Ποιος να μας το έλεγε, ότι ο καλύτερος τουριστικός οδηγός πόλης για την Αθήνα θα ερχόταν από ένα ενθουσιώδες και λεπτομερέστατο αφιέρωμα των New York Times. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και ύστερα από οχτώ χρόνια σκληρής οικονομικής κρίσης, η Αθήνα ξαναγεννιέται από τις στάχτες της, παίρνει πίσω τους τουρίστες που της είχαν στερήσει η ανύπαρκτη μεταολυμπιακή εκμετάλλευση και το μαύρο σύννεφο της κατάρρευσης και μάλιστα τους πολλαπλασιάζει.
Και όλα αυτά, δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από την αρθρογράφο Τσάρλι Γουάιλντερ, η οποία, έχοντας ζήσει την Αθήνα και στα χειρότερά της, επέστρεψε σε αυτήν για να αποκαταστήσει το όνομά της παγκοσμίως, καταγράφοντας νέα και παλιά στέκια που ξανανθίζουν, τους ανθρώπους που ξαναβρίσκουν το χαμένο τους χαμόγελο και τα πολιτιστικά ιδρύματα διεθνών προδιαγραφών.
Η Αθήνα ξαναγεννιέται λοιπόν. Και αυτό δεν είναι ιδέα μας. Και ευτυχώς, δεν περνά απαρατήρητο.
«Υπάρχουν μέρη στα οποία ζούμε και μέρη που επισκεπτόμαστε, αλλά υπάρχουν και κάποια άλλα μέρη. Μέρη στα οποία επιστρέφουμε, στα οποία βγάζουμε ρίζες, όχι για να μας κρατήσουν δέσμιους, αλλά που μας αλλάζουν και καταλήγουν να μας στοιχειώνουν. Κανένα άλλο μέρος δεν έχει τέτοια επιρροή πάνω μου όσο η Αθήνα, μία πόλη που έχω δει να αλλάζει και να εξελίσσεται, να υπομένει την κρίση και το χάος και την οικονομική κατάρρευση, κι όμως να καταφέρνει να αναδυθεί μέσα από τα συντρίμμια ως ένας από τους πιο ζωντανούς και σημαντικούς πολιτιστικούς προορισμούς της Ευρώπης» γράφει με ενθουσιασμό η ρεπόρτερ, συμπληρώνοντας ότι «πέρυσι η Αθήνα σημείωσε ρεκόρ επισκεπτών, καλωσορίζοντας 5 εκατομμύρια τουρίστες, διπλασιάζοντας τις επιδόσεις του 2012».
Η μαρτυρία της είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς η Τσάρλι Γουάιλντερ δεν είναι μια απλή ξένη ανταποκρίτρια που βλέπει την Αθήνα για πρώτη φορά και ενθουσιάζεται από το καλοβαλμένο και ξανανιωμένο προφίλ της. Οπως η ίδια τονίζει, γνώρισε την Αθήνα και στα δύσκολα χρόνια της βαθιάς κρίσης και οικονομικής ύφεσης: «”προσπαθούμε να είμαστε εντάξει σε αυτή τη χώρα που βουλιάζει” μου είχε γράψει ένας φίλος το 2011. Μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, άρχισα να τα παρακολουθώ κι εγώ από απόσταση: εξεγέρσεις, κοινωνική οργή, τεράστια ανεργία, ανησυχητική ύφεση».
Επιστρέφοντας σήμερα στον τόπο που αγάπησε και με τον οποίο έχει κρατήσει επαφή χάρη σε μερικούς καλούς φίλους που έχει κάνει στην Αθήνα, είδε με μεγάλη της χαρά, μια άλλη πόλη, ακόμη καλύτερη από εκείνη που είχε γνωρίσει και αγαπήσει προ κρίσης. Ισως επειδή ισχύει τελικά πως ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό.
«Η Αθήνα είναι πλέον πολύ πιο ζωντανή με τόσους διαφορετικούς τρόπους, πολιτιστικά ενημερωμένη και σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς τα κατάφερε όλα αυτά μέσα στην καρδιά της χειρότερης οικονομικής καταστροφής στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης» γράφει η Γουάιλντερ.
Ακολουθεί μια λεπτομερέστατη καταγραφή σε δημοφιλή στέκια και εστιατόρια στο κέντρο της πόλης, όπως είναι το ελληνο-ιαπωνικό «Nolan», το μπαρ «Booze», το «Baba au Rum» και το «Clumsies», αλλά δεν μένει ασυγκίνητη και από τους νέους και δραστήριους χώρους πολιτισμού: Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, κ.ά, ενώ δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στο Μουσείο της Ακρόπολης-η κεντρική φωτογραφία του ρεπορτάζ των New York Times είναι τραβηγμένη μέσα στο Μουσείο, με θέα τον Παρθενώνα.
Οταν αναφέρεται στα Εξάρχεια, κάνει λόγο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008, σημειώνοντας ότι αυτό το γεγονός συνέπεσε χρονικά με μια περίοδο κατά την οποία η Αθήνα άρχιζε να βουλιάζει στην κοινωνική δυσλειτουργία και στην απόγνωση.
Η Τσάρλι Γουάιλντερ νιώθει ότι η Αθήνα δείχνει σημαντικά σημάδια ανάκτησης των παλιών της δυνάμεων και της παλιάς της λάμψης. Παρατηρεί, ότι «όπου κι αν κοιτάξεις, βλέπεις τουρίστες που σέρνουν τις βαλίτσες τους ή κρατούν τα κινητά τους ανοιχτά στους Google Maps». Και είναι αρκετά ευγενική, ώστε να μην αναφερθεί στα λιγότερο φωτογενή σημεία της Αθήνας, όπως είναι για παράδειγμα, κάποιοι λόφοι σκουπιδιών που επισκιάζουν τη νέα, βελτιωμένη εκδοχή αυτής της εφτάψυχης μητρόπολης.