Η συζήτηση για τη διαπραγμάτευση του ελληνικού προγράμματος έχει επικεντρωθεί σε ζητήματα τα οποία είναι σημαντικά μεν, αλλά θα επηρεάσουν την οικονομία σε βάθος χρόνου. Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης και η συνακόλουθη διακοπή της χρηματοδότησης, όμως, δημιουργούν πιέσεις οι οποίες έχουν πολύ πιο άμεσες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για το 2015 ανέρχονται στα 20 τουλάχιστον δισ. ευρώ. Οι ανάγκες αυτές προκύπτουν κυρίως από τη λήξη δανείων προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, για την αποπληρωμή των οποίων δεσμεύτηκε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, και από τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, η οποία ενδέχεται μάλιστα να αυξηθεί λόγω των προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα που δημιουργείται, λοιπόν, είναι πού θα βρεθούν αυτά τα 20+ δισ.;
Η χρηματοδότηση από την τρόικα, η επιλογή των τελευταίων 5 ετών, έχει απορριφθεί: ο υπουργός οικονομικών, μάλιστα, ανακοίνωσε πως «δεν θέλουμε τα 7 δισ.» της τελευταίας δόσης του μνημονίου. Ο μακροπρόθεσμος δανεισμός από τις αγορές είναι επίσης ανέφικτος, δεδομένου του ύψους των επιτοκίων. Η μόνη λύση μοιάζει να είναι η επιτυχής κατάληξη της διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Τα βασικά ελληνικά αιτήματα σε αυτή τη διαπραγμάτευση, όμως, είναι η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και η χαλάρωση της λιτότητας, τα οποία δεν θα μειώσουν τις φετινές χρηματοδοτικές μας ανάγκες. Το χρέος της Ελλάδας προς την Ευρώπη δεν επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2015, καθώς έχουμε περίοδο χάριτος μέχρι το 2021 για τους τόκους του χρέους προς την ΕΕ, ενώ οι τόκοι για τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ μας επιστρέφονται. Επιπλέον, η οποιαδήποτε χαλάρωση της λιτότητας θα οδηγήσει σε αύξηση του ελλείμματος και, συνεπώς, των χρηματοδοτικών αναγκών. Οπότε, ακόμα και αν η επαναδιαπραγμάτευση των όρων αυτών είναι επιτυχής, το χρηματοδοτικό πρόβλημα του 2015 δεν θα λυθεί.
Η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο αυτό και μόλις έκανε αίτηση στην ΕΕ να εκδόσει έντοκα γραμμάτια αξίας 10 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τις φετινές ανάγκες της. Αυτή η διευθέτηση, αν γίνει αποδεκτή από τις Βρυξέλλες, θα λύσει ένα πρόβλημα αλλά θα δημιουργήσει άλλα δύο. Πρώτον, τα έντοκα γραμμάτια αποτελούν πολύ βραχυπρόθεσμο δανεισμό, άρα απλώς μεταθέτουν χρονικά το κενό χρηματοδότησης και δεν είναι καθόλου απίθανο να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό σε τρεις-έξι μήνες. Δεύτερον, οι κύριοι αγοραστές των εντόκων γραμματίων είναι οι ελληνικές τράπεζες και συνεπώς η έκδοσή τους αφαιρεί ρευστότητα από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αντί δηλαδή οι τράπεζες να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία, θα χρειαστεί να καλύψουν τα κενά που άφησαν τα δισ. του μνημονίου που «δεν τα θέλουμε», και μάλιστα σε περίοδο που παρουσιάζεται έλλειψη ρευστότητας λόγω της μεγάλης μείωσης καταθέσεων.
Είναι προφανές ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο και, συνεπώς, η επαναδιαπραγμάτευση είναι απαραίτητη. Το ίδιο ισχύει και με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων ετών, οι οποίοι δεν είναι ρεαλιστικοί. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο προσπαθεί να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση κινδυνεύει να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Επιπλέον, ο λόγος για τον οποίο αναγκάζεται να προσφύγει σε ζημιογόνες λύσεις (όπως τα έντοκα) είναι ότι η Ελλάδα παραμένει απόλυτα εξαρτημένη από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, όπως διαπίστωσαν και προηγούμενοι επίδοξοι επαναδιαπραγματευτές. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει αντιληπτό πριν βρεθούμε προ τετελεσμένων.