Το καλοκαίρι του 1999 ήταν ο «Φίλαθλος», με τον πρωτοσέλιδο τίτλο του «Πέταξε λευκή πετσέτα ο Βαρδινογιάννης», που είχε βιαστεί να απαξιώσει την πρόσληψη του Γιάννη Κυράστα στη θέση του προπονητή του Παναθηναϊκού, χαρακτηρίζοντάς την ως κίνηση απελπισίας και παράδοσης. Ολοι συμφωνούσαν -τότε- ότι ο παλαίμαχος «άσος» είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στις ομάδες από τις οποίες είχε περάσει, όμως αυτές ήταν η Α.Ε. Μεσολογγίου, ο Εθνικός, ο Πανηλειακός, η Προοδευτική, ο Παναργειακός, ο Πανιώνιος και ο Ηρακλής. «Βαρκούλες», μπροστά στο… πράσινο υπερωκεάνειο. Επιπλέον, η αντίληψη που επικρατούσε εκείνη την εποχή ήταν πως ένας μεγάλος σύλλογος που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να έχει ξένο τεχνικό. Ακόμη κι αν κανείς δεν ξέρει «από πού κρατάει η σκούφια του».
Στην πρώτη θητεία του Κυράστα στον πάγκο του ο Παναθηναϊκός «άγγιξε» τον τίτλο – και ο ίδιος βραβεύτηκε από τους έλληνες ποδοσφαιριστές (ΠΣΑΠ) ως ο καλύτερος προπονητής της σεζόν 1999-2000. Στη δεύτερη (2001-2002), που ήταν μισή, δημιουργήθηκε η ομάδα η οποία έφτασε μέχρι τους προημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ. Στα σχεδόν 20 χρόνια που ακολούθησαν, είτε στα πλούτη είτε στις φτώχειες του συλλόγου, κανένας συνάδελφός του δεν κατάφερε να παρουσιάσει μια τόσο απολαυστική εκδοχή του «Τριφυλλιού». Το σύγχρονο και θεαματικό ποδόσφαιρο εκείνης της ομάδας παραμένει σημείο αναφοράς, όμως η γνώμη των φιλάθλων για τους έλληνες προπονητές δεν έχει αλλάξει.
Φάνηκε με τη χθεσινοβραδινή ανακοίνωση της ΑΕΚ για τον Αργύρη Γιαννίκη. Τα media, και κυρίως τα social media -πλέον, υπάρχουν κι αυτά-, υποδέχτηκαν την είδηση για την πρόσληψη του 41χρονου τεχνικού με υποτιμητικά, έως και ειρωνικά, σχόλια. Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν διαθέτει «βαρύ» βιογραφικό. Την προσεχή Πέμπτη θα συμπληρώσει μόλις τέσσερα χρόνια ως πρώτος προπονητής (είχε αναλάβει τη Ροτ-Βάις Εσσεν στις 14 Οκτωβρίου 2017), και στην Ελλάδα δεν τον γνωρίζαμε μέχρι το 2019, που ήρθε για να εργαστεί στον ΠΑΣ Γιάννινα. Αλλά, τόσο η εντυπωσιακή δουλειά που έκανε στον ΠΑΣ, όσο και οι εξαιρετικές σπουδές του (είναι απόφοιτος της φημισμένης σχολής προπονητών της Κολωνίας), κάθε άλλο παρά δικαιολογούν αυτή τη βεβαιότητα ότι θα αποτύχει.
Μακάρι να ερχόταν ο Γκουαρντιόλα. Ο Κλοπ. Ο Αντσελότι. Ο Τούχελ… Αλλά πολύ σπάνια θα δούμε στα μέρη μας προπονητές που σέρνουν πίσω τους τρανταχτές επιτυχίες. Ο Πέδρο Μαρτίνς, ίσως ο πιο επιτυχημένος τεχνικός στη σύγχρονη ιστορία του Ολυμπιακού, κατέφθασε στον Πειραιά με μεγαλύτερό του «παράσημο» τη θητεία του στην Γκιμαράες. Ο Λουτσέσκου, που οδήγησε τον ΠΑΟΚ στο πρώτο του «νταμπλ», προηγουμένως εργαζόταν στην Ξάνθη. Ο Χιμένεθ, με τον οποίο η ΑΕΚ κατέκτησε τον τίτλο έπειτα από 24 χρόνια, ήρθε μια φορά από το Κατάρ και μια από τη Σαουδική Αραβία. Ο πιο επιτυχημένος προπονητής της «Ενωσης», ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, είχε προϋπηρεσία μόλις τεσσάρων σεζόν στη Βελέζ του Μόσταρ, μια μικρομεσαία ομάδα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σε όλους αυτούς, και πολλούς ακόμη, αναγνωρίσαμε το δικαίωμα να κριθούν από τη δουλειά τους. Αλλά δεν κάναμε το ίδιο με τον Γιαννίκη. Απέναντι στους ντόπιους προπονητές επιδεικνύουμε έναν ιδιότυπο ρατσισμό, που στην περίπτωση του νέου τεχνικού της ΑΕΚ είναι διπλά άδικος.
Με την Ελλάδα τον συνδέει μόνον η καταγωγή του (Νεοχώρι Τρικάλων) και η συνεργασία του με τον ΠΑΣ (2019-2021). Γεννήθηκε στη Γερμανία (Νυρεμβέργη), εκεί έπαιξε μπάλα (στις ακαδημίες της Καρλσρούης) και εκεί έγινε προπονητής, όταν κάποιοι σοβαροί τραυματισμοί τον ανάγκασαν να σταματήσει. Πρώτα στις ακαδημίες της Μανχάιμ (2003) και, στη συνέχεια, στην Καρλσρούη, την Ινγκολσταντ, τη Ροτ-Βάις Εσσεν και την Ααλεν. Εκεί σπούδασε, οικονομολόγος αρχικά, κι έπειτα προπονητής, στα πιο διάσημα ποδοσφαιρικά θρανία του Κόσμου.
Στη σχολή της Κολωνίας τα μαθήματα διαρκούν 11 μήνες και παραδίδονται (Δευτέρα με Πέμπτη) από τις 8 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ. Στη συνέχεια οι 24 σπουδαστές χωρίζονται σε ομάδες των τριών ή τεσσάρων, και μέχρι τα μεσάνυχτα ετοιμάζουν την εργασία τους για την επόμενη μέρα. Ανάμεσα στους συμφοιτητές του ήταν και ο Γιούλιαν Νάγκελσμαν, σήμερα τεχνικός ηγέτης της Μπάγερν Μονάχου. Οι Βαυαροί δεν δίστασαν να του εμπιστευθούν την ομάδα τους στα 34 του, έπειτα από καριέρα μόλις πέντε ετών σε πόστο πρώτου προπονητή. Θα γελούσαν «με την καρδιά τους», αν μπορούσαν να διαβάσουν τα σχόλια των ελλήνων οπαδών στο Διαδίκτυο, αλλά και των αθλητικών media της χώρας, για τον Γιαννίκη.
Στον ΠΑΣ με το χαμηλότερο μπάτζετ στη Σούπερ Λιγκ, ο ομογενής τεχνικός έκανε «θαύματα»: εξαιρετική πορεία στο πρωτάθλημα, πρόκριση στα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδας (για τρίτη φορά στην ιστορία του συλλόγου) και τρεις νίκες επί του Παναθηναϊκού, και στις δύο διοργανώσεις. Μα, πάνω απ’ όλα, ο «Αγιαξ της Ηπείρου» έπαιξε, επί των ημερών του, το ελκυστικό ποδόσφαιρο που ευαγγελίζεται ο «γερμανοθρεμμένος» προπονητής.
Στην ΑΕΚ εκκινεί από δύσκολη αφετηρία. Δεν έχει επιλέξει ο ίδιος τους παίκτες που θα κληθούν να εφαρμόσουν το σχέδιό του, δεν έχει κάνει εκείνος την καλοκαιρινή προετοιμασία της ομάδας, ενώ οι «ποιοτικές» μεταγραφές που πραγματοποιήθηκαν εφέτος, τον βαραίνουν με προσδοκίες για επιτυχίες «εδώ και τώρα», τις οποίες ο προκάτοχός του, Βλάνταν Μιλόγεβιτς, δεν άντεξε. Επιπλέον, με το συμβόλαιο μερικών μηνών που του πρόσφερε η «Ενωση», έκανε ξεκάθαρο ότι και η διοίκησή της τον θεωρεί ως «στοίχημα», πράγμα που μειώνει το κύρος του στα μάτια των ποδοσφαιριστών του.
Αλλά, κακά τα ψέματα, η επιτυχία του θα κριθεί και από τον παράγοντα τύχη. Ο Κυράστας, τότε, την είχε με το μέρος του. Τα πρώτα αποτελέσματα, που ήταν θετικά, του έδωσαν πίστωση χρόνου για να φτιάξει μια ομάδα ικανή να φέρει τα επόμενα θετικά αποτελέσματα. Εάν είναι το ίδιο φιλική με τον Γιαννίκη, μπορεί να γίνει… ο έλληνας Μαρτίνς.