Θα συνεχίσουμε, επί μέρες όπως φαίνεται, να παρακολουθούμε τις κινήσεις και τις τοποθετήσεις και τις διευκρινίσεις του Γιάνη Βαρουφάκη.
Την ίδια όμως στιγμή, την Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου, ο άλλος Γιάννης (με δύο «νν» εκείνος) Στουρνάρας, θα έχει να επιχειρήσει στη Φρανκφούρτη κάτι πολύ συγκεκριμένο. Όχι απλώς να πείσει την ΕΚΤ να παρατείνει για άλλες 15 μέρες την παροχή ρευστότητας μέσω ELA – ήδη κάπου 3 δισ. έχουν τραβηχτεί από τις ελληνικές τράπεζες- αλλά και:
• να πετύχει αύξηση της οροφής των επιτρεπόμενων να εκδοθούν εντόκων κατά 10 δισ. (εύκολο, σχετικά) και αναθεώρηση της χαμηλής οροφής αποδοχής των εντόκων για παροχή ρευστότητας, από τα τωρινά 3,5 δισ. (δύσκολο).
• να αρχίσει να προωθεί λύση για τη λήγουσα -αρχές Μαρτίου- αποδοχή από την ΕΚΤ των ομολόγων έκδοσης ελληνικών τραπεζών, κάπου 25 δισ., με εγγύηση του «αφερέγγυου» ελληνικού Δημοσίου: κάτι τέτοιο είναι εφικτό, όχι εύκολα βέβαια, διότι η διακριτική ευχέρεια της Κεντρικής Τράπεζας είναι πελώρια – πλην όμως αποτελεί και παραίτηση από μια δυνατότητα πίεσης επί της Ελλάδας, επίσης πελώρια.
• να προχωρήσει την εσωτερική συζήτηση για την αποδοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, χωρίς να ισχύει το (σημερινό, με παράταση) Πρόγραμμα. Είναι ανακρίβεια ότι αυτό «απαγορεύεται» καταστατικά, αλλά και εδώ είναι ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας.
(Η «παραίτηση από την απαίτηση της Ελλάδας για διαγραφή χρέους», όπως διαβάστηκε από το Βερολίνο η προσγείωση του έτερου Γιάνη, υπήρξε χρήσιμη εν προκειμένω).