Άμα τη εμφανίσει των μνημονίων, ένα από τα μέτωπα που φούντωσαν ως πυρκαγιά σε καλοκαιρινό πευκοδάσος, ήταν το φορολογικό. Δεκάδες φόροι, καινούριοι ή παραφουσκωμένοι παλιοί, άρχισαν να επιπίπτουν ως αστροβροχή επί της κεφαλής δικαίων και αδίκων, πλουσίων και φτωχών, φοροφυγάδων και εντίμων. Παραλλήλως, άμα τη εμφανίσει της φοροβροχής έσκασε μύτη και η περίφημη «φοροδοτική ικανότητα» των Ελλήνων, όχι ως μέγεθος προς διερεύνηση αλλά σε μία και μοναδική εκδοχή: «Η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει εξαντληθεί». Γενικώς.
Φράση ολοκαίνουρια, με ελκυστικές καμπύλες, προσομοιάζουσα (στη λογική της) με το παλαιοπαπανδρεϊκό «μη προνομοιούχοι» ή το νεοκαραμανλικό «μεσαίος χώρος», υπό την έννοια ότι άπαντες χωρούσαν εντός της και μάλιστα κατά δήλωσή τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η καριέρα της σημαδιακής αυτής φράσης εκτοξεύτηκε στο ελληνικό πολιτικοοικονομικό στερέωμα, όπως οι «πενήντα αποχρώσεις του γκρι» στην παγκόσμια αγορά βιβλίου. Ξεπούλησε. Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία την υιοθέτησε με φανατισμό προσήλυτου. Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως του και ποιος ανθρωπάκος δεν θέλει να τον απαλλάξουν δίχως τύψεις και τιμωρίες απ’ τους φόρους του;
Εντός ελαχίστου χρόνου, η «εξαντλημένη φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων» απέκτησε ισχύ ιδεολογικού αξιώματος, πειστικότητα φορολογικού θέσφατου και δύναμη πυρός πολιτικού αεροπλανοφόρου. Όποιος αδαής αποτολμούσε να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει «φοροδοτική ικανότητα» όλων ανεξαιρέτως, ήταν Μερκελιστής μνημονιακός. Όποιος άφρων διαχώριζε τους φόρους σ’ αυτούς που έπρεπε να επιβάλλονται ως δίκαιοι και σ’ αυτούς που δεν έπρεπε ως αντιαναπτυξιακοί, ήταν Γερμανοτσολιάς. Όποιος ανόητος διαχώριζε τους φορολογούμενους σε πολλαπλές κατηγορίες ανάλογα με το εισόδημα και την περιουσία τους, ήταν Νενέκος στα τέσσερα. Ο μόνος διαχωρισμός που ανεχόταν αυτή η νέα λαϊκή θρησκεία, ήταν ο διαχωρισμός ανάμεσα στον Βαρδινογιάννη, τον Μπόμπολα και τον Λάτση που θα ‘πρεπε να πληρώνουν τα πάντα και σε όλους εμάς τους υπόλοιπους που είχε εξαντληθεί η φοροδοτική μας ικανότητα. Κάθε άλλη κατηγοριοποίηση ήταν εκ προοιμίου απαράδεκτη και καταφανώς ύποπτη.
Ξέρετε, αυτές οι (έστω και πρόσκαιρες) λαϊκές θρησκείες, αργά ή γρήγορα ξεφεύγουν από το πολιτικό πεδίο που ξεκίνησαν και μεταφέρονται στον κόσμο του ηθικού και του μεταφυσικού. Εφόσον η πίστη βεβαιώνει ότι η φοροδοτική ικανότητα όλων ανεξαιρέτως έχει εξαντληθεί, είναι αυτόχρημα ανήθικη η επιβολή οποιουδήποτε φόρου γενικώς, όπως θα ήταν αυταπόδεικτα ανίερο να ζωγραφίσει κάποιος την Παναγία με κότσο ή βγαλμένα φρύδια. Πατώντας λοιπόν πάνω σ’ αυτό το «ηθικό» βάθρο, η «εξαντλημένη φοροδοτική μας ικανότητα» έγινε η νομιμοποιητική βάση για τα διάφορα κινήματα «Δεν Πληρώνω», στα οποία καβάλησαν πλείστοι όσοι των σημερινών κυβερνώντων κι έχτισαν πολιτικές καριέρες ζάχαρη. Κάθε «αγώνας» τους ήταν νόμιμος και ηθικός, είτε ήταν κατά του χαρατσιού, είτε κατά της πληρωμής στεγαστικών δανείων στις τράπεζες, είτε κατά των διοδίων.
Βεβαίως, κάθε γενίκευση αφαιρεί από τον ίδιο της τον εαυτό τη δυνατότητα να διαχωρίσει προβλήματα και λύσεις στο εσωτερικό της. Το τσουβάλιασμα είναι συνώνυμο του take it or burn it. Τα διόδια έπρεπε συλλήβδην να καταργηθούν, όχι να εκλογικευτούν χρηματοδοτώντας μ’ αυτά και τις κατασκευές δρόμων. Κανένας δεν χρειαζόταν να πληρώνει τα δάνειά του στις τράπεζες, όχι να βοηθηθούν μεν οι ανήμποροι αλλά να παραμείνει όρθιο το τραπεζικό σύστημα. Στην ακίνητη ιδιοκτησία δεν έπρεπε να μπει κανένας απολύτως φόρος, εκτός αν ήταν για τις ελάχιστες θηριώδεις βίλες κάποιων αόριστων μεγαλοκαρχαριών. Η θρησκευτική αυτή γενίκευση, γέννησε βαριά πολιτικά αποτελέσματα: Το εκλογικό σώμα, διαδοχικά τιμωρούσε όσους έβαζαν φόρους και επιβράβευε όσους τους κατακεραύνωναν.
Κι έτσι φθάσαμε αισίως στο δεύτερο μισό του 2015, με τους αρχηγούς της «εξαντλημένης φοροδοτικής ικανότητας» να βρίσκονται καβάλα στ’ άλογο και με τους εχθρούς τους σφαγμένους κάτω απ’ τις οπλές. Κι εκεί που ως περήφανος λαός καλπάζαμε καθήμενοι στα καπούλια του αλόγου των νικητών, ξάφνου, στην πρώτη στροφή του Οκτώβρη τρακάραμε πάνω σ’ ένα φορολογικό βουνό, που ταίρι του δεν είχαμε ματαξαναδεί. Σκαρφαλώσαμε πάνω του, ατενίσαμε τον ορίζοντα και αντιληφθήκαμε ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2015 είναι το πιο φορολογημένο και φορομπηχτικό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Και από την κορυφή του, κάναμε σκιά με την παλάμη στα μάτια μας μήπως και αντικρίσουμε από μακριά τα λάβαρα της «εξαντλημένης φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων», μήπως και δούμε τις στρατιές των κινημάτων του «Δεν Πληρώνω» που έρχονταν να μας λυτρώσουν. Καθότι η «εξαντλημένη φοροδοτική ικανότητα» κατά τα ευαγγέλιά της, δεν είχε μήτε πολιτικά μήτε ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ήταν απλώς μετρημένα κουκιά που δεν έβγαιναν για να πληρωθούν φόροι.
Όμως, ούτε λάβαρα είδαμε ούτε στρατιές. Κι όταν ανοίξαμε το σύγχρονο ελληνικό πολιτικό λεξικό, στο λήμμα «φοροδοτική ικανότητα» υπήρχε μεταδημοψηφισματική παραπομπή στο «πατριωτικό καθήκον». Και αναρωτηθήκαμε τι απέγινε αυτή η περιλάλητη λαϊκή θρησκεία της «εξαντλημένης φοροδοτικής ικανότητας» και πως -διάολε- εξατμίστηκε μια τόσο βαθιά πίστη μέσα σε λίγους μήνες. Απάντηση δεν πήραμε και τσουλήσαμε στην κατηφόρα ψάχνοντας το βαρέλι μας για να ξύσουμε τον πάτο του και να πληρώσουμε. Δεν βαριέστε, όπως οι πεζοναύτες έχουν στο τέλος της εκπαίδευσής τους τη διαβολοβδομάδα, εμείς οι φορολογούμενοι αποκτήσαμε το διαβολοτρίμηνό μας. Με μόνη διαφορά ότι οι πεζοναύτες καρφιτσώνουν στη συνέχεια μια πουλάδα στο στήθος και την αράζουν, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε επ’ αόριστον.