Στην εξαιρετική κατασκοπική σειρά της Fox «The Americans» παρακολουθούμε ένα κλασικό μεσοαστικό ζευγάρι Αμερικανών που ζει και εργάζεται στην Ουάσινγκτον από το 1964. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχουν αποκτήσει μια έφηβη κόρη και έναν μικρό γιό και λειτουργούν το δικό τους ταξιδιωτικό γραφείο.
Μόνο που, από τα μέσα του πρώτου επεισοδίου, ανακαλύπτουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο σοβιετικούς κατασκόπους που έχουν «φυτευτεί» στην αμερικανική κοινωνία για να μαζεύουν πληροφορίες για λογαριασμό της KGB. Τα παιδιά τους έχουν γεννηθεί στις ΗΠΑ, δεν γνωρίζουν την ιδιότητα των γονιών τους και το ζευγάρι ζει διπλή ζωή, άγνωστη ακόμα και στα στελέχη της Σοβιετικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον.
Το σενάριο της σειράς βασίζεται σε πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στον αμερικανικό Τύπο στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, και ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν από τις αμερικανικές Αρχές. Οι φήμες για την ύπαρξη των «Illegals» (Παρανόμων) κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Η περίπτωση των Μαρία Μάγερ και Λούντβιχ Γκιτς επιβεβαιώνει αυτή την υπομονετική κατασκοπική τακτική της Μόσχας, που φαίνεται πως επέζησε της πτώσης του σοβιετικού καθεστώτος. Το ζευγάρι τέθηκε υπό παρακολούθηση από τις σλοβενικές Αρχές τον περασμένο Δεκέμβριο και συνελήφθη τον Ιανουάριο μετά από συντονισμένη επιχείρηση της αστυνομίας της Λιουμπλιάνα – τη μεγαλύτερη στην ιστορία της χώρας.
Οι αστυνομικοί κατέκλυσαν το σπίτι, συνέλαβαν το ζευγάρι και έστειλαν τα δυο παιδιά τους σε μονάδες κοινωνικής φροντίδας. Η αστυνομία έκανε έφοδο και σε γραφείο ιδιοκτησίας του ζευγαριού. Ανάμεσα στα ευρήματα, σύμφωνα με πηγή με γνώση της έρευνας, ήταν ένα «τεράστιο» ποσό μετρητών – τόσο μεγάλο, μάλιστα, που χρειάστηκαν ώρες για να μετρηθεί.
Σε συνεντεύξεις με περίπου 12 άτομα που γνώριζαν το ένα ή και τα δύο μέλη του ζεύγους, δύο λέξεις συνέχιζαν να εμφανίζονται: «συνηθισμένο» και «ωραίο». Οι γείτονες επέμεναν ότι οι άνθρωποι που ζούσαν στο σπίτι ήταν μια οικογένεια εντελώς φυσιολογική και είπαν ότι τα παιδιά συχνά ακούγονταν να παίζουν στον κήπο, ουρλιάζοντας στα ισπανικά.
Η Μάγερ είχε ιδρύσει μια διαδικτυακή γκαλερί τέχνης, ενώ ο Γκιτς διεύθυνε μια νεοφυή εταιρία πληροφορικής. Ελεγαν σε φίλους ότι ο μόνιμος φόβος τους για τα εγκλήματα δρόμου στο σπίτι τους στην Αργεντινή, τους ώθησε να μετακομίσουν στην Ευρώπη. Η ειρηνική, ορεινή Σλοβενία τούς πρόσφερε μια αναζωογονητική αλλαγή ρυθμού ζωής.
Στα τέλη Ιανουαρίου, σλοβενικά μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν τις συλλήψεις, συνδέοντας το ζευγάρι με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών. Πηγές στη Λιουμπλιάνα είπαν στον Guardian ότι η Μαρία και ο Λούντβιχ ήταν στην πραγματικότητα επίλεκτοι ρώσοι κατάσκοποι, γνωστοί ως «παράνομοι». Οι συλλήψεις έγιναν μετά από πληροφορία που ελήφθη από ξένη υπηρεσία πληροφοριών.
Την περασμένη Πέμπτη, η υπουργός Εξωτερικών Τάνια Φαζόν επιβεβαίωσε αυτούς τους ισχυρισμούς, λέγοντας στους δημοσιογράφους ότι το ζευγάρι που συνελήφθη ήταν στην πραγματικότητα ρώσοι πολίτες, και όχι αργεντινοί.
Σε αντίθεση με τους «νόμιμους» ρώσους αξιωματούχους πληροφοριών, οι οποίοι παρουσιάζονται ως διπλωμάτες στις ρωσικές πρεσβείες σε όλον τον κόσμο, οι «παράνομοι» λειτουργούν χωρίς ορατούς δεσμούς με τη Μόσχα. Εκπαιδεύονται για χρόνια να υποδύονται ξένους και στη συνέχεια στέλνονται στο εξωτερικό για να συγκεντρώσουν πληροφορίες. Πολλοί έχουν παιδιά που μεγαλώνουν με τη νέα τους ταυτότητα, χωρίς να έχουν ιδέα ότι οι γονείς τους είναι στην πραγματικότητα Ρώσοι.
«Οι ύποπτοι είναι μέλη μιας ξένης υπηρεσίας πληροφοριών, που χρησιμοποίησαν παράνομα αποκτημένα ξένα έγγραφα ταυτότητας για να ζουν και να εργάζονται στη Σλοβενία με πλαστές ταυτότητες και να συλλέγουν μυστικά πληροφορίες» δήλωσε ο Ντράγκο Μενεγάλια, εκπρόσωπος της αστυνομίας της Λιουμπλιάνα.
Μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας, δύο πηγές με λεπτομερή γνώση της υπόθεσης είπαν ότι η Μάγερ και ο Γκιτς εργάζονταν για την υπηρεσία πληροφοριών SVR της Ρωσίας. Αν το ζευγάρι είναι όντως «παράνομοι» της SVR, θα είναι η πρώτη τέτοια υπόθεση που προβάλλεται δημόσια από το 2010, όταν το FBI συγκέντρωσε μια ομάδα 10 ατόμων στις ΗΠΑ, μετά από πληροφορίες ενός πληροφοριοδότη εντός της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Μια πηγή με γνώση των παρασκηνιακών ελιγμών δήλωσε ότι σε ανεπίσημες συνομιλίες μετά τις συλλήψεις, η Μόσχα παραδέχθηκε αμέσως ότι το ζευγάρι ήταν αξιωματικοί πληροφοριών της. Παρ’ όλο που οι προετοιμασίες για τη δίκη στη Σλοβενία βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις διεξάγονται μεταξύ Μόσχας και Δυτικών χωρών για την ανταλλαγή τους με άτομο ή άτομα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ρωσικές φυλακές, σύμφωνα με την πηγή.
Η Σλοβενία, με ασθενέστερο αντικατασκοπευτικό περιβάλλον από πολλές ευρωπαϊκές χώρες εντός της ζώνης ελεύθερης μετακίνησης του Σένγκεν, ήταν η τέλεια βάση για το ζευγάρι, ώστε να μπορεί να ταξιδεύει στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης χωρίς συνοριακούς ελέγχους. «Το βασικότερο μέρος της δραστηριότητάς τους δεν ήταν στη Σλοβενία» είπε μια πηγή.
Από την ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι Δυτικές χώρες έχουν εκδιώξει εκατοντάδες «νόμιμους» κατασκόπους, που εργάζονταν σε πρεσβείες σε όλη την Ευρώπη υπό διπλωματική κάλυψη. Αυτό ίσως ανάγκασε τη Μόσχα να βασίζεται περισσότερο στους «παρανόμους», καθώς και σε άλλα άτυπα δίκτυα.
Το μεγάλο απόθεμα μετρητών που βρέθηκε κατά την έρευνα στο γραφείο του ζεύγους, ενδεχομένως υποδεικνύει ότι τα καθήκοντά τους περιελάμβαναν πληρωμή άτυπων πρακτόρων ή πληροφοριοδοτών. Η Μόσχα μερικές φορές χρησιμοποιεί «παράνομους» για τέτοιου είδους καθήκοντα, επειδή οι αξιωματικοί πληροφοριών που εργάζονται στις πρεσβείες ενδέχεται να υπόκεινται σε παρακολουθήσεις ρουτίνας και έτσι να κινδυνεύουν να προδώσουν τις πηγές τους.
Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης της Μάγερ δείχνουν ότι ταξίδευε συχνά για να προωθήσει την «Γκαλερί 5’14», τη διαδικτυακή καλλιτεχνική πύλη της. Δεν είναι ξεκάθαρο αν στόχευε καλλιτεχνικούς κύκλους ή απλώς χρησιμοποιούσε την πλαστή ταυτότητά της ως πρόσχημα για να ταξιδεύει και να κάνει άλλες δουλειές.
Είχε επισκεφθεί την έκθεση τέχνης του Ζάγκρεμπ στην Κροατία τουλάχιστον δύο φορές και είχε ταξιδέψει στη Βρετανία πολλές φορές, όπου παρουσίασε πίνακες σε μια γκαλερί σε εμπορικό κέντρο του Εδιμβούργου. «Ηταν εξαιρετικά φιλική. Με έβαλε στη διαδικτυακή γκαλερί της και εξέθεσε τη δουλειά μου στο Εδιμβούργο. Αυτό ήταν σημαντικό για μένα, καθώς σπάνια έχω την ευκαιρία να εκθέτω τη δουλειά μου στο εξωτερικό» λέει ένας φωτογράφος με έδρα τη σλοβενική πόλη Μάριμπορ.
Ο Λούντβιχ Γκιτς χρησιμοποιούσε αργεντίνικο διαβατήριο, το οποίο αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Ναμίμπια το 1984, σύμφωνα με ένα αντίγραφο που έλαβε ο Guardian. Διεύθυνε την «DSM&IT», μια εταιρεία που προσφέρει λογισμικό για την οργάνωση των εισερχομένων email των χρηστών, αποκλείοντας ιούς, κακόβουλο λογισμικό και ανεπιθύμητα μηνύματα.
Οπως και η σύζυγός του, ο Γκιτς χρησιμοποιούσε τη δουλειά του για να ταξιδεύει. Τα προφίλ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνουν ότι παρακολούθησε το «CloudFest 2022», ένα συνέδριο στη Βάδη-Βυρτεμβέργη της Γερμανίας, που αυτοχαρακτηρίζεται ως το «Νο 1 φεστιβάλ υποδομής Διαδικτύου στον κόσμο» και λέει ότι προσελκύει χιλιάδες ανώτερα στελέχη που εργάζονται για την ασφάλεια στο Διαδίκτυο. Υποτίθεται ότι θα παρείχε στον Γκιτς αξιόλογες ευκαιρίες δικτύωσης.