Το απομεσήμερο της 29ης Νοεμβρίου ο Γιώργος Βρακάς θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή. Στα 16 του χρόνια έγινε ο νεαρότερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε με την πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ σε επίσημο ματς. Το παιχνίδι στο «Καυτανζόγλειο» κόντρα στον Αιγινιακό (5-0), για το Κύπελλο Ελλάδας, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος θα ήταν ο νικητής. Αλλά, και πάλι, σε μία ομάδα γεμάτη ακριβοπληρωμένες ρεζέρβες που διψούν για μερικά λεπτά συμμετοχής, η παρουσία του πιτσιρικά στη βασική ενδεκάδα ήταν μεγάλη -και ευχάριστη- έκπληξη.
Ο δεύτερος πιο νεαρός (με διαφορά μιας εβδομάδας) ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ που φόρεσε τη φανέλα της ανδρικής ομάδας, ο Απόστολος Τσουρέλας, είχε πάρει την ευκαιρία του πριν από 37 χρόνια. Στις 14 Φεβρουαρίου 1980 είχε περάσει στον αγωνιστικό χώρο στο 84ο λεπτό ως αλλαγή του Νέτο Γκουερίνο, στο ματς ΠΑΟΚ – Δόξα Δράμας (1-0). Αν και οι αγώνες που προσφέρονται για τέτοιου είδους δοκιμές υπάρχουν πάντα, σε κάθε σεζόν, οι κορυφαίοι σύλλογοι της χώρας διστάζουν να εμπιστευθούν τα ταλεντάκια τους. Είναι ζήτημα κουλτούρας, αλλά και κάποιων ισορροπιών στα αποδυτήρια που έχουν μάθει να τηρούν.
Γεννημένος στις 28 Απριλίου 2001, ο Βρακάς έκανε -χθες- το ντεμπούτο του στον ΠΑΟΚ σε ηλικία 16 ετών, 7 μηνών και μιας μέρας. Εξι μήνες νωρίτερα από τον Γιώργο Κούδα, τη «σημαία» του συλλόγου, στον οποίο ο πιτσιρικάς θέλει να μοιάσει. Είναι «δεκάρι» κι αυτός, αν και σήμερα αγωνίζεται ως αριστερός εξτρέμ. Ο προπονητής του στην Κ-20, Πάμπλο Γκαρσία, κάνει λόγο για έναν εξαιρετικό τεχνίτη της μπάλας, με ποδοσφαιρική ευφυία και πολύ καλή πάσα. Το ότι πρόκειται για σπουδαίο ταλέντο, το μαρτυρά το βιογραφικό του: συνήθως αγωνίζεται σε ομάδες με παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας.
Πριν από δύο χρόνια βραβεύτηκε ως ο καλύτερος επιθετικός του τουρνουά «We love Football», όταν η Κ-15 του ΠΑΟΚ έφτασε να παίξει στον τελικό (με την Ατλέτικο Μαδρίτης), παρότι συμμετείχαν σπουδαίες ομάδες όπως η Γιουβέντους, η Λίβερπουλ, ο Αγιαξ και η Ιντερ. Επίσης, ήταν ένας από τους διεθνείς της Εθνικής Παίδων που, προσφάτως, λίγο έλειψε να πάρει την πρόκριση στα τελικά του Euro, σε έναν πολύ δύσκολο όμιλο. Ο ΠΑΟΚ τον απέκτησε στα 13 του από τον ΑΟ Γιάννενα. Τον διεκδίκησε και ο Παναθηναϊκός, όμως εκείνος προτίμησε τα ποδοσφαιρικά θρανία της Θεσσαλονίκης. Το όνομά του ακούστηκε για πρώτη φορά σε όλη την Ελλάδα λίγο πριν αναχωρήσει από τα Γιάννενα, όταν ανέβηκε στο Διαδίκτυο (και έγινε viral) ένα… μαγικό που είχε κάνει στο γήπεδο με την παλιά του ομάδα.
Ενας, ακόμη, «νέος Κούδας». Ετσι βιάστηκαν, κάποιοι, να τον χαρακτηρίσουν. Μακάρι να μην έχει την κακή τύχη των προηγούμενων. Απ’ όλα τα μεγάλα ταλέντα που τις τελευταίες δεκαετίες έλαμψαν σε πολύ νεαρές ηλικίες -στα 16 και στα 17 τους- μόνον ο ίδιος ο Κούδας και ο Σταύρος Σαράφης δικαίωσαν τις προσδοκίες. Ο Τσουρέλας, που θεωρήθηκε κι αυτός ως πιθανός διάδοχος του «Μεγαλέξανδρου» των γηπέδων, είχε απογοητεύσει την Τούμπα σε τέτοιο σημείο, ώστε (το 1989) ο ΠΑΟΚ τον άφησε να πάει στον Αρη (και, κατόπιν, στον Ηρακλή). Με τον ΠΑΟΚ πέτυχε μόλις δύο γκολ σε 128 ματς.
Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η εξέλιξη του πρώην αρχηγού του ΠΑΟΚ, Γιώργου Τουρσουνίδη. Οταν πρωτοεμφανίστηκε (17 ετών, 7 μηνών και 13 ημερών), οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης είχαν προφητεύσει μεγάλες δόξες για τον «μικρό». Στα 18 του είχε καθιερωθεί στην πρώτη ομάδα, στα 22 του είχε γίνει διεθνής με την Εθνική Ανδρών, όμως τα χρόνια πρρνούσαν κι εκείνος παρέμενε «αιώνιο» ταλέντο. Ωσπου, στα 30 του, ο ΠΑΟΚ τον αποδέσμευσε.
Στην Ελλάδα, τα ποδοσφαιρικά ταλέντα χάνονται πολύ πιο εύκολα απ’ όσο εμφανίζονται. Πίσω από κάθε «χαμένο ποιητή» κρύβεται μία ξεχωριστή ιστορία, όμως -πέρα από τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης- οι αιτίες είναι κοινές για όλους. Κατ’ αρχάς απουσιάζει η τεχνογνωσία της εξέλιξης του αθλητή. Ο προικισμένος νέος των 16 ή των 17 ετών, ακόμη κι όταν φτάσει να γίνει μέλος της πρώτης ομάδας, χρειάζεται μία ειδική μεταχείριση που σπανίως την έχει. Η σωματοδομή του είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των συμπαικτών του, όμως ακολουθεί ακριβώς το ίδιο πρόγραμμα προπόνησης με εκείνους. Το μυοσκελετικό του σύστημα δεν μπορεί, ακόμη, να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις, αλλά οι προπονητές του τον αντιμετωπίζουν όπως τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές. Και -το χειρότερο- κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να τον διδάξει πώς να διαχειριστεί την ξαφνική δημοσιότητα και το βάρος των υπερβολικών απαιτήσεων που η ομάδα -και η εξέδρα- του φορτώνει στις νεανικές του πλάτες. Αυτός ο διπλός ρόλος, του μαθητή και του σταρ, τον γονατίζει.
Χαρακτηριστική περίπτωση μεγάλου ταλέντου που καταστράφηκε από κακή διαχείριση είναι ο Σωτήρης Νίνης, ο οποίος μας συστήθηκε πριν από δέκα χρόνια (7 Ιανουαρίου 2007) στο ματς Παναθηναϊκός – Αιγάλεω στο ΟΑΚΑ. Ο 16χρονος -τότε- επιθετικός έκανε μερικά καταπληκτικά παιχνίδια, και όλοι στον σύλλογο πίστεψαν πως στο πρόσωπό του βρήκαν τον «νέο Σαραβάκο». Επαιξε σε όλα τα ματς που ήταν διαθέσιμος. Την επόμενη σεζόν, άρχισαν οι αλλεπάλληλοι τραυματισμοί. Εκείνος προσπαθούσε να συνέλθει, όμως οι οπαδοί απαιτούσαν να παίζει πάντοτε όπως ο μεγάλος «Μήτσος» στα καλύτερά του. Σήμερα, στα 27 του, το «παιδί – θαύμα» του ελληνικού ποδοσφαίρου, που το 2008 φιγουράριζε στη λίστα του Don Balon με τους 100 πιο ελπιδοφόρους ποδοσφαιριστές του Κόσμου, δεν βλέπει το όνομά του ούτε… στα μονόστηλα.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξέλιξη των ταλαντούχων πιτσιρικάδων είναι αυτή η λατρεία για το αποτέλεσμα που έχουμε στην Ελλάδα. Οι προπονητές διστάζουν να τους εμπιστευτούν – βάζουν έναν τριαντάρη και έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Θα θυμάστε τι είχε ακούσει ο Μπέντο, ο οποίος επέμενε να χρησιμοποιεί τον Παναγιώτη Ρέτσο σε διάφορες θέσεις της ενδεκάδας. Ο Πορτογάλος απολύθηκε από τον Ολυμπιακό (η αδυναμία του στους νέους υπήρξε η βασική αιτία), όμως χάρη σ’ αυτόν ο σύλλογος εισέπραξε από τη μετεγγραφή του παίκτη το ποσό – ρεκόρ των 22 εκατ. ευρώ. Ακόμη κι όταν οι προπονητές τολμούν, η εξέδρα δεν συγχωρεί το παραμικρό λάθος. Τα παιδιά λυγίζουν από το άγχος. Δεν είναι τυχαίο, ότι το «παιδομάζωμα» που είχε επιχειρήσει ο Ολυμπιακός του Κοσκωτά (1986-1987), που είχε αγοράσει όλα τα σπουδαία ταλέντα εκείνης της εποχής, κατέληξε σε φιάσκο. Κανένας από ‘κείνη τη «φουρνιά» δεν κατάφερε να κάνει αξιόλογη καριέρα.
Στο εξωτερικό, η ανάδειξη νέων πρωταγωνιστών θεωρείται πιο σημαντική και από τα τρόπαια. Αλοίμονο στον προπονητή της Γιουνάιτεντ που, σε κάθε σεζόν, δεν θα παρουσιάσει στο «Ολντ Τράφορντ» τρεις τέσσερις νέους παίκτες με προοπτικές. Ο Πάολο Μαλντίνι, ο Αντρέα Πίρλο, ο Γουέιν Ρούνεϊ, ο Γκάρεθ Μπέιλ, άρχισαν την επαγγελματική τους καριέρα στα 16 τους. Ο Ραδαμέλ Φαλκάο έπαιξε για πρώτη φορά με τη Λανσέρος Μπογιάκα (στη Β’ Κατηγορία της Κολομβίας) όταν ήταν… 13 ετών. Ο Πελέ με τη Σάντος και ο Σέρχιο Αγουέρο με την Ιντεπεντιέντε, στα 15. Το ίδιο και ο Νεϊμάρ, στην Ούρμπαν Καλδέιρα.
Τα λάθη της απειρίας τους κόστισαν νίκες, προκρίσεις και τρόπαια, όμως κανείς δεν διανοήθηκε να κατηγορήσει τους προπονητές τους, επειδή τους περίμεναν να ωριμάσουν. Αν κάτι λείπει περισσότερο από το ελληνικό ποδοσφαιρικό φυτώριο, αυτό είναι το λίπασμα της υπομονής.