Κάποιοι από τους κεντρικούς τραπεζίτες των κρατών- μελών της Ευρωζώνης εξέφρασαν τη διαφωνία τους ως προς μία από τις σημαντικές αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη. Αυτό συνέβη, ωστόσο, στο πλαίσιο ενός συναινετικού κλίματος κυρίως όσον αφορά το γεγονός ότι ήρθε ο καιρός οι κυβερνήσεις των 19 χωρών της ευρωζώνης να αναλάβουν τις όποιες ευθύνες τους, παύοντας να βασίζονται στα «μπαζούκας» του Μάριο Ντράγκι, του απερχόμενου πρόεδρου της ΕΚΤ, ο οποίος φρόντισε τρόπον τινά να επισπεύσει τις διαδικασίες, ικανοποιώντας τις αγορές.
Από την 1η Νοεμβρίου, οπότε, επομένη της αποχώρησης του «Σούπερ Μάριο» από την Φρανκφούρτη, έπειτα από μια οκταετία στην προεδρία, πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Εasing – QE) μέσω του οποίου αποφεύχθηκε ο αποπληθωρισμός και δόθηκε ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία τα τελευταία χρόνια. Παρότι, ωστόσο, μέσω της έναρξης αυτού του νέου γύρου αγοράς ομολόγων ο ιταλός τραπεζίτης χάραξε τον ορίζοντα της νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η διάδοχός του, αποτελεί γεγονός πως η Κριστίν Λαγκάρντ κατά πάσα πιθανότητα θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να αντιμετωπίσει τα «γεράκια» της ζώνης του ευρώ.
Πέρα από τους «συνήθεις υπόπτους», τον Γενς Βάιντμαν της Bundesbank, την Ζαμπίνε Λάουτενσλεγκερ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και τον Κλάας Κνοτ, διοικητή της Τράπεζας της Ολλανδίας, ιδιαίτερα επιφυλακτικός φέρεται πως ήταν και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό.
Σε γενικές γραμμές οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν προέβαλαν ενστάσεις όσον αφορά την απόφαση εφαρμογής ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Εξέφρασαν, ωστόσο, τις αμφιβολίες τους όσον αφορά την ανάγκη να εφαρμοστεί άμεσα, θεωρώντας πως η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι τόσο κρίσιμη ώστε να αιτιολογείται η καταφυγή σε ένα τόσο δραστικό μέτρο.
Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, συμπέρασμα που προέκυψε από την συνεδρίαση της Πέμπτης αφορά την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων, την οποίοι φαίνεται πως πλέον αναγνωρίζουν όλοι. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντράγκι επανέλαβε τουλάχιστον δύο φορές πως η παράγραφος του ανακοινωθέντος στην οποία οι θεματοφύλακες του ευρώ υπογραμμίζουν πως όποια χώρα έχει περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών θα πρέπει να αρχίσει να ξοδεύει «εγκαίρως και αποτελεσματικά» εγκρίθηκε «ομόφωνα».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ακόμα και οι εκπρόσωποι της Γερμανίας στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνηγόρησαν – κλείνοντας το μάτι στην ξεροκέφαλη Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών της Ολαφ Σολτς – για την ανάγκη χώρες όπως η πατρίδα τους να προβούν στη προπαρασκευή ενός νέου πακέτου μέτρων τόνωσης της οικονομίας με στόχο να αποτραπεί μια νέα ύφεση.
Μερικές εβδομάδες πριν από την αποχώρησή του ο 72χρονος Μάριο Ντράγκι, ο άνθρωπος που έσωσε το ευρώ από την καταστροφή, αποφάσισε να αξιοποιήσει συγχρόνως όλα τα όπλα που είχε στη διάθεσή του (ποσοτική χαλάρωση ύψους 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, μείωση του βασικού επιτοκίου καταθέσεων κατά 10 μονάδες βάσης στο – 0,50%, διατήρηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ στο κατώτερο επίπεδο έως ότου οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σταθερά πλησίον του 2%) με στόχο την προάσπιση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Για να είναι, ωστόσο, αποτελεσματικά τα εν λόγω μέτρα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να υποστηρίξουν τις ενέργειες της ΕΚΤ. «Από μόνη της η ΕΚΤ δεν μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, να επιλύσει το Brexit ή να τερματίσει τους εμπορικούς πολέμους. Η νομισματική πολιτική δεν επαρκεί. Το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη κινείται κατά μέσο όρο στο 87% επί του ΑΕΠ και με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού αλλά και την πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, για να μειωθεί στο 60% θα χρειαστούν 15 χρόνια. Αμφιβάλλω πως αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό αλλά και βιώσιμο για την ίδια την ΕΚΤ. Είναι απαραίτητος ένας διαφορετικός συνδυασμός νομισματικής πολιτικής και δημοσιονομικών πολιτικών», υπογράμμισε, μιλώντας στον Φεντερίκο Φουμπίνι της Corriere della Sera ο Σιλβάν Μπρουαγιέ. της
«Η ΕΚΤ έδωσε τα πάντα για να αποτρέψει την απογοήτευση των αγορών», πρόσθεσε ο επικεφαλής της S&P Global Ratings για την Ευρώπη, προβλέποντας πως τα επιτόκια θα μειωθούν περαιτέρω. Γιατί «σε αυτόν τον κόσμο της χαμηλής ανάπτυξης, του χαμηλού πληθωρισμού, του υψηλού χρέους και των προβληματικών συστημάτων συνταξιοδότησης η ΕΚΤ δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να βοηθά. Με κάθε τρόπο», εξήγησε.
«Αλλά η πολιτική της ΕΚΤ και οι δημοσιονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων αποτελούν δύο σκέλη και τα χρειαζόμαστε αμφότερα για να προχωρήσουμε. Η Γερμανία αποταμίευσε πολλά και επένδυσε λίγα και τώρα βλέπουμε τις συνέπειες», σημείωσε ο κ. Μπρουαγιέ. Kαι πρόσθεσε ότι λαμβάνοντας υπόψη των ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της και της προόδου των τεχνολογιών η πιο ισχυρή οικονομία της Ευρώπης θα έπρεπε να έχει προβεί σε επενδύσεις ύψους 250 δισεκατομμυρίων ευρώ τόσο στο ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.