Ο Τζούλης. Ο Τζούλης. Ο Τζούλης. Αν είναι να μιλήσουμε εδώ για τις μεγάλες αγάπες της Μελίνας Μερκούρη, από εκεί ξεκινάνε και εκεί τελειώνουν όλα. Στον Ζυλ Ντασσέν, σύντροφο και έρωτά της ως το τέλος. Αν κάτι θα μπορούσε και η ίδια να σκεφτεί ως μεγαλύτερη αγάπη, θα ήταν ο ίδιος ο έρωτας. Αγαπούσε και πονούσε για τον ίδιο τον Έρωτα.
Ο επικείμενος εορτασμός του Έτους Μελίνας 2020, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή της στις 18 Οκτωβρίου 2020, με πρωτοβουλία του υπουργείου Πολιτισμού και της υπουργού – που την είχε ζήσει κι εκεί, στο ίδιο υπουργείο – Λίνας Μενδώνη, είναι μία καλή ευκαιρία να θυμηθούμε αυτές τις αγάπες της Μελίνας.
Και μια και είμαστε στην πρώτη και μεγαλύτερη, τον Έρωτα, ας θυμηθούμε ότι για κείνην όλα ξεκίνησαν στα 14 της. Όταν έπεσε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου για τον έρωτά της. Με τον κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της ηθοποιό – θρύλο Γιώργο Παππά. «Γνώρισα την πρώτη μου αγάπη και θέλησα να πεθάνω. Υπήρξαν κι άλλοι αλλά δεν ξανασκέφτηκα να πεθάνω για άντρα», έλεγε πολλά χρόνια μετά. Η αγάπη για τον έρωτα, που λέγαμε.
Δεν έκρυβε ότι ερωτεύτηκε κι άλλους άντρες στην ζωή της. Και δεν μιλάμε για τον Μάρλον Μπράντο, που ο θρύλος τον θέλει να ξεροσταλιάζει ολονυχτίς στο πατάκι της εισόδου του σπιτιού της, μέχρι να του ανοίξει «για να πάρει μία της ματιά και να νιώσει τη θέρμη της». Και ποιος Μάρλον, παρακαλώ. Όχι εκείνος του «Νονού», με το επιβλητικό βάρος. Εκείνος του «Λεωφορείου ο Πόθος». Για τον οποίο έλιωνε όλος ο πλανήτης.
Μιλάμε για τον σύζυγό της, που δήλωνε ότι τον ερωτεύθηκε σφόδρα και τον παντρεύτηκε κρυφά: τον κτηματία, επιχειρηματία και ευεργέτη Παναγή Χαροκόπο. Για τον «απαγορευμένο» και ολέθριο έρωτά της με τον μαυραγορίτη Φειδία Γιαδικιάρογλου. Ή με τον αξιωματικό του Ναυτικού Πύρρο Σπυρομήλιο. Με τα λόγια της ίδιας: «Έχω ερωτευτεί! Και βαθιά, και τρομερά, και ασφυκτικά, και μ’ έναν τρόπο ίσως πολύ άγριο… Οι έρωτές μου με σημάδεψαν. Τα ερωτάκια μου. Και ήταν δύο οι μεγάλοι. Και ο ένας εξακολουθεί ακόμα. Είναι ακόμα έρωτας».
Και μιλούσε για κείνον που ήταν «ο άντρας της ζωής της», όπως σχεδόν βροντοφώναζε παντού και πάντα. Τον Ζυλ Ντασσέν. Την άνοιξη του 1955, ενώ η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη ξεσηκώνει τις Κάννες (και με τα μπουζούκια του Γιώργου Ζαμπέτα), η Μελίνα Μερκούρη συναντούσε, όπως θυμόταν αργότερα, τον άντρα «με τα πολύ γαλάζια μάτια, που πηδούσε σαν αθλητής τα καθίσματα και ερχόταν και μας έπαιρνε αγκαλιά, τον (Γιώργο) Φούντα κι εμένα. “Τι ωραία που περπατάτε, τι ωραία που γελάτε”, μου έλεγε. Ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω».
Από το πρώτο ραντεβού εκείνη, η «τελευταία ελληνίδα θεά» και ο άντρας με τα πολύ γαλάζια μάτια έπεσαν με τα μούτρα στον έρωτά τους. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άντρας της ζωής μου», εξομολογούνταν εκείνη. «Είμαι τρελός για σένα», βροντοφώναζε ο Τζούλης «της» (πλέον). Και πρόσθετε πως η Μελίνα είναι «μια γυναίκα που διατηρεί άριστες σχέσεις τόσο με το Θεό όσο και με το διάβολο και γι’ αυτό πηγαινοέρχεται άνετα πότε στον παράδεισο και πότε στην κόλαση».
Εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με την παιδική του φίλη, βιολονίστα Μπεατρίς Λόουνερ. Την χώρισε και παντρεύτηκε τη Μελίνα το 1966 στην Ελβετία. Χαριτολογώντας εκείνη, έλεγε αργότερα: «Εμένα όποιος άνδρας με γνωρίσει, με το “καλημέρα” χωρίζει τη γυναίκα του».
Κάποιοι θα πουν, ίσως, ότι η άλλη μεγάλη αγάπη της ήταν η ελευθερία. Αυτήν σκεφτόταν, πονούσε και διαλαλούσε, όταν άφησε πίσω την Χούντα των Συνταγματαρχών για το Παρίσι. Όμως, περισσότερο ήταν η Ελλάδα η μεγάλη της αγάπη. Τόσο που, στα ίδια εκείνα χρόνια, έφτασε να ταυτιστεί με αυτήν. «Είμαι Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα», ήταν η θρυλική φράση της προς τα διεθνή μίντια, όταν έμαθε ότι η Χούντα της στέρησε την ελληνική υπηκοότητα. Αδιαπραγμάτευτα.
Δεν μιλάμε εδώ για την σχέση της με την πολιτική της Ελλάδας (αργότερα και από το υπουργείο Πολιτισμού), που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει και «κληρονομική». Καθώς ο παππούς της, Σπύρος Μερκούρης, διατέλεσε δήμαρχος της Αθήνας για μια εικοσαετία, ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού, βουλευτής και υπουργός και ο θείος της, Γεώργιος, ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Εκεί, στον τελευταίο, μπορεί να βρίσκονται οι ρίζες της αγάπης της και για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΚ αρχικά, το ΠΑΣΟΚ μετέπειτα.
Τα Μάρμαρα, αχ τα Μάρμαρα. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα και η επιστροφή τους. Που μία φράση της, ύστερα από γυρίσματα στην αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, έγινε καμπάνια ολόκληρη και στόχος ζωής. Άλλη μεγάλη αγάπη αυτή. Σε σημείο ταύτισης και πάλι. Η Άλκη Ζέη θυμόταν τι είχε πει η ίδια η Μελίνα: «Αν με ρωτήσετε, εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
Από το 1944, που πρωτοπάτησε το θεατρικό σανίδι, το θέατρο και οι άνθρωποί του ήταν μια μεγάλη, άσβεστη αγάπη. Όσες ταινίες και να έκανε, εκεί γυρνούσε. Ακόμη και πιο ώριμη, όταν έδωσε άλλη πνοή στο «Σουραμπάγια Τζόνι», σε μια επετειακή παράσταση του Ζυλ Ντασσέν για τον αγαπημένο της Μπέρτολντ Μπρεχτ. Τι κι αν ουσιαστικά έκανε μία μόνον μεγάλη επιτυχία στο περίφημο Μπρόντγουεϊ. Το «Ilya Darling», σε σκηνοθεσία Ντασσέν, πολυβραβευμένο και πολυσυζητημένο. Σκεφθείτε ότι για κείνην και μόνον για κείνη – αποτίοντας φόρο τιμής στη μνήμη της – έσβησε τα φώτα του, στις μαρκίζες, το Μπρόντγουεϊ την ημέρα του θανάτου της (6 Μαρτίου 1994).
Και μια ακόμη αγάπη της. Να περπατάει ξυπόλητη. Να νιώθει στις γυμνές πατούσες της στο «χώμα της Ελλάδας», όπως έλεγε. Ξυπόλητη στο σπίτι, ξυπόλητη στις διακοπές, ξυπόλητη στη θάλασσα, ξυπόλητη στο αυτοκίνητο. Όταν την είχα ρωτήσει «γιατί ξυπόλητη;», σε μία από τις κουβέντες μας, μου είχε απαντήσει αποστομωτικά: «Γιατί είμαι ελεύθερη σκλάβα». Η – πρωταρχική – αγάπη για την ελευθερία. Ακόμη και στην σκλαβιά των συμβάσεων.
Κλείνοντας και ενώπιοι του Έτους Μελίνας Μερκούρη 2020, ίσως είναι σημαντικό να θυμηθούμε εκείνο που η ίδια έλεγε, όχι πια για κείνο που αγαπούσε, αλλά για κείνο που… απεχθανόταν. Την Λήθη. «Η μεγαλύτερή μου έγνοια είναι ότι πεθαίνουμε όταν μας λησμονούν», ήταν τα λόγια της. «Είναι κάτι που απεχθάνομαι, να μας λησμονούν».