Η Μάγια Λούντε: «Αν δεν γράφω, είμαι δυστυχής» | Facebook
Επικαιρότητα

Οι «Μέλισσες» της Μάγια Λούντε μας προειδοποιούν

Λίγο πριν από την πρόσφατη παρουσίαση του παγκόσμιου μπεστ σέλερ της «Η ιστορία των μελισσών» (εκδ. Κλειδάριθμος) στo Public Συντάγματος, η «βασίλισσα» του climate fiction από το Οσλο, που περνά συχνά πυκνά από την... Αλόννησο, μίλησε στο Protagon
Λένα Παπαδημητρίου

Μέχρι πρότινος, ο όρος climate fiction (cli-fi) μoυ προκαλούσε σύγκρυο. Μπορεί να με συγκίνησε (ενοχικά)  το «Blue Planet II», αλλά δεν  μπορούσα να διανοηθώ ότι θα καταβρόχθιζα ένα λογοτεχνικό βιβλίο 500 σελίδων που αναφέρει, μεταξύ άλλων, όρους, όπως «Σύνδρομο Κατάρρευσης των Μελισσιών» (Colony Collapse Disorder-CCD)- αυτό που κάνει τις  εργάτριες μέλισσες να αυτοκτονούν,  εγκαταλείποντας  την κυψέλη και την βασίλισσά τους, ένα μυστηριώδες και καταστροφικό για τον πλανήτη φαινόμενο, τα αίτια του οποίου αναζητούνται εναγωνίως από την επιστημονική κοινότητα.

«Η ιστορία των μελισσών» (εκδ. Κλειδάριθμος), το πρώτο βιβλίο της οικολογικής τετραλογίας της θαυματουργής νορβηγίδας συγγραφέως Μάγια Λούντε είναι ίσως η απόδειξη ότι η κλιματική αλλαγή και όλα τα δυστοπικά συμπαρομαρτούντα  μπορούν να χωρέσουν σε ένα βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημα. Χωρίς διδακτισμούς, ακατανόητη επιστημονική γλώσσα και πληκτικό «πράσινο» φανατισμό.

Η πιο επιτυχημένη νορβηγίδα  συγγραφέας της γενιάς της -τιμώμενο πρόσωπο στο πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου της  Φραγκφούρτης, δίπλα στην Μάργκαρετ Ατγουντ- βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου της (στο Public Συντάγματος), που έχει ήδη μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και οι… φήμες λένε ότι ήδη ετοιμάζεται για συνδρομητικό κανάλι. Μιλήσαμε για την δύναμη της λογοτεχνίας να σε εμπλέξει συναισθηματικά στην κλιματική αλλαγή, για το #MeToo στη Νορβηγία και για το πώς οι τρεις γιοι της την κάνουν να γράφει καλύτερα.

Διαβάζοντας  την «Ιστορία των μελισσών», συμμετέχει κανείς όχι μόνο στις ζωές των ηρώων αλλά και στο απειλούμενο σύμπαν των μελισσών. Θα λέγατε ότι η λογοτεχνία είναι το τελευταίο καταφύγιο για το περιβαλλοντικό κίνημα στην προσπάθεια του να μας εμπλέξει συναισθηματικά;

«Είναι αλήθεια, η λογοτεχνία μας καθιστά συμμέτοχους με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τις επιστημονικές εκθέσεις ή τα  δημοσιογραφικά άρθρα. Εκεί εισπράττεις και αντιλαμβάνεσαι τα επιστημονικά δεδομένα με  μια αντικειμενική οπτική, δεν τα κάνεις δικά σου. Το διάβασμα της λογοτεχνίας μπορεί όντως να το καταστήσει προσωπικό,  με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο».

Οι περισσότεροι από μας βαριούνται θανάσιμα να διαβάσουν ένα μακρύ και ακατάληπτο επιστημονικό άρθρο για την κλιματική αλλαγή πχ από έναν ειδικό σε θέματα της ατμόσφαιρας. Ισως το climate fiction να αναπληρώνει αυτό το κενό… 

«Aυτό που μου λένε πολλοί  για την “Ιστορία των μελισσών” είναι ότι εκείνο που τους κράτησε το ενδιαφέρον ήταν  οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων. Την ίδια, όμως, στιγμή ένιωσαν ότι το βιβλίο άλλαξε την ματιά τους στον κόσμο. Μου εκμυστηρεύονται ότι χάρη σε αυτό άρχισαν πχ να παρατηρούν τα έντομα στον κήπο τους ή στο  πάρκο, να τα εκτιμούν εντελώς διαφορετικά. Επίσης, ότι άρχισαν να αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερο την κλιματική αλλαγή και τη γενικότερη κρίση της φύσης. Αυτό είναι σαφώς ένα επίτευγμα  της λογοτεχνίας. Σου “περνάει” ότι δεν πρόκειται πλέον για κάτι που συμβαίνει κάπου αλλού, στην ατμόσφαιρα ή σε απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη. Bρίσκεται ήδη εδώ στην πραγματικότητά σου, είναι προσωπικό. Το κλίμα παντού αλλάζει ολοένα και περισσότερο, η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα,  και εσείς πέρυσι στην Ελλάδα ζήσατε μια καταστροφική φωτιά.  Επομένως,  πρέπει να το αντιληφθούμε, το πρόβλημα  είναι ήδη εδώ. Η λογοτεχνία μπορεί να παίξει ένα ρόλο σε αυτή τη συνειδητοποίηση. Την ίδια στιγμή βέβαια έχουμε ανάγκη από τίμιους πολιτικούς που θα μας μιλήσουν  ανοιχτά για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Οι περισσότεροι το αποφεύγουν, νιώθουν άβολα, δεν είναι αρκετά γενναίοι. Οφείλουμε να θίγουμε διαρκώς το ζήτημα, να δεχόμαστε συχνή και πολύπλευρη πληροφόρηση από την επιστημονική κοινότητα».

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Η ιστορία των μελισσών»

Η μία από τις τρεις παράλληλες ιστορίες στην «Ιστορία των μελισσών» εκτυλίσσεται το 2098 σε ένα κόσμο χωρίς μέλισσες. Σε αυτό το δυστοπικό μέλλον, οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν αναλάβει με πινέλα και κουβάδες την επικονίαση, δηλαδή την γονιμοποίηση των φυτών με γύρη. Πιστεύετε ότι η δυστοπία είναι ένα όχημα να περάσει κανείς το μήνυμα του τρομακτικού μέλλοντος στο οποίο μας οδηγεί η κλιματική αλλαγή;

«Δεν αντιμετωπίζω τα βιβλία μου σαν οχήματα, αλλά σαν μυθιστορήματα. Ωστόσο, πιστεύω ότι μπορεί κανείς να τα διαβάσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι αποκαλούν το βιβλίο αυτό climate fiction. Kάποιος άλλος το αποκαλεί δυστοπικό, ένας άλλος “μια ιστορία ανθρώπινων σχέσεων”. Μπορείς να το διαβάσεις υπό όλους αυτούς τους τρόπους, υπό όλα αυτά τα πρίσματα: την μελλοντολογική ιστορία μπορεί να τη δεις ακόμα και σαν αστυνομική. Μπορείς να διαβάσεις το βιβλίο για ψυχαγωγία ή για να ευαισθητοποιηθείς, εξαρτάται από τον καθένα.  Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία της λογοτεχνίας: ότι υπάρχουν άπειροι τρόποι ανάγνωσης, σχεδόν όσοι και οι αναγνώστες.  Γι΄αυτό ποτέ δεν χρησιμοποιώ ετικέτες, δεν αποκαλώ τα βιβλία μου πολιτικά, δυστοπικά ή αστυνομικά, αλλά απλά “μυθιστορήματα”».

Μυθιστορήματα στα οποία η φύση διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο…

«Ναι, στον πυρήνα των βιβλίων μου βρίσκεται η σχέση της φύσης με τον άνθρωπο. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών. Και οι δύο αυτές θεματικές συναντώνται και στα επόμενα βιβλία μου, όπως το «Blue» (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά την ερχόμενη άνοιξη) και το «Przewalski’s Horse» (μόλις κυκλοφόρησε στη Νορβηγία). Μιλούν για τη σχέση της φύσης με τον άνθρωπο αλλά και για τα όνειρα που κάνουμε για τα παιδιά μας, για τον καλύτερο κόσμο που θέλουμε να τους κληροδοτήσουμε. Αδιαμφισβήτητα,  θα είχα μια ευτυχισμένη ζωή ως δημοσιογράφος, γιατί κάνω τόνους έρευνας. Μου αρέσει αυτό το είδος γραψίματος. Δεν είχα πχ την παραμικρή ιδέα για τις μέλισσες,  προτού αρχίσω να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έμαθα πολλά. Και εμένα μου αρέσει να διαβάζω μυθιστορήματα, στα οποία μαθαίνω κάτι. Τα βιβλία μου βέβαια αγγίζουν  πολλά ακόμη θέματα».

Ένα εξ αυτών στην  «Ιστορία των μελισσών» είναι η αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο πάθος μας για δημιουργία και την οικογενειακή ζωή μας. Εσείς η ίδια την έχετε βιώσει;

«Οποιοσδήποτε έχει ένα πάθος που σχετίζεται με τη δουλειά του_όπως συμβαίνει στη δική μου περίπτωση_ ζει συχνά αυτήν την πάλη. Νιώθω πχ συχνά ότι θέλω να πάω να γράψω και την ίδια στιγμή να βρίσκομαι κοντά στα παιδιά μου (έχω τρεις γιους 9,11 και 16 ετών). Έχω την αίσθηση ότι πολύ κόσμος βιώνει αυτούς τους είδους την εσωτερική σύγκρουση, βασανίζεται από μια διαρκή ένταση. Αισθάνεται  ότι πρέπει να  εργάζεται πάνω σε αυτό που τον γεμίζει αλλά και να είναι παρών για την οικογένειά του».

Είναι πιο δύσκολο για τις γυναίκες;

«Οι γυναίκες έχουν συχνά μεγαλύτερες ενοχές»

 Η Βιρτζίνια Γουλφ  αποκαλούσε αυτές τις ενοχές «Άγγελο στο Σπίτι». Στέκεται από πάνω σου την ώρα που κάθεσαι να γράψεις και σου υπενθυμίζει  τις δουλειές του σπιτιού ή τη φροντίδα των παιδιών.  

«Είναι αλήθεια. Όμως, όσον αφορά εμένα, τα παιδιά μου είναι την ίδια ώρα μια τεράστια πηγή έμπνευσης. Γιατί έχω την τύχη να τα βλέπω να θέτουν όρια στην επαγγελματική μου ζωή. Αν δεν είχα παιδιά, θα έγραφα  παντού και όλη την ώρα.  Και αυτό, πιστέψτε με,  δεν θα ήταν καλό για μένα. Χάρη στα παιδιά μου, γράφω καλύτερα βιβλία. Για παράδειγμα, ποτέ δεν γράφω τα βράδια. Τα περνάω με τους γιούς μου.».

«Εχουμε ανάγκη από τίμιους πολιτικούς που θα μας μιλήσουν ανοιχτά για τη σοβαρότητα της κατάστασης (της κλιματικής αλλαγής). Οι περισσότεροι το αποφεύγουν, νιώθουν άβολα, δεν είναι αρκετά γενναίοι»

Υποθέτω ότι το σε αυτό συμβάλλει η ζωή στη Νορβηγία. Όλοι περιγράφουν έναν επίγειο παράδεισο για μητέρες και παιδιά. Αληθεύουν οι φήμες;

«Η αλήθεια είναι ότι είμαστε αρκετά καλοί σε αυτόν τον τομέα. Είναι οι φτηνοί παιδικοί σταθμοί, οι διάφοροι όμιλοι μετά το σχολείο,  οι κινηματογράφοι με χαμηλωμένη την ένταση για τις μητέρες που θέλουν να κουβαλούν μαζί τα μωρά τους και πολλά ακόμη που αναμφίβολα επιτρέπουν και στους δύο ενήλικες στην  οικογένεια να δουλεύουν full time. Είναι βέβαια δύσκολο. Έχουμε πολλούς στρεσαρισμένους γονείς και στη Νορβηγία. Είναι εφικτό να συνδυαστεί η εργασία με την οικογένεια, αλλά αυτό δεν μειώνει το άγχος».

Διάβαζα για ένα καινούργιο βιβλίο με τίτλο  «We are the weather». Ο συγγραφέας του Τζόναθαν  Σάφραν Φόερ αποφαίνεται ότι οι περισσότεροι από εμάς αρνούμαστε να πιστέψουμε όλα αυτά τα καταστροφολογικά σενάρια,  στα οποία θα μας οδηγήσει αργά ή γρήγορα η κλιματική αλλαγή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να δανείζεται το παράδειγμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Και τότε ο κόσμος αρνούνταν να πιστέψει. Συμφωνείτε ότι η Ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει;

«Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί σε μεγάλο βαθμό. Στα μυθιστορήματά μου θέτω δύο καίρια ερωτήματα. To πρώτο είναι γιατί τελικά εμείς, οι άνθρωποι, γίναμε τα όντα που κυβερνούν τον κόσμο, τι είναι εκείνο τελικά που μας διαφοροποιεί από τα άλλα είδη; Ξεχνάμε ότι και εμείς είμαστε ζώα, τείνουμε να υψώνουμε αυτό το τείχος ανάμεσα σε εμάς και τη φύση, λησμονούμε ότι και εμείς καθοδηγούμαστε από ένστικτα,  ότι ο εγκέφαλός μας είναι λίγο πολύ ο ίδιος με εκείνον που είχαμε όταν ζούσαμε ως κυνηγοί… Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί ήμασταν τελικά εμείς εκείνοι που επέφεραν αυτή την τεράστια αλλαγή στον κόσμο. Τι συμβαίνει με όλα τα άλλα είδη που ζουν στον πλανήτη; Το δεύτερο ερώτημα είναι αν έχουμε τη δύναμη να επανορθώσουμε για όλα τα σφάλματά μας και να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν έχω τις απαντήσεις. Αν τις είχα, θα ήμουν πολιτικός. Η αλήθεια είναι ότι γράφω βιβλία, γιατί έχω όλα αυτά τα ερωτήματα. Για παράδειγμα στην “Ιστορία των μελισσών” ήθελα να ερευνήσω πώς θα ήταν η Γη χωρίς τα έντομα- επικονιαστές».

 Διερωτάσθε ποτέ μήπως όλο αυτό το παλιρροϊκό κύμα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (το φαινόμενο «Γκρέτα Τούνμπεργκ», οι νεαροί ακτιβιστές, η ομάδα «Extinction Rebellion» κοκ) μπορεί να είναι μια περαστική μόδα ή μια αφορμή για «green washing»; Παριστάνουμε δηλ. ότι σκοτιζόμαστε για την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά στην πραγματικότητα δεν σκοπεύουμε να κάνουμε τίποτα; 

«Η ίδια η φύση θα μας αναγκάσει να μην το ξεχάσουμε. Η φύση μεταβάλλεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το βιώνουμε σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου πχ με τους “πρόσφυγες του κλίματος”.  Επομένως, δεν είναι μια μόδα. Είναι ρεαλισμός. Και αυτό που θα συμβεί είναι ότι, αν δεν σταματήσουμε τις κλιματικές αλλαγές που ήδη συμβαίνουν, θα τις  δούμε να γίνονται ακόμα πιο ακραίες στο μέλλον. Η φύση θα χτυπάει κάθε μέρα την πόρτα μας».

Αλήθεια τι ήταν εκείνο που πυροδότησε μέσα σας μια τόσο «πράσινη» συνείδηση;

«Μιλούσαμε πολύ γι΄αυτά τα θέματα στην οικογένειά μου. Η μητέρα μου, ψυχολόγος και ενεργό μέλος της γενιάς των 60ς, ήταν πολύ αφυπνισμένη όσον αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα.  Είναι λοιπόν κάτι που το έχω από το σπίτι μου. Όπως και την αγάπη για τη φύση. Από μικρή, ο  πατέρας μου με πήγαινε συνέχεια ιστιοπλοΐα στη Νορβηγία αλλά και στην Ελλάδα. Όταν ένιωσε ότι παραμεγάλωσε, πούλησε το σκάφος και αγόρασε ένα σπίτι στην Αλόννησο! Έρχομαι στον νησί πολύ συχνά, εξ ου και νιώθω την Ελλάδα σαν δεύτερη χώρα μου. Για μένα λοιπόν αυτή η εμπλοκή ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια. Για να καταλάβετε, σε ηλικία  11 χρονών είχα με τους φίλους μου μια λέσχη που λεγόταν “Animals’ Friends” (“Oι φίλοι των ζώων”). Όταν είδα τυχαία, το 2013, ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με το “Σύνδρομο Κατάρρευσης των Μελισσιών” (Colony Collapse Disorder- CCD) που εξηγεί  τη σταδιακή μυστηριώδη εξαφάνιση των μελισσών σε ολόκληρο τον κόσμο, ήταν σχεδόν σαν επιφοίτηση. Ήξερα ότι ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα για την σπουδαιότητα των μελισσών και γι΄αυτούς τους τρεις ανθρώπους που συνδέονται με ένα αόρατο νήμα μαζί τους».

«Δεν γράφω για να γίνω πλούσια,  αλλά γιατί  το έχω ανάγκη. Αν δεν γράφω, είμαι δυστυχής»

Το ότι μεγαλώσατε στη Νορβηγία έπαιξε ρόλο;

«Δεν το γνωρίζω. Όταν μεγαλώνεις σε μια χώρα σαν τη Νορβηγία,  ξέρεις ότι είσαι τυχερός. Είναι μια πλούσια χώρα».

Και προοδευτική;

«Ναι, ίσως…Εξαρτάται. Υπάρχουν, όπως παντού, άνθρωποι  όλων των ειδών».

Αλήθεια το  κίνημα #MeToo έγινε αισθητό εκεί;

«Ναι, φυσικά. Και στη Νορβηγία ήταν  τεράστιο το κύμα.  Εξακολουθούμε να έχουμε συζητήσεις, ενώ νέες υποθέσεις βγαίνουν μέχρι και σήμερα στο φως. Ξεκίνησε όταν οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν. Έτσι είχαμε το #MeToo στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στην ιατρική, στα μήντια, με καινούργιες μαρτυρίες να το ανατροφοδοτούν. Στη Νορβηγία χρειαζόταν πραγματικά το #ΜeToo. Σαν γυναίκα δεν μπορείς να μην σκεφτείς όλα αυτά που έχεις ανεχτεί,  όλες τις φορές που  συγχώρεσες έναν άντρα που ήταν λίγο βλάκας και ενοχλητικός,  αντί να του καταστήσεις σαφές ότι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεκτό, όλες τις φορές  που παρίστανες ότι τίποτα δεν συνέβη. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι γυναίκες έχουμε τέτοιες ιστορίες, λιγότερο ή περισσότερο ακραίες.».

Εσείς;

«Υπάρχει ένας πολιτικός στη Νορβηγία, εναντίον του οποίου έχουν απαγγελθεί σωρηδόν καταγγελίες. Όλο και περισσότερες γυναίκες βγαίνουν μπροστά με μια ιστορία σεξουαλικής παρενόχλησης που τον ενοχοποιεί. Το θέμα είναι ότι όλοι γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για ένα τύπο που ξεπερνούσε κατ΄εξακολούθηση τα όρια. Το επιχείρησε με εμένα, αλλά και με τρεις  φίλες μου. Κατείχε μια υψηλή θέση στη νορβηγική κοινωνία και αυτό γινόταν ξανά και ξανά».

Ένας νορβηγός Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν λοιπόν. Τιμωρήθηκε;

«Ναι, αλλά τώρα προσπαθεί να επιστρέψει στην πολιτική. Κατηγορεί τα μίντια ότι τον στοχοποίησαν, ενώ ο ίδιος έπαιζε το παιχνίδι αυτό 20 ολόκληρα χρόνια, εκμεταλλευόμενος τη θέση του».

Στα 45 σας είστε η είστε πιο η επιτυχημένη νορβηγίδα συγγραφέας της γενιάς σας. Πώς ορίζετε την ευτυχία;

«Ήμουν πολύ τυχερή που είχα κλείσει τα 40, όταν “έσκασε” όλο αυτό.  Eίχα πια ένα σκληρό πυρήνα και ήξερα τι είναι σημαντικό για μένα. Είναι να είμαι με τα “αγόρια” μου, τα τρία παιδιά μου και τον άντρα μου. Να είμαι με τους φίλους μου. Να γράφω. Δεν γράφω για να γίνω πλούσια,  αλλά γιατί  το έχω ανάγκη. Αν δεν γράφω, είμαι δυστυχής. Αν γράψω, η μέρα έχει πάει καλά. Αν δεν βρω χρόνο να γράψω, δεν είναι απαραίτητα μια κακή μέρα, αλλά δεν είναι και όσο θα  μπορούσε καλή. Η επιτυχία, οι θετικές βιβλιοκριτικές,  τα βραβεία και οι υψηλές πωλήσεις με χαροποιούν ασφαλώς, αλλά αυτό  που με γεμίζει περισσότερη χαρά είναι να  έχω γράψει κάτι καλό. Είναι επίσης σημαντικό για μένα να κάνω πεζοπορία, σκι, οτιδήποτε με φέρνει δίπλα και κοντά στη φύση».