Οι Γερμανοί είναι οι «παγκόσμιοι πρωταθλητές της αναρρωτικής άδειας», σύμφωνα με τον επικεφαλής της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας της χώρας, ο οποίος επικρίθηκε επειδή απαίτησε να μην πληρώνονται οι εργαζόμενοι από την πρώτη ημέρα της αναρρωτικής τους άδειας, εάν δεν προσκομίζουν βεβαίωση γιατρού.
Με την οικονομία να επιβραδύνεται και το σύστημα πρόνοιας να βρίσκεται υπό πίεση, η Γερμανία δεν μπορεί να αντέξει 20 ημέρες ασθενείας τον χρόνο ανά εργαζόμενο, που είναι αυτήν τη στιγμή ο μέσος όρος, είπε ο Ολιβερ Μπέτε, διευθύνων σύμβουλος της Allianz SE. Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι οκτώ ημέρες ανά εργαζόμενο τον χρόνο.
Ο αριθμός ρεκόρ των 20 ημερών, με βάση την έρευνα της εταιρείας ασφάλισης υγείας DAK, είναι ακόμη ένα πλήγμα στη φήμη της εργασιακής ηθικής της Γερμανίας, επισημαίνουν οι Times. Τον περασμένο Απρίλιο, ο Κρίστιαν Λίντερ, τότε υπουργός Οικονομικών, παραδέχτηκε ότι οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και άλλες εθνικότητες «δουλεύουν πολύ περισσότερο από τους Γερμανούς», αφού τα στοιχεία του ΟΟΣΑ έδειξαν ότι οι Γερμανοί εργάζονται πολύ λιγότερες ώρες ετησίως από τους γείτονές τους στην ΕΕ και τους Βρετανούς.
Η DAK απέδωσε την απότομη αύξηση των ημερών ασθενείας από το 2022 εν μέρει στο κρύο και τα κύματα Covid και προειδοποίησε ενάντια σε μια «κουλτούρα δυσπιστίας» στον εργασιακό χώρο. Η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας δίνει χαμηλότερο αριθμό, 15,1 ημερών ασθενείας ανά εργαζόμενο για το 2023.
Οι εργοδότες πλήρωσαν 77 δισ. ευρώ σε μισθούς κατά τη διάρκεια της απουσίας υπαλλήλων για λόγους υγείας (πλέον των 19 δισ. ευρώ που πλήρωσαν οι ασφαλιστές υγείας), ποσό που αντιστοιχεί στο 6% των εθνικών κοινωνικών δαπανών, είπε ο Μπέτε στην εφημερίδα Handelsblatt.
«Αν μειώναμε αυτές τις δαπάνες στον μέσο όρο της ΕΕ (3,5%), θα εξοικονομούσαμε 40 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το σύστημα Υγείας σε κάποιον άλλον τομέα», συμπλήρωσε.
Πρότεινε την επανεισαγωγή ενός συστήματος που καταργήθηκε το 1970, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι χάνουν την αμοιβή τους από την πρώτη ημέρα ασθένειας, εκτός εάν προσκομίσουν σημείωμα γιατρού. Η διάταξη ισχύει σε άλλες χώρες, όπως η Σουηδία, η Ισπανία και η Ελλάδα.
«Σε χώρες όπως η Ελβετία και η Δανία εργάζονται κατά μέσο όρο ένα μήνα περισσότερο ετησίως, με συγκρίσιμες αμοιβές», επεσήμανε ο Μπέτε.
Η πρότασή του, σημειώνουν οι Times, επαινέθηκε από επιχειρηματίες, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της Mercedes, Ολα Κελένιους, ο οποίος είπε ότι το ποσοστό των αναρρωτικών αδειών στη Γερμανία έχει οικονομικό αντίκτυπο στις εταιρείες. Ωστόσο, η πρόταση οδήγησε σε κατακραυγή από τα συνδικάτα και τα κεντροαριστερά κόμματα που είπαν ότι προδίδει την έλλειψη εμπιστοσύνης στους εργαζόμενους.
Εξι εβδομάδες πριν από τις γενικές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, ακόμη και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) δεν ασπάστηκαν την ιδέα.
«Είναι αναιδές και καταστροφικό να κατηγορείς τους υπαλλήλους για ψεύτικη ασθένεια», είπε ο Χανς-Γιούργκεν Ούρμπαν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου μηχανικών IG Metall. Πρόσθεσε ότι η αναβίωση της πρακτικής να μην πληρώνονται οι εργαζόμενοι από την πρώτη ημέρα αναρρωτικής άδειας αποτελεί επίθεση στο κράτος πρόνοιας και θα οδηγήσει σε παρατεταμένες ασθένειες.
«Η γερμανική οικονομία δεν θα ανακάμψει με άρρωστους εργαζόμενους, αλλά αντίθετα με καλύτερες συνθήκες εργασίας», είπε.
Ο Τίνο Σόργκε, εκπρόσωπος για την πολιτική Υγείας της κοινοβουλευτικής ομάδας του συνασπισμού CDU/CSU, δήλωσε: «Είναι ελάχιστοι όσοι ισχυρίζονται ψευδώς ότι είναι άρρωστοι». Ο Ντένις Ράντκε, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το CDU, χαρακτήρισε την πρόταση «ταξικό πόλεμο».
Η γερμανική νομοθεσία δίνει δικαίωμα στους εργαζομένους να λαμβάνουν πλήρη αμοιβή έξι εβδομάδων εάν δεν μπορούν να εργαστούν. Επειτα από αυτό λαμβάνουν μειωμένες αποδοχές, από τον ασφαλιστή υγείας τους.
Η γερμανική οικονομία έχει πληγεί τους τελευταίους μήνες από σχεδόν εβδομαδιαίες ανακοινώσεις για περικοπές θέσεων εργασίας σε μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες όπως η VW, η Mercedes, η Bosch, η Continental και η Thyssenkrupp.
Η Γερμανία ήταν η μόνη οικονομία της G7 που συρρικνώθηκε το 2023 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ότι θα διατηρήσει τις χειρότερες επιδόσεις του ομίλου το 2024, με μηδενική ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις ή πακέτα τόνωσης στον ορίζοντα λόγω των εκλογών.