Οσα μπορεί να φέρει μία εβδομάδα για τέσσερις από τους ισχυρότερους ηγέτες της Ευρώπης μπορεί να μην τα φέρει όλη η χρονιά που απομένει.
Βρισκόμαστε μέσα στην εβδομάδα του πιθανού Brexit, στην επαύριο των τοπικών εκλογών στην Ιταλία, τις παραμονές των βουλευτικών εκλογών στην Ισπανία και στην πρώτη διαμόρφωση του τοπίου για τις προεδρικές εκλογές του 2017 στη Γαλλία.
Και όμως πολύ χαρακτηριστικά γράφουν οι Financial Times, οι καιροί για τους τέσσερις πρίγκιπες της ΕΕ είναι δύσκολοι. (Οι FT αυτό που δεν γράφουν -αλλά όλοι υποθέτουμε- είναι ότι για την βασίλισσα Μέρκελ τα πράγματα μάλλον είναι πιο εύκολα).
Τρεις ημέρες πριν αποφασίσουν οι βρετανοί εκλογείς για το μέλλον της χώρας τους τις επόμενες δεκαετίες, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έχει σπεύσει να πάρει θέση. Ο,τι και αν βγάλει η κάλπη του δημοψηφίσματος την Πέμπτη, αυτός θα συνεχίσει με την εντολή που έλαβε πέρυσι στις βουλευτικές εκλογές ως το τέλος της θητείας του, δηλαδή ως το 2020.
Αλλά αυτή «η δουλειά που πρέπει να γίνει», όπως έλεγε ο Κάμερον, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από την κάλπη του δημοψηφίσματος. Αν η (νέα) αναστροφή της δυναμικής υπέρ του Remain που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις μετά την δολοφονία της Τζο Κοξ επαληθευτεί και διατηρηθεί ως την Πέμπτη, ο Κάμερον οπωσδήποτε θα έχει κερδίσει το πιο μεγάλο στοίχημα της θητείας του.
Μέσα και γύρω από το κόμμα των Συντηρητικών καραδοκούν πάντως οι αντίπαλοί του για να τον πιέσουν σε παραίτηση και αντικατάσταση και στο κόμμα, πολύ περισσότερο αν επικρατήσει το Leave. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, περιμένει την Βρετανία και την ΕΕ – όσο και αν η τελευταία δηλώνει δια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προετοιμασμένη – μια μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων και διευθετήσεων πριν το διαζύγιο των δύο πλευρών γίνει πραγματικότητα. Με ή χωρίς τον Κάμερον, κάποιος πρέπει να το φέρει σε πέρας.
Την Κυριακή ο Κάμερον έσπευσε να ξεκαθαρίσει και κάτι άλλο: το Brexit δεν έχει επιστροφή ενώ διευκρίνισε ότι η Βρετανία δεν είναι αυτή που τα παρατά. Μένει να φανεί αν θα αναγκαστεί να τα παρατήσει ο ίδιος.
Οι καλές ημέρες τελειώνουν και στην Ιταλία για τον πρωθυπουργό Μάτεο Ρέντσι. Το κόμμα του έχασε τους δύο από τους σημαντικότερους δήμους της χώρας, τη Ρώμη και το Τορίνο, από το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο, το Κίνημα 5 Αστέρια.
Δύο δυναμικές γυναίκες, η 37χρονη Βιρτζίνια Ράτζι στη Ρώμη και η 31 ετών Κιάρα Απεντίνο στο Τορίνο, κέρδισαν αρκετά εύκολα στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, με την Ράτζι να επισφραγίζει την ιστορική νίκη της (είναι η πρώτη γυναίκα δήμαρχος της πόλης) με ένα σαρωτικό 67%. Λίγο-πολύ όποιος στον πρώτο γύρο δεν ψήφισε τον κεντροαριστερό Τζιακέτι προτίμησε την Ράτζι, η οποία ξαναέβαλε το κόμμα της στο προσκήνιο την ώρα που ο ίδιος ο Γκρίλο έχει αρχίσει να αποσύρεται χωρίς να έχει χάσει το λαϊκίστικο, οξύ στυλ του.
Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) μπορεί να κέρδισε το Μιλάνο και τη Μπολόνια (στη Νάπολη ο κεντρώος ανεξάρτητος δήμαρχος επίσης επανεξελέγη), θα πρέπει να δει πώς οι δύο νέες δήμαρχοι θα πολιτευτούν και πώς θα επηρεάσει η εκλογή τους την κεντρική πολιτική σκηνή. Στα δύο χρόνια που απομένουν ως τις βουλευτικές του 2018, οπωσδήποτε θα έχουν δείξει έργο, ενδέχεται όμως οι εξελίξεις να μην περιμένουν τόσο πολύ.
Αυτόν τον Οκτώβριο οι Ιταλοί καλούνται να εγκρίνουν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις με δημοψήφισμα, με τον Ρέντσι να έχει δηλώσει ότι μια ήττα θα τον οδηγήσει στην παραίτηση ενώ ήδη, κατά τους FT, «οι εχθροί του τον περιτριγυρίζουν».
Περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του -αλλά όχι λιγότερα προβλήματα ούτε λιγότερα μέτωπα- έχει ο Φρανσουά Ολάντ.
Αντιμέτωπος με πολύ χαμηλή δημοφιλία (μόλις 14%!), με τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις για τα εργασιακά, στα οποία η κυβέρνησή του επιμένει, με το εξωγηπεδικό χάος του Euro και την απειλή της τρομοκρατίας πάνω από τη χώρα, ο γάλλος πρόεδρος, αν κατέβαινε αυτή τη στιγμή, όχι απλά δεν θα κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές, αλλά θα τερματίζει πίσω και από τον Λυκ Μελανσόν της Αριστεράς.
Ως τον ερχόμενο Μάιο, ο Ολάντ έχει να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει την Δεξιά που επιθυμεί την επιστροφή στο προεδρικό μέγαρο (ίσως με τον ίδιο τον Νικολά Σαρκοζί ή τον Αλέν Ζιπέ), αλλά και την λαϊκίστικη ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν που φαντάζει πλέον σαν διεκδικήτρια της προεδρίας με αξιώσεις.
Τα δύσκολα είναι κάπως νωρίτερα. Τον ερχόμενο Ιανουάριο το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα επιλέξει τον προεδρικό υποψήφιο και ήδη ο Ολάντ δεν είναι καν το φαβορί. Οι εσωκομματικοί αντίπαλοι, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομίας Αρνό Μοντεμπούρ, μπορεί να αποσπάσουν την υποψηφιότητα και να φέρουν τον Ολάντ στη μάλλον αμήχανη θέση να ολοκληρώσει μια θητεία χωρίς να διεκδικήσει την επανεκλογή του.
Ενώπιον μιας πιο αριστερής στροφής είναι και η Ισπανία. Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν μεν το Λαϊκό Κόμμα του Μαριάνο Ραχόι να προηγείται αλλά και πάλι ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένος.
Η χώρα βγήκε από ένα πολύμηνο πολιτικό θρίλερ συνομιλιών και απαιτήσεων. Δεξιά, Σοσιαλιστές, Podemos και Ciudadanos δοκίμασαν σχεδόν κάθε πιθανό συνδυασμό για τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Τώρα, η εκλογική συμμαχία των Ποδέμος με την Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά) μπορεί να τους εξασφαλίσει ακόμα και τη δεύτερη θέση κάνοντας πιθανό το σχηματισμό ενός αριστερού/κεντροαριστερού προσήμου σχήματος. Εκτός, βέβαια, αν υλοποιηθεί το σενάριο του ισπανικού μεγάλου συνασπισμού Λαϊκού Κόμματος και Σοσιαλιστών.
Οι FT επισημαίνουν ακόμη τον 30χρονο Αλμπέρτο Γκαρθόν από την Izquierda Unida που τάσσεται υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας και του -όπως παραδέχεται- δύσκολου στόχου του να νικηθεί ο καπιταλισμός.
Ο Γκαρθόν και οι Podemos, η Ράτζι και η Απεντίνο, οι οπαδοί του Brexit, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, στη Βρετανία, όλοι στον ένα ή τον άλλο βαθμό φέρνουν ένα ρεύμα ευρωσκεπτικισμού ή ακόμα και αντιευρωπαϊσμού, γράφει σχετικά το Politico. «Η Ευρώπη που ξέραμε δεν θα είναι πια η ίδια» για πολλούς λόγους, υποηραμμίζει – και θυμίζει και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον Ντόναλντ Τραμπ. Σε μία εβδομάδα ακριβώς θα φανεί προς τα πού θα κινηθεί.