«Είναι σαν να πήρες τη Μόνα Λίζα και να την έκοψες στα δύο. Είναι το πάθος μου. Το ήθελα πολύ από την πρώτη φορά που είδα τη ζωφόρο, όταν ήμουν περίπου 18 χρόνων και επισκέφτηκα το Βρετανικό Μουσείο. Αυτό που με συγκλόνισε και με εξόργισε ήταν ότι το μνημείο ήταν σπασμένο»: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει στους Financial Times για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αποκαλύπτοντας το παρασκήνιο των συναντήσεων που είχε με τον Τζορτζ Οσμπορν, άλλοτε υπουργό Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου και νυν πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου.
Οι συναντήσεις αυτές, που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2021 στο ξενοδοχείο «Berkley» του Λονδίνου, ήταν διερευνητικές, όμως αποσκοπούσαν για πρώτη φορά με πολύ σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στον τερματισμό μιας πολιτιστικής διαμάχης που κρατάει δεκαετίες: την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο σπίτι τους, την Αθήνα, επισημαίνει το έγκυρο φύλλο.
Με λίγα λογια, tο cut a long story short, που λένε οι Αγγλοσάξονες: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους, αν όχι το σημαντικότερο θησαυρό που εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Εχουν τη δική τους αίθουσα, στην οποία δεσπόζει φυσικά η ζωφόρος, ένα μαρμάρινο ανάγλυφο διακοσμημένο με άνδρες και γυναίκες σε μια μεγαλοπρεπή πομπή, που περνούσε γύρω από την εσωτερική κιονοστοιχία -μήκους 160 μέτρων- του Παρθενώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο λόρδος Ελγιν έφερε 75 μέτρα από τη ζωφόρο στο Λονδίνο, το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα. Η Ελλάδα το θέλει πίσω.
Ο Οσμπορν άκουσε με προσοχή τον κ. Μητσοτάκη. Δεν είχε σκεφτεί σχεδόν καθόλου τα Γλυπτά του Παρθενώνα κατά τη διάρκεια της καριέρας του στη βρετανική πολιτική. Είναι περισσότερο γνωστός για τον ρόλο του ως «υπουργός Οικονομικών της λιτότητας» της Βρετανίας μετά το παγκόσμιο κραχ στις αρχές της δεκαετίας του ’10. Οταν ανέλαβε το Βρετανικό Μουσείο όμως, αποφάσισε να το μετατρέψει σε ένα Ιδρυμα έτοιμο να συμμετάσχει στη συζήτηση για τον επαναπατρισμό των αρχαίων θησαυρών. Στο πρόσωπο του κ. Μητσοτάκη, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, είδε έναν άνθρωπο με τον οποίον μπορούσε να συνεννοηθεί.
«Κανείς δεν έχει προσπαθήσει ποτέ πραγματικά», είπε ο Οσμπορν στους συναδέλφους του. Ο λόρδος Εντ Βέιζι, πρώην υπουργός Πολιτισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, που διευθύνει μια εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ακρόπολη, λέει για το σχέδιο του Οσμπορν: «Νομίζω ότι το κλίμα είναι καλύτερο από ό,τι ήταν εδώ και 200 χρόνια για να επιλυθεί το ζήτημα».
Σε μια εποχή που οι Δυτικές χώρες προσπαθούν να εξιλεωθούν για το αποικιοκρατικό παρελθόν τους, οι διαπραγματεύσεις που προέκυψαν από εκείνη την πρώτη συνάντηση του Νοεμβρίου του 2021 μπορούν να κάνουν τη διαφορά. «Είναι μια σημαντική στρατηγική πρόκληση για το Μουσείο. Ο κόσμος παρακολουθεί», εξηγεί στους FT πηγή από το Βρετανικό Μουσείο.
Λίγα είναι τα πράγματα για τα οποία ο κ. Μητσοτάκης μιλά με εμφανές πάθος και τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ένα από αυτά, σχολιάζουν οι FT. Ο Τζορτζ Οσμπορν δεν γνώριζε τον κ. Μητσοτάκη πριν από τη συνάντησή τους, αλλά οι δύο τους τα πήγαν περίφημα. Ο Πρωθυπουργός είπε ότι υπήρξε «εμπιστοσύνη και σεβασμός», ενώ ο Οσμπορν είδε τον κ. Μητσοτάκη ως έναν αποτελεσματικό τεχνοκράτη, λέγοντας αστειευόμενος σε συναδέλφους του ότι ήταν «ο Ρίσι Σουνάκ της Ελλάδας».
♦ Διαβάστε: Αρπαγας και βέβηλος ο Ελγιν
Ο Τζορτζ Οσμπορν αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τις συνομιλίες του με τον κ. Μητσοτάκη, φοβούμενος ότι ο,τιδήποτε πει θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του έλληνα Πρωθυπουργού, ο οποίος τους επόμενους μήνες έχει μπροστά του εθνικές εκλογές.
Συνεργάτες του, όμως, είπαν stoyw FT ότι πίστεψε αμέσως ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κάποια συμφωνία. «Είχες δύο λογικούς ανθρώπους σε ένα δωμάτιο, χωρίς προηγούμενα μεταξύ τους», είπε ένας από τους συνεργάτες του επικεφαλής του Μουσείου . «Θα πρέπει να μπoρέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία ώστε κάποια από τα Γλυπτά να βρίσκονται στο Λονδίνο και μερικά από αυτά στην Αθήνα». Μπορεί να ακούγεται λογικό, αλλά η Ελλάδα πιστεύει και επιμένει ότι τα Γλυπτά εκλάπησαν από τον λόρδο Ελγιν, ανήκουν στον ελληνικό λαό και πρέπει να επιστραφούν στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι μια κόκκινη γραμμή της Αθήνας και της κυβέρνησης της.
Ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ ιδεατού και ρεαλισμού
Ο Τζορτζ Οσμπορν, εν τω μεταξύ, περιορίζεται από μια Νομοθετική Πράξη του 1963 του βρετανικού Κοινοβουλίου, η οποία εμποδίζει το Βρετανικό Μουσείο να παραδώσει οριστικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν πρόκειται να αλλάξει τον νόμο, παρά τις εκκλήσεις να το πράξει, από επιτροπή της Unesco, το 2021. Η πρόταση του Τζορτζ Οσμπορν προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, προτείνοντας μεταξύ άλλων και μια πολιτική ανταλλαγής: μια σειρά δανειακών συμφωνιών που θα αφορούσαν τα Γλυπτά και οι οποίες σταδιακά θα χτίσουν αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα δεν θα αποποιηθεί των αξιώσεών της –θα ήταν μεγάλο πρόβλημα για τον κ. Μητσοτάκη να δεχτεί ένα «δάνειο» αυτού που θεωρείται ως ελληνική περιουσία, εξηγούν οι FT– αλλά το Βρετανικό Μουσείο θα συμφωνούσε να στείλει στην Αθήνα το ένα τρίτο ή και περισσότερα από τα Γλυπτά για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως 10 χρόνια, για παράδειγμα. Υπάρχει εξάλλου προηγούμενο. Ένα από τα εκθέματα είχε σταλεί ως… δάνειο στον Βλαντίμιρ Πούτιν, για να εκτεθεί στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης το 2014.
Ενα προφανές πρόβλημα είναι το κατά πόσον οι Ελληνες θα τα επέστρεφαν στο τέλος της περιόδου δανεισμού. Ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, ο προκάτοχος του Τζορτζ Οσμπορν ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην διευθυντής των FT, λέει: «Πίστευα ότι αν δανείζονταν, δεν θα τα επέστρεφαν».
Ο Οσμπορν προσπαθεί να παρακάμψει αυτές τις ανησυχίες, προτείνοντας να πάρει το Βρετανικό Μουσείο κάποια ανταλλάγματα: η Αθήνα θα δάνειζε ελληνικούς θησαυρούς στο Λονδίνο ως «εγγύηση». Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Σαντορίνης, που χρονολογούνται από το 1700 π.Χ., έχουν αναφερθεί ως υποψήφιες για μια τέτοια ανταλλαγή.
Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου Οσμπορν λέει ότι όταν λήξει το δάνειο, τα Γλυπτά θα επιστρέψουν μεν στο Λονδίνο, αλλά ένα άλλο μέρος τους θα αποσταλεί ταυτόχρονα στην Αθήνα. Κάποιοι από τους ανθρώπους του Βρετανικού Μουσείου οραματίζονται μια κατάσταση κατά την οποία τα μισά Γλυπτά του Παρθενώνα θα μπορούσαν να βρίσκονται στο Λονδίνο και τα άλλα μισά στην Αθήνα ανά πάσα στιγμή.
Και οι δύο πιστεύουν ότι μια συμφωνία είναι δυνατή
Συνομιλίες βρίσκονται επίσης σε εξέλιξη για μια νομική συμφωνία σύμφωνα με την οποία η σύναψη σύμβασης δανεισμού με το Βρετανικό Μουσείο δεν θα εξανάγκαζε την Αθήνα να αποδεχθεί κατ’ αρχήν την ιδιοκτησία του μουσείου στα Γλυπτά.
Προς το παρόν πάντως, ο κ. Μητσοτάκης παραμένει σταθερός στις θέσεις του, γράφουν οι FT. Σε μια δεύτερη συνάντηση στο ίδιο ξενοδοχείο, στα τέλη του 2022, είπε στον Τζορτζ Οσμπορν ότι θέλει να επιστρέψει μόνιμα η ζωφόρος, όχι δανεική και όχι σε μερίδες. Αλλά και οι δύο εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μια συμφωνία είναι δυνατή. Ο κ. Μητσοτάκης είπε τον Ιανουάριο ότι ήλπιζε να επαναπατρίσει σύντομα τα Γλυπτά: «Εάν ο ελληνικός λαός μας εμπιστευτεί ξανά, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε αυτόν τον στόχο μετά τις εκλογές».
Στο Μουσείο της Ακρόπολης δύο ειδών γλυπτά εκτίθενται στον τρίτο όροφο με θέα στον Παρθενώνα: πρωτότυπα και γύψινα αντίγραφα όσων λείπουν. Τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργούν μια έντονη αντίθεση. Εκτός από ένα διακριτικό σημάδι που δείχνει ότι το αρχικό κομμάτι βρίσκεται στο Λονδίνο, δεν υπάρχουν άλλες επεξηγηματικές πινακίδες, εκτός από ένα βίντεο για τους επισκέπτες που εξηγεί την απώλεια τους.
Ο Νίκος Σταμπολίδης, διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης και καθηγητής Αρχαιολογίας, υποστηρίζει ότι κανένα μουσείο εκτός εκείνου της Αθήνας δεν θα μπορούσε να προσφέρει στους επισκέπτες την εμπειρία να δουν τα Γλυπτά στον τόπο στον οποίο δημιουργήθηκαν. «Δεν θα μπορείτε πουθενά αλλού να τα δείτε κάτω από το αθηναϊκό φως ή να νοιώσετε πώς τα επηρεάζουν οι εποχές που αλλάζουν», είπε.
Τα πριόνια και οι… βαρβαρότητες του Ελγιν
«Το πρόσωπο κλειδί στην αφαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ο ιταλός ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι», σύμφωνα με την Τατιάνα Πούλου, αρχαιολόγο με έδρα την Αθήνα, την οποία επικαλείται η βρετανική εφημερίδα. Ο Ελγιν προσέλαβε τον Λουζιέρι ως τον επικεφαλής καλλιτέχνη του προκειμένου να δημιουργήσει καλούπια και ακριβή μοντέλα που θα μπορούσαν να μεταφερθούν πίσω στη Βρετανία. Εκείνος είχε μια άλλη ιδέα:
«Ο Λουζιέρι ζήτησε 12 πριόνια από τον λόρδο Ελγιν για να κόψει τα Γλυπτά από το ναό και να μειώσει το βάρος τους», λέει η Πούλου. Τον Ιανουάριο του 1802 έγραψε στον Ελγιν: «Λόρδε μου, είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι έχω στην κατοχή μου τις οκτώ μετόπες. Το κομμάτι έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα με πολλούς τρόπους και αναγκάστηκα να γίνω λίγο βάρβαρος»...
Το πρώτο πλοίο που ναύλωσε ο Λουζιέρι έφυγε από την Αθήνα εκείνη τη χρονιά γεμάτο με 16 κιβώτια με αρχαιότητες, αλλά βυθίστηκε στα ανοιχτά των Κυθήρων. Ο Ελγιν προσέλαβε τους καλύτερους δύτες που υπήρχαν -ψαράδες από το νησί της Καλύμνου- οι οποίοι εργάστηκαν επί τρία χρόνια για να ανακτήσουν τις αρχαιότητες. Αν και οι θησαυροί έφτασαν στη Βρετανία, ο Ελγιν καταστράφηκε οικονομικά. Το όλο εγχείρημα του κόστισε 74.000 λίρες, περίπου 5,5 εκατομμύρια λίρες σε σημερινή αξία. Το 1816, το Βρετανικό Μουσείο τα αγόρασε για λιγότερα από τα μισά.
«Η Ελλάδα έχει πολύ καλύτερους λομπίστες από ποτέ», λέει ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ. Σήμερα, το πρόσωπο που παρέχει συμβουλές δημοσίων σχέσεων στον έλληνα πρωθυπουργό είναι ο Εντ Γουίλιαμς, αφεντικό της (εταιρείας Επικοινωνίας) Εντελμαν στην Ευρώπη. Μετά την εκλογή του, το καλοκαίρι του 2019, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να δει ξανά το ζήτημα των Γλυπτών, το οποίο είχε παγώσει εδώ και χρόνια.
Συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε προφανής νομική οδός για την ανάκτησή τους, άρχισε να εργάζεται για να επηρεάσει τη βρετανική κοινή γνώμη, η οποία φαίνεται να είναι υπέρ του: μια δημοσκόπηση της YouGov από το 2021 έδειξε ότι το 59% των Βρετανών πιστεύει ότι τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα, έναντι 18% που πιστεύουν ότι ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Το επιχείρημα για να παραμείνουν τα Γλυπτά εδώ είναι ότι μπορεί κάποιος να τα δει στο πλαίσιο ολόκληρης της ανθρωπότητας», λέει ο πρώην πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου. «Το πρόβλημα», λέει από την πλευρά της η Μαίρη Μπερντ, δημοφιλής ιστορικός και διαχειριστής του Βρετανικού Μουσείου, «είναι ότι τα Γλυπτά εκπληρώνουν δύο ρόλους που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους: Όχι μόνο είναι ένα πολύ ισχυρό σύμβολο του ελληνικού έθνους, αλλά είναι επίσης σύμβολα και εκπρόσωποι της ιδέας του ελληνικού κλασικού πολιτισμού σε όλο τον κόσμο. Έχουν εθνικό και διεθνή ρόλο ταυτόχρονα».
Με οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα στις αποθήκες του, θα μπορούσε το Βρετανικό Μουσείο να βρει άλλους τρόπους να πει αυτήν την «ολιστική παγκόσμια πολιτισμική ιστορία;» Πολλοί πιστεύουν ότι ναι, φυσικά και μπορεί.
«Το Βρετανικό Μουσείο είναι γεμάτο από ελληνικά τεχνουργήματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα της ελληνικής γλυπτικής στα Γλυπτά του Παρθενώνα», συμπληρώνουν.