Από την Παρασκευή και για τρεις μέρες εκατομμύρια Ρώσοι θα συμμετάσχουν στην επανεκλογή του Βλαντίμιρ Πούτιν, του «μακροβιότερου δικτάτορα της χώρας μετά τον Στάλιν», γράφει ο Economist. Σε ένα κράτος όπου οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης είναι νεκροί, στη φυλακή ή στην εξορία, όπου το να λέει κανείς την αλήθεια απευθυνόμενος στην εξουσία αποτελεί ποινικό αδίκημα και όπου ένας αυταρχικός ηγέτης δεν έχει κανένα πρόβλημα να σκοτώσει εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες και γείτονές του για να επιδείξει και να διατηρήσει την εξουσία του, μια εκλογική αναμέτρηση φαίνεται εντελώς περιττή, με το βρετανικό έντυπο να κάνει λόγο για «ιδιότυπη παρωδία» και «γραφικό αναχρονισμό».
Η όλη διαδικασία για την επανεκλογή του Πούτιν θα ξεκινήσει την Παρασκευή 15 Μαρτίου και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή 17 του μήνα. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια εκλογική αναμέτρηση όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι στον Δυτικό κόσμο. «Εάν η Ρωσία ήταν μια δημοκρατία, ο Πούτιν θα είχε εγκαταλείψει την εξουσία το 2008, όταν τελείωσε η δεύτερη και τελευταία του, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θητεία. Αλλά όπου ο πόλεμος είναι ειρήνη, η άγνοια είναι δύναμη και η ελευθερία είναι δουλεία, η ουσία αυτής της εκλογής είναι η απουσία επιλογής» αποφαίνεται ο Economist.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει μια βιώσιμη εναλλακτική επιλογή ούτε αξιόπιστοι ελεγκτικοί μηχανισμοί (η μόνη ανεξάρτητη οργάνωση παρατήρησης εκλογών της Ρωσίας, η Golos, έχει χαρακτηριστεί «ξένος πράκτορας» και ο συνιδρυτής της βρίσκεται στη φυλακή), είναι βέβαιο ότι ο Πούτιν θα πετύχει αυτό που θέλει. Ανεξάρτητα, πάντως, από το τελικό αποτέλεσμα, που καθιστά περιττή την όλη διαδικασία, οι εκλογές είναι πολύ σημαντικές για το καθεστώς του.
«Οι σοβιετικοί ηγέτες που διεξήγαγαν επίσης ψευδοεκλογές, μερικές φορές με μόνο έναν υποψήφιο στο ψηφοδέλτιο, μπορούσαν ακόμα να βασίζονται στην κληρονομιά της επανάστασης των Μπολσεβίκων και στη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τυραννία του Πούτιν είναι και πιο προσωπική και λιγότερο ιδεολογική. Αποκομίζει τη νομιμοποίησή του από τη χρήση βίας και την προσεκτικά διατηρημένη παρουσία λαϊκής υποστήριξης. Τα φαντάσματα των εξωτερικών εχθρών –Δύση και Ουκρανία– και των εσωτερικών (ξένοι πράκτορες) επιστρατεύονται για να τον στηρίξουν» εξηγεί ο Economist.
Μιλώντας στο βρετανικό περιοδικό, ο ρώσος πολιτικός στοχαστής και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Γκρεγκ Γιούντιν, σημείωσε πως οι προεδρικές εκλογές ουσιαστικά αποτελούν μια μορφή επιδοκιμασίας – «μια τελετουργική δημόσια έκφραση έγκρισης προς τους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους, που χρονολογείται από την εποχή της αρχαίας Ρώμης». (Η Μόσχα, όπως θυμίζει ο Economist, κάποτε θεωρούσε τον εαυτό της ως «τρίτη Ρώμη».)
Ο στόχος δεν είναι, φυσικά, η αλλαγή, αλλά η εκ νέου νομιμοποίηση ενός δικτάτορα που γερνάει. «Οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί από τον ηγέτη. Ο ρόλος του λαού είναι να λέει “ναι”, να επιδοκιμάζει» ανέφερε ο ρώσος φιλόσοφος. Και είναι αλήθεια πως από τότε που ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία (το 2000), το καθεστώς του καλλιέργησε την παθητικότητα, απομακρύνοντας τους πολίτες από την ενεργό πολιτική και χρησιμοποιώντας τους μόνο για τέτοιου είδους δημόσιες επιδοκιμασίες.
Ενας άλλος Ρώσος, πέρα από τον Πούτιν, που είχε αντιληφθεί την ουσία και τη σημασία αυτής της τελετουργικής επιδοκιμασίας ήταν ο Αλεξέι Ναβάλνι. Γι’ αυτό προσπάθησε να τη σπάσει, διεκδικώντας τον επαναπροσδιορισμό της εκλογικής διαδικασίας ως πραγματικής έκφρασης της πολιτικής βούλησης των ψηφοφόρων. Ο κατεξοχήν πολιτικός αντίπαλος του ρώσου προέδρου γνώριζε, φυσικά, πως μέσω της κάλπης δεν επρόκειτο να αλλάξουν τα πράγματα στη Ρωσία, αλλά έβλεπε τις εκλογές ως μια ευκαιρία καταγραφής της διαφωνίας.
Η έκκλησή του, το 2011, προς τους συμπατριώτες του να ψηφίσουν οποιοδήποτε άλλο κόμμα, εκτός από την Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν, κινητοποίησε τόσο τους ψηφοφόρους όσο και τους παρατηρητές, αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να αλλοιώσει το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών εκείνης της χρονιάς τόσο κατάφωρα ώστε να προκληθούν οι εντονότερες διαμαρτυρίες στη μετασοβιετική ρωσική Ιστορία.
Οπως θυμίζει ο Economist, παρότι ο ίδιος ήταν έγκλειστος σε μια από τις πιο σκληρές σωφρονιστικές αποικίες της Αρκτικής, κατηγορούμενος για εξτρεμισμό, η οργάνωσή του είχε κηρυχθεί παράνομη και ορισμένοι από τους συμμάχους του βρίσκονταν επίσης στη φυλακή, ο Αλεξέι Ναβάλνι συνέχιζε να προκαλεί το Κρεμλίνο και να κινητοποιεί χιλιάδες ανθρώπους.
Αντί να πει στους υποστηρικτές του να αγνοήσουν την εκλογική παρωδία του Πούτιν, τους προέτρεψε να μετατρέψουν τις εκλογές σε μια διαδικασία δήλωσης της αυτενέργειάς τους. Δύο εβδομάδες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Ναβάλνι κάλεσε εκατομμύρια ανθρώπους να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες το μεσημέρι της Κυριακής 17 Μαρτίου, τελευταίας ημέρας της τριήμερης εκλογικής διαδικασίας, για να ψηφίσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον Πούτιν, να ρίξουν άκυρη ψήφο ή απλώς να συναθροιστούν και να ανταλλάξουν απόψεις.
«Εάν αποφασίσουν να με σκοτώσουν, αυτό θα σημαίνει πως είμαστε απίστευτα δυνατοί» είπε ο Ναβάλνι λίγο πριν επιστρέψει στη Ρωσία, το 2021, και συλληφθεί. Αλλά ακόμη και μέσα από την απομόνωση, όπου συνήθως τον είχαν, συνέχισε, με εμφανίσεις στο δικαστήριο και με επιστολές, να υποστηρίζει τους πολίτες που πίστευαν ότι το όραμά του για τη Ρωσία ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος θα μπορούσε να πραγματωθεί.
«Δολοφονώντας τον Ναβάλνι έναν μήνα πριν από την “εκλογή” του, ο Πούτιν ήθελε να δείξει ότι δεν υπήρχε εναλλακτική στη δική του ιμπεριαλιστική εκδοχή της Ρωσίας. Μην μπορώντας να τον αμφισβητήσει στην κάλπη, ο Ναβάλνι συνεχίζει να το κάνει από τον τάφο του. Η κηδεία του την 1η Μαρτίου μετατράπηκε σε ορατή πράξη περιφρόνησης» γράφει ο Economist.
Πράγματι, παρά τις απειλές και τον εκφοβισμό, δεκάδες χιλιάδες πολίτες στη Μόσχα και σε ολόκληρη τη χώρα συγκεντρώθηκαν για να θρηνήσουν τον θάνατο του Ναβάλνι και να αποτίσουν τον φόρο τιμής τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία των μέσων μαζικής μεταφοράς της Μόσχας, από τη 1 Μαρτίου, ημέρα της κηδεία, έως και τις 3 του μήνα, 27.000 περισσότεροι άνθρωποι από όσοι συνήθως χρησιμοποίησαν τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό στο νεκροταφείο. Πολλοί άλλοι πήγαν με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο. Περίμεναν στην ουρά επί ώρες, κρατώντας κεριά και φωτογραφίες του Ναβάλνι, ψέλνοντας και φωνάζοντας το όνομά του, «Οχι στον πόλεμο» και –με τρομακτική γενναιότητα– «Ο Πούτιν είναι δολοφόνος».
Ανθρωποι όλων των ηλικιών και όλων των στρωμάτων κάλυψαν τον τάφο του με έναν σωρό από λουλούδια και δεν έκρυψαν τα πρόσωπά τους από κάμερες παρακολούθησης και μασκοφόρους αστυνομικούς. Η μουσική του «Terminator 2», μια από τις αγαπημένες ταινίες του Ναβάλνι, καθώς και το «My Way» με τη φωνή του Φρανκ Σινάτρα, που ακούστηκαν στην κηδεία, μετατράπηκαν σε ύμνους αντίστασης.
«Oσοι παρευρέθηκαν στην κηδεία εντυπωσιάστηκαν από το κλίμα, όχι μόνο προσωπικής θλίψης, αλλά και αλληλεγγύης. Οι άνθρωποι μοιράζονταν φαγητό και τσάι και αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον, γνωρίζοντας καλά ότι αυτή ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν τόσο μαζικά» συνοψίζει ο Economist.
Αυτό όμως δεν συνέβη μόνο στη Μόσχα. Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες αυτοσχέδια μνημεία είχαν στηθεί σε περισσότερες από 230 πόλεις της Ρωσίας, με τον κόσμο να εναποθέτει λουλούδια και να ανάβει κεριά σε μνημεία θυμάτων καταστολής, σε αυλές και σε εισόδους κτιρίων. «Η παράδοση της κηδείας έχει συγχωνευτεί στην πολιτική διαμαρτυρία» έγραψε σχετικά η κοινωνική ανθρωπολόγος Αλεξάντρα Αρχίποβα.
Η Γιούλα Ναβάλναγια, η χήρα του ρώσου αντιφρονούντα, που δεσμεύτηκε να συνεχίσει τον αγώνα του εκλιπόντος συζύγου της, κάλεσε τους υποστηρικτές του να μη σταματήσουν να διαμαρτύρονται και «να χρησιμοποιήσουν την ημέρα των εκλογών για να καταδείξουν ότι είμαστε εκεί και είμαστε πολλοί, είμαστε αληθινοί, ζωντανοί άνθρωποι, και είμαστε εναντίον του Πούτιν».
«Η εμφάνιση το μεσημέρι της 17ης Μαρτίου (στα εκλογικά κέντρα) δεν θα οδηγήσει σε αλλαγή εξουσίας στη Ρωσία. Αλλά σε μια χώρα όπου τα σύμβολα και οι χειρονομίες έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις δηλώσεις, η κηδεία του Ναβάλνι έχει ήδη επισκιάσει την επιδοκιμασία προς τον Πούτιν» καταλήγει ο Economist.