Οι Αμερικανοί φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει το μεγάλο γεωπολιτικό λάθος τους, ότι πριν από 22 χρόνια έβαλαν την Κίνα στο παιχνίδι της πλανητικής ανάπτυξης μέσω του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου. Επί Κλίντον ήλπιζαν ότι η πρόσδεση της Κίνας στον συρμό της παγκοσμιοποίησης θα οδηγούσε νομοτελειακά στον εκδημοκρατισμό της, ωστόσο δεν υπολόγισαν τον ανατρεπτικό παράγοντα Σι Τζινπίνγκ στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό.
Πολύ μακριά από το να σκεφτούν το… σιδηροδρομικό δυστύχημα και τον εκτροχιασμό της Κίνας, οι Μπους (υιός) και Ομπάμα πίστεψαν και αυτοί με τη σειρά τους ότι ήταν εφικτή η αγαστή συνεργασία με το Πεκίνο –και, βασικά, φτιαγμένη στα μέτρα των ΗΠΑ–, κυρίως επειδή θεωρούσαν ότι η περίπτωση της πολεμικής αντιπαράθεσης ήταν απίθανη. Ο Τραμπ ήταν αυτός που αναγνώρισε τον γεωπολιτικό αναθεωρητισμό που πρεσβεύει η κινεζική ηγεσία, και τον ακολούθησε ο Μπάιντεν.
Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ διατήρησε εν ισχύι τις κυρώσεις που είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του, ενώ προσέθεσε και νέες, κρίσιμες απαγορεύσεις όσον αφορά την εξαγωγή τσιπ και γενικώς εκείνων των στοιχείων υψηλής τεχνολογίας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για στρατιωτικούς λόγους. Αυτά είναι τα δεδομένα στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, όπως τα παραθέτει η Repubblica.
Σήμερα έχει αλλάξει και το δόγμα του Πενταγώνου, αφήνοντας κατά μέρος την ισλαμιστική τρομοκρατία και επικεντρώνοντας στην απειλή της αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, επισημαίνει το ιταλικό δημοσίευμα, η Wall Street Journal δημοσίευσε μια έρευνα που δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι έτοιμες για την πρόκληση του αδιαμεσολάβητου πολέμου, δηλαδή για πόλεμο χωρίς «αντιπροσώπους».
Οι Αμερικανοί έχουν αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό τους στα 800 δισ. δολάρια, με 140 από αυτά να επενδύονται στην ανάπτυξη νέων όπλων, λόγου χάρη σε υπερηχητικούς πυραύλους. Ακόμη και έτσι όμως, το κινεζικό ναυτικό διαθέτει περισσότερα πλοία και το προφανές γεωγραφικό πλεονέκτημα αν πολεμήσει στα νερά του, δηλαδή στη θαλάσσια έκταση του Ινδικού-Ειρηνικού, σημείωσε το αμερικανικό μέσο.
Από πλευράς του, συνεχίζουν οι Ιταλοί, το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press αποκάλυψε ότι, σύμφωνα με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, η Κίνα έχει ξεκινήσει και ένα πρόγραμμα στο μοντέλο του ρωσικού, δηλαδή με σκοπό την εξαπόλυση ψηφιακών επιθέσεων και τον επηρεασμό των δημοκρατικών διαδικασιών στη Δύση. Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ φοβούνται την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα.
Ξεκάθαρη απόδειξη αυτού του φόβου ήταν η ρητή δήλωση του Λευκού Οίκου, από τα χείλη του Τζον Κίρμπι, συντονιστή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Η τελευταία δήλωσή του ήταν αποτέλεσμα της επιλογής της αμερικανικής ηγεσίας να μη ρίξει λάδι στη φωτιά που άναψε η πολεμική ρητορική του κινέζου υπουργού Εξωτερικών Τσιν Γκανγκ, πρώην πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον. Είπε ο Κίρμπι: «Σκοπεύουμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα, επιδιώκουμε τον στρατηγικό ανταγωνισμό μαζί της, όχι όμως τη σύγκρουση».
Παράλληλα, διευκρίνισε ότι η πολιτική των ΗΠΑ για τη «μία Κίνα» δεν έχει αλλάξει, δηλαδή οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μην υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, χωρίς όμως να αποδέχονται και ότι το υπάρχον status quo μπορεί να αλλάξει διά της βίας από την επιθετικότητα της Κίνας. Ωστόσο, η ισορροπία αυτή, σε δύο βάρκες, ήταν εξαρχής πολύ δύσκολη, πόσο μάλλον σήμερα.
Ο Κίρμπι επανέλαβε την προειδοποίηση προς την Κίνα να μην προμηθεύσει με όπλα τη Ρωσία για χρήση στα μέτωπα της Ουκρανίας, διότι θα υπάρξουν σοβαρές πλην απροσδιόριστες συνέπειες, πάντως εντός του πεδίου εφαρμογής των δεδομένων κυρώσεων. Στην προσπάθεια κατευνασμού της Κίνας έβαλε πλάτη και ο νέος πρόεδρος της Βουλής, ο Ρεπουμπλικανός Κέβιν Μακάρθι, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να μεταβεί στην Ταϊβάν, όπως έκανε η πρώην πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
Από τα «μπαλόνια» στα «μανιτάρια»
Οι Αμερικανοί κρατούν αυτή τη στάση ενώ το πλαίσιο είναι καθορισμένο: οι Κινέζοι δεν εξαπολύουν μόνο κατασκοπευτικά μπαλόνια, επιπροσθέτως θέλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τις ένοπλες δυνάμεις τους, σχεδιάζουν εισβολή στην Ταϊβάν με χρονοδιάγραμμα, ενδέχεται όντως να στείλουν όπλα στη Ρωσία, επιδίδονται σε κλοπή τεχνογνωσίας, επικοινωνιακής και στρατιωτικής, και χρησιμοποιούν τα σόσιαλ μίντια τύπου TikTok ως δούρειους ίππους διασποράς της προπαγάνδας τους.
Φυσικά, εφαρμόζουν και ιδιότυπες πρακτικές στον εμπορικό τομέα, επιδιώκοντας πολιτικά οφέλη από τον εισοδισμό τους στην Αφρική και σε άλλες περιοχές όπου ονειρεύονται να συμπήξουν κάποιο δυναμικό αντιδυτικό συνασπισμό, με αυτούς επικεφαλής και με ουρά τους φτωχούς του κόσμου.
Ο Τσιν Γκανγκ, αν και αυτοπροσδιορίζεται ως «φίλος του αμερικανικού λαού και του μπάσκετ» και έχει φωτογραφηθεί με καουμπόικα καπέλα, από το νέο πόστο του επιδίδεται σε καουμποϊλίκια: απείλησε ανοιχτά τις ΗΠΑ, χωρίς κανένα διπλωματικό τακτ, και ο Κίρμπι δεν είχε άλλη επιλογή από τον κατευνασμό.