Επί τρία χρόνια, ο γνωστός φωτογράφος Τάσος Βρεττός επισκεπτόταν αυτό που για πολλούς από εμάς είναι αθέατο: τους χώρους που δημιούργησαν πρόσφυγες και μετανάστες σε όλη την Αθήνα, προκειμένου να προσευχηθούν. Χρειάστηκαν αυτά τα τρία χρόνια όχι μόνο για να εντοπίσει όλους τους χώρους σε μια πραγματική έρευνα πεδίου με στοιχεία ανθρωπολογικής μελέτης, αλλά και για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ίδιων των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα αυτής της άοκνης εργασίας, αυτής της μελέτης για τη νέα γεωγραφία του αστικού ιστού, που όμως έχει και ένα έντονο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, εκτίθεται από τις 19 Νοεμβρίου στο νέο κτήριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς.
Μιλώντας στην εφημερίδα Καθημερινή και τον Νίκο Βατόπουλο, ο Τάσος Βρεττός εξηγεί πως η μύησή του λίγο-πολύ «τυχαία». «Είχα διαβάσει για τη λειτουργία της Αιθιοπικής Εκκλησίας μία Μεγάλη Πέμπτη. Ηταν στο Πολύγωνο και αποφάσισα να πάω. Η εμπειρία ήταν τόσο δυνατή που αποφάσισα να συνεχίσω και θεωρώ ότι δεν έχω τελειώσει ακόμη».
Ο φωτογράφος με τις 400 φωτογραφίες του, καταγράφει ένα αόρατο δίκτυο στο σώμα της πόλης: υπόγεια και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, πολυκατοικίες και γκαράζ, γήπεδα και υπαίθριοι, δημόσιοι χώροι, πλατείες και αυλές, πρόχειρα καταλύματα, ιδιοκατασκευές σε προσωρινές αλλά και μόνιμες διευθύνσεις, ομάδες Βουδιστών, Μουσουλμάνων, Ινδουιστών, Σπιριτσουαλιστών και Χριστιανών διαφόρων δογμάτων και πολλαπλών εθνικών προελεύσεων (Αιθίοπες, Αφγανοί, Αιγύπτιοι, Πακιστανοί, Νιγηριανοί, Σενεγαλέζοι, Φιλιππινέζοι, Ινδονήσιοι, Ιρακινοί κ.α.).
Οπως επισημαίνει η επιμελήτρια της έκθεσης Νάντια Αργυροπούλου, που ήταν παρούσα σε πολλές φωτογραφήσεις, το πρότζεκτ έχει πολλές παραμέτρους. Υπάρχει πολιτική ζύμωση και κοινωνική αφύπνιση. Η εμπειρία, π.χ., από το κτίριο που το είπαν «Βαβέλ» ήταν συγκλονιστική. «Ενα επταώροφο κτίριο που στέγαζε παλιά βιοτεχνίες ήταν γεμάτο λατρευτικούς χώρους. Από κάθε πόρτα ακούγονταν ψαλμωδίες».
Το έργο αυτό δεν περιορίζεται στην προβληματική της άφιξης, της απαραίτητης επιβίωσης, ή της “προώθησης” των ξένων (μεταναστών και προσφύγων), αλλά την προεκτείνει ριζοσπαστικά, επιχειρώντας στην περιοχή ενός πρωταρχικού βιώματος, το οποίο παραμένει αόρατο, συνδέοντας ανθρώπους διαφορετικών καταγωγών και αναφορών, όταν αυτοί αναγκάζονται να μετατρέψουν τα ελάχιστα και επισφαλή που βρίσκουν και συλλέγουν, σε τόπους και τρόπους λατρείας.