Μέχρι τα 21 του ξόδευε τη ζωή του ανάμεσα στα ξέφρενα πάρτι, το σεξ και τα ναρκωτικά. Το 2015 ο ατζέντης του ένιωσε την ανάγκη να του βρει ελαφρυντικά για τον έκλυτο βίο του, που είχε σκανδαλίσει τα αγγλικά ταμπλόιντ: «οι νέοι παίκτες κάνουν λάθη». Ο Ραχίμ Στέρλινγκ ήταν, ήδη, γκόλντεν-μπόι της Λίβερπουλ και της εθνικής Αγγλίας. Είχε ιδιαίτερο ταλέντο στην μπάλα. Για ‘κείνον, όμως, το ποδόσφαιρο δεν ήταν παρά ο χρηματοδότης της ακολασίας του.
Ωρίμασε, ξαφνικά, στα 23 του. Αλλαξε, εντελώς, τρόπο ζωής, αφοσιώθηκε στη δουλειά του (είχε πάρει μεταγραφή στη Μάντσεστερ Σίτι) και τη σεζόν 2018-2019 το αστέρι του έλαμψε στα γήπεδα περισσότερο από ποτέ. Πρωταγωνίστησε στην κατάκτηση ενός ιστορικού «τρεμπλ» (Πρέμιερ Λιγκ, Κύπελλο Αγγλίας και Λιγκ Καπ). Σκαλίζοντας για καινούργιες πικάντικες ιστορίες του, τα μίντια ανακάλυπταν έναν «άλλο» Στέρλινγκ, που νοιαζόταν για τον κόσμο γύρω του. Στήριζε οικονομικά ανθρώπους που έπεσαν θύματα καταστροφών, συμμετείχε σε διάφορα πρότζεκτ που έτειναν χείρα βοηθείας στη νεολαία του Μπρεντ (περιοχή του βορειοδυτικού Λονδίνου, στην οποία μεγάλωσε) και δεν έχανε ευκαιρία να σηκώσει το λάβαρο στη μάχη κατά του ρατσισμού.
Τώρα, στα 26 του (θα τα κλείσει τον Δεκέμβριο), ο πιο καλοπληρωμένος άγγλος ποδοσφαιριστής είναι έτοιμος να περάσει σε μια ανώτερη πίστα κοινωνικού ακτιβισμού: σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα ίδρυμα, το οποίο θα προσφέρει σε άπορα παιδιά και νέους που μειονεκτούν, ευκαιρίες να αποδράσουν από την κακή τους μοίρα. «Κουράστηκα να μιλάω για το τι θα μπορούσε, ή τι θα έπρεπε να συμβαίνει. Θα προσπαθήσω να αλλάξω κάποια πράγματα ο ίδιος. Να βοηθήσω νέους που θέλουν να σπουδάσουν, ή κάποιους που χρειάζονται αθλητικό εξοπλισμό», εξήγησε στους Sunday Times.
Η δική του οικονομική συνεισφορά θα είναι επταψήφια: ένα εκατομμύριο στερλίνες, ή και κάτι παραπάνω. Αλλά το πιο σημαντικό είναι οτι ο Στέρλινγκ έχει ζητήσει από τον σύλλογό του και τους βασικούς του χορηγούς να χρηματοδοτήσουν αυτό το εγχείρημα, ελπίζοντας πως θα συγκεντρώσει γύρω στις 10 εκατ. στερλίνες γι’ αυτόν τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό που, μεταξύ άλλων, θα παρέχει υποτροφίες για σπουδές σε βρετανικά πανεπιστήμια.
«Δεν με ενδιαφέρει να αποκτήσω ακόμη ένα εκατομμύριο. Αυτό που θα με κάνει ευτυχισμένο, είναι να ξέρω πως βοήθησα κάποιους ανθρώπους, έστω πέντε, ή και μόνον έναν, να βγουν από το κοινωνικό περιθώριο και να γνωρίσουν μια καλύτερη Αγγλία», τόνισε στη λονδρέζικη εφημερίδα. Ο Στέρλινγκ θέλει να προσφέρει σε άλλους την ευκαιρία που δόθηκε και στον ίδιο, όταν στα τέσσερά του χρόνια μετανάστευσε, με τη μητέρα του, από την Τζαμάικα στο Νησί (ο πατέρας του είχε δολοφονηθεί δύο χρόνια νωρίτερα στο Κίνγκστον). Γι’ αυτόν, βεβαίως, δεν φρόντισε κάποιο ίδρυμα, αλλά το εξαιρετικό ταλέντο του στο ποδόσφαιρο.
Εαυτούληδες, παραδόπιστοι και ματαιόδοξοι, που ζουν στη «φούσκα» τους, αποκομμένοι από τον πραγματικό κόσμο. Αυτή η αντίληψη επικρατούσε, επί δεκαετίες, για τις «ντίβες» των επαγγελματικών σπορ. Και δεν ήταν λανθασμένη. Τους «Θεούς των γηπέδων», σπανίως τους απασχολούσαν τα βάσανα των… κοινών θνητών. Οι κοινωνικές ευαισθησίες του Μοχάμεντ Αλι, ή του Τόμι Σμιθ και του Τζον Κάρλος που ύψωσαν τις black power γροθιές τους από το πόντιουμ των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, υπήρξαν οι εξαιρέσεις του κανόνα.
Ωσπου, τον τελευταίο καιρό, οι αθλητές άρχισαν να αλλάζουν τη «No Politica» στάση τους. Πρώτα, με αφορμή τη συστημική ρατσιστική βία εναντίον των μαύρων στις ΗΠΑ. Και, στη συνέχεια, για κάθε μεγάλη κοινωνική αδικία. Εάν δεν έπεσε… επιδημία ευαισθητοποίησης, κάτι άλλο συνέβη. Δυο πράγματα, για την ακρίβεια. Χάρη και στα social media αντιλήφθηκαν, επιτέλους, πόσο δυνατή είναι η φωνή τους, ενώ ο κοινωνικός τους παρεμβατισμός, που κάποτε απειλούσε τις καριέρες τους, απέκτησε κι έναν άλλον πολύτιμο σύμμαχο: τους χορηγούς. Τώρα πια, οι πρωταγωνιστές των σπορ δεν φοβούνται να μοιραστούν ανοιχτά τις ανησυχίες τους για κάθε μορφής ανισότητα. «Τα βάζουν» ακόμη και με τις κυβερνήσεις, όπως κάνει εδώ και μήνες ένα άλλο διακεκριμένο αθλητικό τέκνο του Μάντσεστερ: ο Μάρκους Ράσφορντ.
Στα 23 του χρόνια (θα τα κλείσει σε λίγες μέρες) έβαλε ένα υπέροχο… γκολ στον βρετανό πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον, με την εκστρατεία του για τα δωρεάν γεύματα 200.000 μαθητών (που διακόπηκαν όταν η Covid-19 έκλεισε τα σχολεία), αλλά και τριών εκατομμυρίων ανθρώπων που επηρεάστηκαν από την πανδημία στην Αγγλία. Ο επιθετικός της Γιουνάιτεντ δεν πέρασε την καραντίνα, παίζοντας video-games στο σαλόνι του πολυτελούς του σπιτιού, ή ανεβάζοντας στο Διαδίκτυο βιντεάκια ατομικής προπόνησης, αλλά έγραψε μια πρωτοφανή ιστορία κοινωνικής προσφοράς, που έδωσε φαγητό στα πεινασμένα παιδιά και τροφή για σκέψη στους συμπολίτες του. Για κανέναν από τους πολλούς θριάμβους του στα γήπεδα δεν είχε γνωρίσει τέτοια αποθέωση.
Βραβεύτηκε από τη Βασίλισσα Ελισάβετ και το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, έγινε γκράφιτι στους τοίχους της πόλης, εξώφυλλο στο Vogue, επαινέθηκε από φίλους και αντιπάλους (τη Λίβερπουλ, τον Κλοπ, τον Μουρίνιο…). Η αρθρογράφος του Guardian, Μαρίνα Χάιντ, έγραψε: «Ο κόσμος ρωτά, συνήθως, πόσους νοσοκόμους μπορείς να ανταλλάξεις με έναν ποδοσφαιριστή… Αλλά ένας Ράσφορντ αξίζει όσο 100 υπουργοί!». Και ο Γκάρι Λίνεκερ «τιτίβισε»: «Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις το Νο 10 της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, να αλλάζει την πολιτική του Νο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ (της πρωθυπουργικής κατοικίας)».
Ζούμε την ανατολή του κοινωνικού ακτιβισμού των αθλητών. Μακάρι να μεσουρανήσει. Διότι, όπως είπε κάποτε ο Νέλσον Μαντέλα, «τα σπορ έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον πλανήτη, να εμπνεύσουν και να ενώσουν τους ανθρώπους με τρόπο που ελάχιστοι μπορούν».