Επικαιρότητα

Deloitte: To καλό, το κακό και το… καταστροφικό σενάριο για τον ελληνικό τουρισμό

Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στον ελληνικό τουρισμό, μέσα από εξειδικευμένη μελέτη της Deloitte Ελλάδος. Σύμφωνα με το καλό σενάριο, για την ανάκαμψη στα επίπεδα του 2019 θα χρειαστούν δύο με τρία χρόνια
Protagon Team

Τρία εναλλακτικά σενάρια για την πορεία του ελληνικού κλάδου τουρισμού και φιλοξενίας το 2020 και 2021, βάσει της εξέλιξης των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού, παρουσίασε η Deloitte Ελλάδος σε μελέτη της με τίτλο «Bringing the latest insights on the Greek Tourism & Hospitality Sector | Scenarios on the impact of the Coronavirus disease (COVID-19)» (δείτε τη εδώ).

Τόσο παγκοσμίως, όσο και στην Ελλάδα ο κλάδος του τουρισμού και της φιλοξενίας είναι από τους πρώτους που επλήγησαν από την πανδημία, ενώ παράλληλα συνεχίζει να αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις και αβεβαιότητες.

Καθώς δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν σαφείς εκτιμήσεις και προβλέψεις για την πορεία της πανδημίας, αντίστοιχα παραμένει ακόμη αβέβαιο το πώς θα εξελιχθούν κρίσιμες παράμετροι όπως είναι το πότε και σε ποιο βαθμό θα αρθούν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί, το αν θα υπάρξει θέληση από τους πολίτες να ταξιδέψουν, ιδιαίτερα σε σημαντικές για την Ελλάδα αγορές, και το πώς θα λειτουργήσουν σημαντικοί κρίκοι στην αλυσίδα αξίας του τουρισμού, όπως είναι οι αεροπορικές εταιρείες και οι tour operators.

Η Deloitte, στη μελέτη της, αναδεικνύει τις βασικές προκλήσεις και αβεβαιότητες που έχει επιφέρει ο κορονοϊός στον κλάδο του τουρισμού και της φιλοξενίας, ενώ παρουσιάζει τρία σενάρια αναφορικά με το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί ο εγχώριος κλάδος στο τρέχον και το επόμενο έτος. Πιο συγκεκριμένα:

1. Στο πρώτο «ήπιο» σενάριο, τα μέτρα κατά του κορονοϊού και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος υγείας στην Ελλάδα αλλά και στην πλειοψηφία των χωρών παγκοσμίως, οδηγούν σε αντιμετώπιση της πανδημίας στο τρίτο τρίμηνο του 2020 με χαμηλά επίπεδα επανεμφάνισης.

Σε συνδυασμό με αποτελεσματικά υγειονομικά πρωτόκολλα, επιτυγχάνεται σταδιακή επανέναρξη των διεθνών ταξιδιών και του τουρισμού ήδη από το καλοκαίρι του 2020, αν και σε σαφώς περιορισμένους αριθμούς. Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των ξενοδοχείων ξεκινούν τη λειτουργίας τους στις αρχές Ιουλίου.

Η τουριστική κίνηση το 2020 είναι σαφώς μειωμένη αλλά δεν χάνεται εντελώς η χρονιά, καθώς ισχυρά κυβερνητικά μέτρα τονώνουν την εγχώρια ζήτηση, η Ελλάδα ως προορισμός βγαίνει επικοινωνιακά ενισχυμένη και ο τουριστικός κλάδος ανταποκρίνεται αποτελεσματικά, σε μεγάλο ποσοστό, στις λειτουργικές και χρηματοοικονομικές προκλήσεις.

Στα ξενοδοχεία πόλης, η σταδιακή επανεκκίνηση των επαγγελματικών ταξιδιών, των συνεδρίων και των εκδηλώσεων, αλλά και των city breaks, ήδη από το 2020, επιδρά θετικά.

Το 2021 αποτελεί χρονιά ισχυρής επανάκαμψης για τον ελληνικό τουρισμό καθώς η θερινή σεζόν ξεκινά ομαλά και η Ελλάδα διατηρεί ενισχυμένο μερίδιο αγοράς αξιοποιώντας το προβάδισμα που απέκτησε από την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας. Παρότι μικρές ή/και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα επιβίωσης, ο κλάδος στο σύνολο του βγαίνει σχετικά αλώβητος και δυνητικά ενισχυμένος σε σχέση με άμεσα ανταγωνιστικές χώρες. Η ανάκαμψη στα επίπεδα του 2019 απαιτεί 2 με 3 έτη.

2. Στο δεύτερο «δυσμενές» σενάριο, η πανδημία επιμένει, με διαδοχικά κύματα έξαρσης της ασθένειας ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι. Παρά τις προσπάθειες, η επανεκκίνηση των διεθνών ταξιδιών εμποδίζεται από τα lockdowns, τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και τις υποχρεωτικές καραντίνες, ενώ τα υγειονομικά πρωτόκολλα αποδεικνύονται μη αποτελεσματικά.

Στην Ελλάδα, αν και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού παρατηρείται ύφεση στον αριθμό των κρουσμάτων, η ασθένεια επανέρχεται από τον Σεπτέμβριο.

Για τα εποχιακά ξενοδοχεία, η σεζόν του 2020 ουσιαστικά χάνεται καθώς μπορεί να βασιστεί μόνο στον – περιορισμένο – εγχώριο τουρισμό. Τα ξενοδοχεία πόλης επίσης πλήττονται ιδιαίτερα καθώς επαγγελματικά ταξίδια, εκδηλώσεις, συνέδρια αλλά και ο τουρισμός πόλης περιορίζονται σημαντικά το 2020 και μέχρι και τις αρχές του 2021.

Καθώς η πανδημία υποχωρεί σταδιακά, τα διεθνή ταξίδια αρχίζουν να επανακάμπτουν από τα μέσα του 2021 και έπειτα.

Η ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού ξεκινά με σχετικά αργό ρυθμό το 2021 εντός μίας συρρικνωμένης παγκόσμιας αγοράς. Αξιοποιώντας την καλή εικόνα της χώρας σε σχέση με γειτονικούς, άμεσα ανταγωνιστικούς προορισμούς, ο ελληνικός τουρισμός επανακάμπτει στα επίπεδα του 2019 κατ’ ελάχιστον σε 3-4 χρόνια. Ως αποτέλεσμα, ο αντίκτυπος στον κλάδο είναι σοβαρός, με πτωχεύσεις επιχειρήσεων και άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και η δομή και λειτουργία του δεν επηρεάζονται σημαντικά.

3. Στο τρίτο «δριμύ» σενάριο, η πανδημία συνεχίζει με σφοδρότητα και εντός του 2021, μέχρι να βρεθεί κατάλληλο εμβόλιο ή/και να επέλθει η «ανοσία της αγέλης».

Τα συνεχή κύματα εξάρσεων της ασθένειας επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις σε κοινωνία, οικονομία και διεθνείς αγορές, για τις οποίες κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος. Οι περιορισμοί στα διεθνή ταξίδια ισχύουν τόσο στο 2020 και στο 2021, ενώ η επίδραση στις διεθνείς μετακινήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερη και μακροπρόθεσμη καθώς υπερισχύει ο φόβος και ο απομονωτισμός.

Ο παγκόσμιος ταξιδιωτικός κλάδος επηρεάζεται περαιτέρω αρνητικά από τη σοβαρή οικονομική κρίση και από διατάραξη της ευρύτερης αλυσίδας αξίας του, καθώς αεροπορικές εταιρείες, tour operators, κτλ. αντιμετωπίζουν πτωχεύσεις ή σημαντικά λειτουργικά προβλήματα.

Πιο μακροπρόθεσμα παρατηρούνται αλλαγές στις συνήθειες και προτιμήσεις των ταξιδιωτών αλλά και παγιώνονται μικρότεροι αριθμοί μετακινήσεων και ταξιδιωτών τόσο για αναψυχή όσο και για επαγγελματικούς λόγους, ιδιαίτερα σε ώριμες αγορές όπως η Ευρώπη.

Για τον ελληνικό τουρισμό, το σενάριο αυτό σημαίνει δύο ουσιαστικά χαμένα χρόνια, τόσο για τα εποχιακά αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και για τα ξενοδοχεία πόλης, με αποτέλεσμα δομικές αλλαγές. Η σταδιακή ανάκαμψη του τουρισμού ξεκινά από το 2022, ενώ η Ελλάδα επανακάμπτει δυνητικά στα μεγέθη του 2019 τουλάχιστον μετά από μία πενταετία και εντός ενός πολύ διαφορετικού περιβάλλοντος.

«Ο νέος κορονοϊός αποτελεί μια πρωτοφανή και ιδιαίτερα σοβαρή πρόκληση για τον κλάδο του τουρισμού και της φιλοξενίας, τόσο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Η διάρκεια και η πορεία της πανδημίας όπως επίσης και η πλήρης έκταση και ένταση των επιπτώσεών της αποτελούν ακόμη αντικείμενο εκτιμήσεων και προβλέψεων, γεγονός που, όπως είναι φυσικό, δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα και ανησυχία στις επιχειρήσεις του κλάδου, τόσο για το πως θα εξελιχθεί η κατάσταση στο άμεσο μέλλον, όσο και για τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις», σημείωσε ο Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου, Principal Strategy, Analytics and M&A του τμήματος Consulting της Deloitte.

«Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων, όπως επίσης και όλοι οι εμπλεκόμενοι με τον κλάδο, καλούνται να λάβουν τώρα σημαντικές αποφάσεις. Αποφάσεις, που εκτός της αντιμετώπισης των άμεσων προκλήσεων, ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στη μελλοντική πορεία των επιμέρους οργανισμών, αλλά και του κλάδου ως σύνολο», τονίζει ο κ. Παπακωνσταντίνου.

«Την παρούσα στιγμή, ένα είναι το μόνο σίγουρο», δήλωσε με τη σειρά του ο Βασίλης Καφάτος, Partner, Clients & Industries Leader – Travel, Hospitality & Services Leader της Deloitte:

«Ότι η κρίση του κορονοϊού, αργά ή γρήγορα, θα περάσει και ότι ο ελληνικός τουρισμός θα επανακάμψει καθώς ο κόσμος ποτέ δεν θα σταματήσει να ταξιδεύει και η χώρα μας δεν θα απολέσει τα σημαντικά της ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, ενώ μπορεί να βγει από την κρίση ακόμη πιο δυνατή, ιδιαίτερα σε σύγκριση με ανταγωνιστικούς τουριστικούς προορισμούς».

«Πιθανώς όμως -εκτίμησε- το τοπίο να είναι πολύ διαφορετικό, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και για τον ελληνικό κλάδο του τουρισμού και της φιλοξενίας. Για τον λόγο αυτό, ποτέ δεν είναι αρκετά νωρίς για τους επικεφαλής των επιχειρήσεων να ξεκινήσουν το σχεδιασμό τους, τόσο σε ό,τι αφορά τις επόμενες, άμεσες κινήσεις τους, όσο και την προετοιμασία τους για την επόμενη ημέρα μετά τον κορονοϊό.

«H επόμενη αυτή ημέρα θα ανήκει σε αυτούς που θα αποδεχθούν την αβεβαιότητα για τη νέα κανονικότητα που θα προκύψει στο μέλλον, σε αυτούς που θα έχουν το θάρρος και το κουράγιο να αναγνωρίσουν τι γνωρίζουν, και κυριότερα τι δεν γνωρίζουν, και να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ των δύο», κατέληξε στη δήλωσή του ο κ. Καφάτος.