Την Πέμπτη το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα συνέλθει στην Αθήνα σε μία συνεδρίαση που θα έχει τον δικό της συμβολισμό καθώς αναμένεται να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια, για πρώτη φορά μετά από τις δέκα συνεχόμενες αυξήσεις από τον Ιούλιο του 2022, συνολικά κατά 450 μονάδες βάσης (4,5 ποσοστιαίες μονάδες).
Οπως μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ, η κεντρική τράπεζα είχε προαναγγείλει από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου ότι θα βάλει «φρένο» στην επιθετική νομισματική πολιτική της, σημειώνοντας ότι τα επιτόκια έχουν φθάσει σε επίπεδο, στο οποίο αν διατηρηθούν για ικανό χρονικό διάστημα, θα συμβάλουν σημαντικά στην επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Επίσημα, η ΕΚΤ δεν έχει κηρύξει τον τερματισμό του κύκλου σύσφιξης της πολιτικής της, κάτι που πιθανόν να το κάνει μετά από πολλούς μήνες, όταν θα έχει τη σχετική βεβαιότητα πως ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% και θα μπορεί να προχωρήσει με ασφάλεια στη μείωση των επιτοκίων. Αυτό είναι εύλογο, καθώς μπορεί η πρόβλεψή της να είναι σήμερα ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί, αλλά οι αβεβαιότητες είναι πολύ μεγάλες και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει αποκλίσεις, οι οποίες αν είναι σημαντικές ή μεγάλης διάρκειας θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε νέα αύξηση των επιτοκίων.
Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις της ΕΚΤ για σταθερή αποκλιμάκωση των αυξήσεων στις τιμές. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή της Eurostat αυξήθηκε 4,3% από 5,2% τον Αύγουστο, ενώ και ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός – που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού – κατέγραψε την πρώτη μεγάλη πτώση του στο 4,5% από 5,3%.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, προστέθηκε η νέα αβεβαιότητα από τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, ο οποίος θα μπορούσε, σε περίπτωση που γενικευθεί στη Μέση Ανατολή, να οδηγήσει σε μία νέα κλιμάκωση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, πριν κλείσει ο κύκλος της ενεργειακής κρίσης που άνοιξε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αν δεν υλοποιηθούν οι εξωγενείς κίνδυνοι, το βασικό σενάριο της ΕΚΤ δεν είναι η αύξηση των επιτοκίων, αλλά η διατήρηση τους στα σημερινά επίπεδα έως την επόμενη άνοιξη ή καλοκαίρι, οπότε είναι πιθανόν να ανακοινώσει την πρώτη μείωση επιτοκίων.
Πέρα από τον κίνδυνο εξωγενών σοκ, μία άλλη σημαντική αβεβαιότητα για την ΕΚΤ είναι αυτή που αφορά στις αυξήσεις των μισθών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ευρωσυστήματος, οι αποδοχές των εργαζομένων στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν στο πρώτο εφετινό εξάμηνο κατά περίπου 5,5% προκειμένου να καλυφθεί μέρος της απώλειας που είχαν στην αγοραστική δύναμή τους από το φθινόπωρο του 2021, όταν άρχισε το πρώτο κύμα αυξήσεων στις τιμές.
Αρκετά στελέχη της ΕΚΤ, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Φίλιπ Λέιν, θεωρούν πιθανό οι μισθολογικές αυξήσεις να είναι αρκετά μεγαλύτερες το 2024, κάτι που θα μπορούσε να δυσχεράνει τη μείωση του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2%, δεδομένου ότι οι μισθοί αποτελούν σημαντικό παράγοντα κόστους για πολλές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα αυτών του τομέα των υπηρεσιών.
Για τον λόγο αυτό, ο Λέιν δήλωσε πρόσφατα ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να έχει πριν την άνοιξη του 2024 –όταν θα ανακοινωθούν τα στοιχεία για τις μισθολογικές αυξήσεις που θα έχουν συμφωνηθεί με τις κλαδικές ή εθνικές συμβάσεις εργασίας– μία ασφαλή εκτίμηση πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2% το 2025.
Επιπλέον, ο Λέιν είπε ότι δεν αναμένεται τα επιτόκια να επανέλθουν στα μηδενικά ή αρνητικά επίπεδα που είχαν καθηλωθεί την περασμένη δεκαετία, αλλά είναι πιο πιθανό να κυμανθούν περί το 2% μακροπρόθεσμα.