Ερευνητές και κινηματογραφιστές από το BBC, πλέοντας προς την ακτή του Elephant Island (Νήσος των Ελεφάντων), στα νοτιοανατολικά της Ανταρκτικής έμειναν άναυδοι μπροστά στο πρωτόγνωρο θέαμα: ένα ενθουσιασμένο κοπάδι από 150 πτεροφάλαινες έχει επιστρέψει στα νερά όπου ιστορικά αναζητά τροφή, μετά από δεκαετίες απουσίας.
«Είναι μια από τα πιο εντυπωσιακές παρατηρήσεις που έχω κάνει», δήλωσε στους New York Times η Ελένα Χερ, οικολόγος θαλάσσιων θηλαστικών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και επικεφαλής συγγραφέας της σχετικής έρευνας που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports.
Αυτά τα καλά νέα δίνουν ελπίδες στους επιστήμονες τόσο για την ανάκαμψη των αριθμών των πτεροφαλαινών, του δεύτερου μεγαλύτερου είδους φαλαινών στον κόσμο, όσο και συνολικά για τη βιοποικιλότητα των ωκεανών που έχει υποβαθμιστεί από την ποικιλότροπη παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον.«Είναι ένα δείγμα, πως αν επιβληθεί η επίβλεψη και η προστασία, υπάρχουν πιθανότητες ένα είδος να ανακάμψει», σημείωσε η δρ Χερ.
Μια τέτοια ανθρώπινη παρέμβαση στους ωκεανούς ήταν και η εμπορική φαλαινοθηρία. Στο ίδιο σημείο που εντοπίστηκε τώρα το κοπάδι των πτερoφαλαινών, για το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ου αιώνα έπλεαν φαλαινοθηρικά τα οποία υπολογίζεται πως, από το 1904 έως το 1976, σκότωσαν 725.000 πτεροφάλαινες στον Νότιο Ωκεανό, μειώνοντας τον πληθυσμό τους στο 1% σε σχέση με τους αριθμούς τους πριν ξεκινήσει η φαλαινοθηρία σε εμπορική κλίμακα. Το θέαμα αυτών των ημερών, σύμφωνα με τη δρ Χερ, παραπέμπει σε εποχές πριν από την διάδοση της φαλαινοθηρίας, όπως για παράδειγμα στην περιγραφή του φυσιοδίφη Γουίλιαμ Σπίερς Μπρους από το ταξίδι που έκανε στην Ανταρκτική το 1892 και έβλεπε ράχες φαλαινών «από τον έναν ορίζοντα ως τον άλλον».
Σήμερα, 40 χρόνια μετά την απαγόρευση της φαλαινοθηρίας σε εμπορική κλίμακα από τη Διεθνή Επιτροπή Φαλαινοθηρίας, οι συντάκτες της έρευνας υπολογίζουν ότι υπάρχουν περίπου 8.000 πτεροφάλαινες στην περιοχή της Ανταρκτικής ενώ η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης, κατηγοριοποιεί τις πτεροφάλαινες ως «εκτεθειμένο είδος» και υπολογίζει τον αριθμό τους στις 100.000 παγκοσμίως. Η αργή ανάκαμψη τους οφείλεται, όπως ανέφερε η δρ Χερ στον Guardian, στο γεγονός ότι η πτεροφάλαινα έχει προσδόκιμο ζωής 70-80 χρόνια και στη διάρκεια της ζωής της γεννά ένα μικρό τη φορά ανά τρία με τέσσερα χρόνια.
Αυτή η αύξηση στους αριθμούς, με όποιον ρυθμό κι αν πραγματοποιείται, είναι καλό σημάδι για την υγεία των ωκεανών αλλά και για κάτι ακόμη: για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι φάλαινες τρέφονται με το πλούσιο σε σίδηρο κριλ, ένα ζωοπλαγκτόν που συγγενεύει με τη γαρίδα. Το σίδηρο το οποίο επιστρέφει στον ωκεανό κατά την αφόδευση τους είναι ζωτικής σημασίας στην ανάπτυξη του φυτοπλαγκτόν, τη βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας, το οποίο φωτοσυνθέτει όπως ακριβώς τα φυτά της ξηράς: απορροφά, δηλαδή, το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και το μετατρέπει σε πολύτιμο οξυγόνο καθιστώντας τις φάλαινες, σύμφωνα με την δρ Χερ, «μηχανικούς του οικοσυστήματος».