Η σύσκεψη των «έξι» με την ηγεσία της ΕΠΟ και της διαιτησίας για την ομαλή διεξαγωγή των πλέι-οφ της Σούπερ Λιγκ είχε την ίδια κακή τύχη με όλες τις προηγούμενες συναντήσεις κορυφής, στις οποίες εμπλέκονται οι λεγόμενοι «Big-4». Οχι μόνο δεν κατέληξε σε κάποια συμφωνία, αλλά και τηρήθηκαν πιστά οι παραδόσεις: ύβρεις, προσβολές, τσαμπουκάδες, απειλές και ειρωνείες – αυτά δεν είναι τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού ποδοσφαίρου;
Τους παράλογους μονόλογους διέκοπταν χυδαιότητες, που θα έκαναν τους αλήτες της εξέδρας να κοκκινίσουν. «Φτάσαμε πολύ κοντά στη συμφωνία, αλλά χάλασε την τελευταία στιγμή», ήταν το… Ψέμα της Ημέρας που ακούστηκε από τα χείλη του προέδρου της Ομοσπονδίας, Τάκη Μπαλτάκου. Η μαύρη φούστα που του πέταξε στο πρόσωπο ο αντιπρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Κώστας Καραπαπάς, συνοδεία πολλών «μπιπ», ήταν η κίνηση που περιγράφει άριστα το κλίμα, το οποίο επικράτησε στην αίθουσα.
Ο κ. Μπαλτάκος δεν ήταν σίγουρος, αν θα έπρεπε να καταγγείλει αυτή τη συμπεριφορά (που έχει καταγραφεί σε βίντεο, όπως και όλες οι άλλες «ομορφιές» της συνάντησης) στις διεθνείς ποδοσφαιρικές Αρχές. Ο αθλητικός εισαγγελέας, Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, δεν έχει αντιδράσει μέχρι αυτή την ώρα. Πού να μπλέκει τώρα… Ούτε η Επιτροπή Δεοντολογίας της ΕΠΟ (αλήθεια, υφίσταται ακόμη;), η οποία είχε συσταθεί με τυμπανοκρουσίες ως ο θεματοφύλακας των χρηστών ηθών στο ποδόσφαιρο.
Στο τέλος, όλοι συμφώνησαν ότι… διαφωνούν σε όλα. Πίστευε κάποιος, στ’ αλήθεια, ότι πήγαν στο ραντεβού με διάθεση για συνεννόηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις; Είναι τέτοια η καχυποψία που υπάρχει, ώστε οι μεγάλοι εταίροι της Σούπερ Λιγκ δεν εμπιστεύονται ούτε τη σκιά τους. Η συνάντηση έμοιαζε περισσότερο με… διαγωνισμό λεκτικής βιαιοπραγίας. Ποιος θα «ρουμπώσει» τον άλλον, που λέγαμε στο σχολείο.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η ακραία αντιπαλότητα έχει οδηγήσει τους μεγάλους ελληνικούς συλλόγους σε έναν παραλογισμό. Απαιτούν να διευθύνουν τους αγώνες τους στα πλέι-οφ της Σούπερ Λιγκ κάποιοι από τους κορυφαίους ρέφερι της Ευρώπης – όλους τους υπόλοιπους τους βλέπουν «με μισό μάτι». Αυτοί, όμως, οι λεγόμενοι «ελίτ» διαιτητές, είναι 30, όλοι κι όλοι. Αν αφαιρέσουμε από τη λίστα τον Τάσο Σιδηρόπουλο, που είναι ανεπιθύμητος επειδή είναι Ελληνας, και έναν Ρουμάνο που αναρρώνει από καρδιακή προσβολή, απομένουν 28. Υπάρχουν και τραυματισμοί.
Οι «ελίτ» διαιτητές, εκτός από τα πρωταθλήματα και τα Κύπελλα των χωρών τους, χρησιμοποιούνται και μεσοβδόμαδα, στις διοργανώσεις της UEFA. Αλλά, ακόμη κι αν είχαν το χρόνο να έρθουν στην Ελλάδα, ένα Σαββατοκύριακο ή μια Τετάρτη, οι περισσότεροι είναι απρόθυμοι να μπλέξουν με το πιο τοξικό πρωτάθλημα της Ευρώπης. Πριν από λίγες εβδομάδες η ΕΠΟ προσπάθησε να τους δελεάσει, αυξάνοντας την αμοιβή τους στα 3.500 ευρώ, από 1.500 που ήταν. Αλλά, και πάλι. Δεν έχουν καμία όρεξη να τους βρίζουν την οικογένεια, ή να δέχονται απειλητικά μηνύματα. Οταν ήρθε στην Ελλάδα ο Λαόθ, η ισπανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία θύμωσε για τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετωπίσαμε, και μας ειδοποίησε πως δεν θα μας στείλει, ξανά, κάποιον δικό της.
Δεν μας αρκεί, ο διαιτητής να είναι καταξιωμένος. Ο Ιβάν Κρούζλιακ από τη Σλοβενία είναι «ελίτ», αλλά, ταυτοχρόνως, και «ψυχοπαίδι του Λούμπος Μίχελ» (παλιού στελέχους του ΠΑΟΚ). Επιπλέον, εάν μας έχει παίξει στο παρελθόν, σε ευρωπαϊκό αγώνα, θα πρέπει η διαιτησία του να μας έχει αφήσει ικανοποιημένους. Α, ναι, και να μην έχει ευνοήσει κάποιον από τους άλλους ελληνικούς συλλόγους…
Ζητάμε να είναι «ελίτ», αλλά από τα έξι επτά σπουδαιότερα πρωταθλήματα της Ευρώπης (Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, άντε και Πορτογαλία, Ολλανδία). Αυτοί οι διαιτητές είναι, στο σύνολο, 17. Ο Ιστβαν Κόβατς, για παράδειγμα, ο οποίος πρόσφατα διηύθυνε το Λίβερπουλ – Ρεάλ Μαδρίτης 2-5 στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεν μας κάνει, γιατί είναι Ρουμάνος. Με το ίδιο σκεπτικό, ούτε ο Σίμον Μαρτσίνιακ (ο διαιτητής του τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022), γιατί είναι Πολωνός.
Ας συνοψίσουμε, λοιπόν. Εμπιστευόμαστε μόνο τους top διαιτητές των επτά κορυφαίων πρωταθλημάτων της Ευρώπης, με τους οποίους δεν έχουμε προηγούμενα. Που θα πρέπει, βεβαίως, να είναι υγιείς, ελεύθεροι, και να δεχτούν να έρθουν στο κακόφημο πρωτάθλημά μας, για να υποστούν bullying προς παραδειγματισμό του επόμενου. Αραγε, υπάρχει έστω ένας, που να πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις;
Μήπως, αυτό που χρειαζόμαστε πραγματικά, δεν είναι «ελίτ» διαιτητές, αλλά «ελίτ» παράγοντες;