιγότερη εφορία, αφού θα ‘χεις μικρότερο εισόδημα!
Από την προπαγάνδα του διαπραγματευτικού success story προκύπτει το ερώτημα: εφόσον μειώνεται κατά 20 δισ. ο στόχος της 4ετίας για πρωτογενή πλεονάσματα, πώς είναι δυνατόν να έχουμε τόσο επώδυνα μέτρα και τέτοια φοροεπιδρομή; (Υπενθυμίζω ότι πέρσι το φθινόπωρο, στο πλαίσιο του Μνημονίου ΙΙ, οι στόχοι για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στην 4ετία 2015-18 ήταν κατά 10,7% υψηλότεροι των στόχων που τέθηκαν στο Μνημόνιο ΙΙΙ για την ίδια περίοδο. Αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε 20 δισ. περίπου).
Η απάντηση στο εύλογο ερώτημα είναι: δυστυχώς, αποτύχαμε! Και στη διαπραγμάτευση και στη διακυβέρνηση! Διότι η μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα δεν οφείλεται σε γενναιόδωρη χαλάρωση των στόχων εκ μέρους των δανειστών, η οποία θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να ασκήσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (αυξήσεις, προσλήψεις, δημόσιες επενδύσεις κ.ά.). Αντιθέτως, οφείλεται στη ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας, που συνοψίζεται στη μείωση των προβλέψεων για ανάπτυξη τη διετία 2015-2016 (εδώ οι προβλέψεις της Κομισιόν).
Όπως φαίνεται στον Πίνακα, η Κομισιόν 9 μήνες νωρίτερα εκτιμούσε πως η αθροιστική ανάπτυξη της Ελλάδας τη διετία 2015-2016 θα ήταν 6,6%. Και προ μηνός, τον Ιούλιο, αναθεώρησε καθοδικά τις προβλέψεις της για 3η φορά: τη διετία 2015-16 θα έχουμε ύφεση 4,1%. Δηλαδή, η πρόβλεψη για το μέγεθος της οικονομίας (ΑΕΠ) το 2016 είναι σήμερα κατά 10,7% χαμηλότερη σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2014.
Για να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει, ας υποθέσουμε πως τα μέτρα για τη μείωση των δαπανών του δημοσίου (μείωση μισθών συντάξεων κ.λπ.) και τα μέτρα για την αύξηση των φορολογικών εσόδων (ΦΠΑ, φορολογικοί συντελεστές κ.λπ.) παρέμειναν στο Μνημόνιο ΙΙΙ ίδια και απαράλλαχτα, όπως προβλέπονταν και 9 μήνες πριν στο Μνημόνιο ΙΙ, στο mail Χαρδούβελη κ.ά. (Υπόθεση εργασίας είναι, γνωρίζουμε όλοι πως τα απαιτούμενα μέτρα χειροτέρεψαν αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση).
Στην περίπτωση αυτή, οι δαπάνες του κράτους σε απόλυτο νούμερο δεν μεταβάλλονται. Εφόσον υποθέσαμε ότι τα μέτρα για τη μείωση των δαπανών παρέμειναν ίδια => ίδιες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες. Το τοπίο όμως αλλάζει δραματικά εξαιτίας της σημαντικής μείωσης του ΑΕΠ (10,7%). Διότι τα έσοδα του κράτους από φόρους μειώνονται καθώς μειώνεται το ΑΕΠ. Διότι χαμηλότερο ΑΕΠ σημαίνει μικρότερη οικονομική δραστηριότητα, άρα χαμηλότεροι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ) αλλά και χαμηλότερα εισοδήματα για πολίτες και επιχειρήσεις, άρα και χαμηλότεροι άμεσοι φόροι. Κι αυτό, παρά την υπόθεση πως παραμένουν σταθεροί οι συντελεστές φορολόγησης και η ένταση της φοροεπιδρομής.
Όταν λοιπόν το ΑΕΠ μειώνεται, τα ίδια μέτρα παράγουν μειωμένο πρωτογενές πλεόνασμα = έσοδα (μειωμένα) – δαπάνες (σταθερές). Και έτσι, τελικά, οι μεν πολίτες καταλήγουμε με χαμηλότερους μισθούς/συντάξεις και υπερφορολογημένοι, το δε κράτος με λιγότερα έσοδα, χωρίς πρωτογενές πλεόνασμα.
Οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών, έχοντας μάλλον καλύτερη εικόνα της οικονομίας μας από την κυβέρνησή μας, παρακολουθούσαν τη ραγδαία επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας το τελευταίο 9μηνο. Και προχωρούσαν παράλληλα σε αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Στον Πίνακα 2 φαίνεται το χρονολόγιο της αναθεώρησης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.
Ενδεικτικό του γεγονότος πως η μείωση των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα δεν ήταν επιτυχία της διαπραγμάτευσης αλλά συνέπεια της συρρίκνωσης της οικονομίας, είναι πως, μετά τα capital controls, οι στόχοι για τα πλεονάσματα που ενσωματώθηκαν στο Μνημόνιο ΙΙΙ είναι πολύ χαμηλότεροι από εκείνους που είχε ήδη συνομολογήσει η ελληνική κυβέρνηση λίγο πριν αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις. (Υπενθυμίζω ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχτεί την πρόταση Γιουνκέρ του Ιουνίου σε ό,τι αφορά τους στόχους για τα πλεονάσματα).
Έχει λοιπόν σημασία να καταλάβουμε εμείς οι πολίτες, όποιο κόμμα κι αν ψηφίσουμε, γιατί επιδεινώθηκαν τόσο ραγδαία οι προοπτικές της οικονομίας μας. Κυρίως, για να μην έχουμε ευήκοα ώτα στις ευχάριστες ειδήσεις της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, για να ξέρουμε τι θα συμβεί τα επόμενα 4 χρόνια, για να είμαστε πιο υποψιασμένοι στις υποσχέσεις «απ’ όπου κι αν προέρχονται».
Κατά τη γνώμη μου τα αίτια επιδείνωσης της οικονομίας διαμορφώθηκαν και λειτούργησαν σε τρία στάδια.
Α) Πρόωρες εκλογές, προεκλογική ρητορική ρήξης με την Ευρώπη, προεκλογικές προσδοκίες σεισάχθειας, καλλιέργεια αβεβαιότητας στην οικονομία (σχετικό άρθρο μου εδώ).
Β) Μακροχρόνια διαπραγμάτευση, δημιουργική ασάφεια, διατήρηση της ρητορικής της ρήξης και ένταση της αβεβαιότητας, ασφυξία ρευστότητας.
Γ) Capital Controls (μια α΄ αποτίμηση της ζημιάς εδώ).
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω σήμερα το ξέρουμε. Ενώ θα υποστούμε μάλλον χειρότερες θυσίες και θα πληρώσουμε περισσότερους φόρους, θα βρεθούμε στο τέλος του 2018 με 20 δισ. χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και άρα με 20 δισ. περισσότερο χρέος. Και θα περάσουμε αυτήν την 4ετία με χαμηλότερο ΑΕΠ, χαμηλότερα εισοδήματα και υψηλότερη ανεργία. Κι ενώ με τα 20 δισ. πρωτογενούς πλεονάσματος θα πληρώναμε μέρος των τόκων, τώρα θα δανειστούμε για να τους πληρώσουμε αυξάνοντας το χρέος. Τα οποία 20 δισ. αποτελούν μέρος μόνον του λογαριασμού των κακών χειρισμών και των λαθών που οδήγησαν στην ανάγκη για δάνεια 86 δισ. Εκ των οποίων τα 55 δισ. περίπου αποτελούν νέο δανεισμό, ο οποίος 9 μήνες πριν έμοιαζε αχρείαστος.
Η αναδιάρθρωση του χρέους
Και σ’ αυτό το θέμα, η παρακάτω φανταστική στιχομυθία περιγράφει το μέγεθος και την ποιότητα της διαπραγματευτικής «επιτυχίας».
Γιώργος προς τη σύζυγο: Ελένη, έχω ευχάριστα και δυσάρεστα νέα.
Ελένη: Τα δυσάρεστα πρώτα.
Γιώργος: Έχασα το σπίτι μας στα χαρτιά.
Ελένη: Και τα ευχάριστα;
Γιώργος: Τώρα, που δεν έχουμε σπίτι, μπορούμε να μπούμε στη ρύθμιση για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, μπας και μας διαγράψουν κι εκείνα τα 15 χιλιάρικα που χρωστάμε.
Παρουσιάζοντας τις επιτυχίες της διαπραγμάτευσης ο πρωθυπουργός είπε: «Στην απόφαση του Eurogroup του 2012, υπήρχε απλά μια υπόσχεση. Ότι, όταν η χώρα θα έχει πρωτογενή πλεονάσματα, θα δούμε, θα συζητήσουμε το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. Σε αυτή την απόφαση όμως υπάρχει σαφής δέσμευση ότι αμέσως μετά την πρώτη επόμενη αξιολόγηση, θα υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για την αναγκαία αναδόμηση του χρέους και επιπλέον γίνεται αναφορά σε δύο όρους: περίοδος χάριτος και επιμήκυνση. Αυτοί οι δύο όροι δεν υπήρχαν στην προηγούμενη απόφαση».
Ειλικρινά θαυμάζω τον κ. Τσίπρα. Πόσο δρόμο έχει διανύσει, ταχύτατα μάλιστα, από τις ηρωικές εποχές του επαχθούς χρέους και αδιαπραγμάτευτου γενναίου κουρέματος, τότε που η επιμήκυνση και τα χαμηλά επιτόκια ήταν απλώς «μια ασπιρίνη στον καρκινοπαθή», μέχρι τους πανηγυρισμούς για την επικείμενη «αναδόμηση» του χρέους. Και σκέφτομαι πως και ο ίδιος και ο κ. Βαρουφάκης οφείλουν μια γενναία πολιτική συγγνώμη για τη λάσπη και τα ψέματα σχετικά με την ευεργετική αναδιάρθρωση του χρέους που έλαβε χώρα το 2012. Το κατασυκοφαντημένο PSI.
Επί της ουσίας της δήλωσης ο πρωθυπουργός έχει απόλυτο δίκιο. Πράγματι δεν είναι μόνο το ΔΝΤ που υποστηρίζει σθεναρά την απόλυτη ανάγκη μιας γενναίας αναδιάρθρωσης του χρέους. Και οι υπόλοιποι «θεσμοί», με δημόσιες δηλώσεις τους πλέον, αναγνωρίζουν την ανάγκη, δεσμεύονται για γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Το κρίσιμο σημείο -ο πρωθυπουργός βέβαια το αποσιωπά- είναι τι έκανε τους εταίρους μας να αλλάξουν στάση. Ήταν η πειθώ και η διαπραγματευτική δεινότητα του κ. Βαρουφάκη; Το σθένος του κ. Τσίπρα και η αποφασιστικότητα του λαού στο δημοψήφισμα; Ή μήπως δεν χρειάστηκε η πειθώ κανενός, διότι το επέβαλε η ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών;
Η σωστή απάντηση βρίσκεται στην εισαγωγική παράγραφο της Έκθεσης του ΔΝΤ με ημερομηνία 14/7/2015 (εδώ), την οποία επικαλείται διαρκώς η κυβέρνηση, θεωρώντας την τεκμήριο αδιάψευστο της ανάγκης για γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ιδού λοιπόν επακριβώς τι γράφει το ΔΝΤ: «Το Δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει γίνει εξαιρετικά μη βιώσιμο. Αυτό οφείλεται στη χαλάρωση των πολιτικών κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, με την πρόσφατη επιδείνωση του εγχώριου μακροοικονομικού και οικονομικού περιβάλλοντος, λόγω του κλεισίματος του τραπεζικού συστήματος να αυξάνει σημαντικά την αρνητική δυναμική του χρέους. Η ανάγκη χρηματοδότησης μέχρι τα τέλη του 2018 εκτιμάται πλέον σε 85 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος αναμένεται να κορυφωθεί σε σχεδόν 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει μια πρώιμη συμφωνία για ένα πρόγραμμα. Το χρέος της Ελλάδας μπορεί τώρα να καταστεί βιώσιμο, μόνο μέσω μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνα τα μέτρα που μέχρι τώρα η Ευρώπη ήταν πρόθυμη να εξετάσει.»
Σε απλά ελληνικά, «τα κάναμε μαντάρα»: θέλαμε να ανασυγκροτήσουμε και να μεγεθύνουμε την οικονομία αλλά τη συρρικνώσαμε και την απορυθμίσαμε. Θέλαμε να μειώσουμε τους φόρους αλλά τους αυξήσαμε. Θέλαμε να μειώσουμε το χρέος αλλά το διογκώσαμε.
Και για άλλη μια φορά διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα στην οικονομία. Ότι οι πιστωτές και οι τράπεζες χαλαρώνουν τους όρους και χαρίζουν χρέη, μόνον όταν πείθονται πως ο οφειλέτης είναι πραγματικά σε δεινή θέση. Όμως το να περιέρχεται η οικονομία μας σε δεινή θέση από δικά μας λάθη, σε καμία περίπτωση δεν είναι λόγος πανηγυρισμών, δεν συνιστά επιτυχία κανενός.
Ειλικρινά δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο αυτοκαταστροφικοί θα ήμασταν ως χώρα. Ακόμη κι όταν, σχολιάζοντας τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, έγραφα (εδώ) πως «αν μια ωραία ημέρα αποφασίσουμε συντεταγμένα ως λαός να ανατινάξουμε όλους τους δρόμους, τα αεροδρόμια, τα γεφύρια και τις υποδομές της χώρας μας, οι δανειστές θα χαλαρώσουν κι άλλο τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα. Μπορεί και να μας κουρέψουν το χρέος… Κι ίσως και τότε κάποιοι να αισθανθούν την ανάγκη να το πούμε κι αυτό επιτυχία της διαπραγμάτευσης…».
Για το άλλο, όμως, ότι πάλι κάποιοι θα μας πουλούσαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ήμουν απόλυτα βέβαιος.