Τα αδέλφια Λίαμ (αριστερά) και Νόελ Γκάλαχερ παραμέρισαν τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές τους για να ξαναφτιάξουν τους θρυλικούς Oasis | Dave Hogan/Getty Images
Επικαιρότητα

Oasis: Η επιστροφή της ροκ μπάντας που καθόρισε τον βρετανικό ήχο των 90s

Τρεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του εμβληματικού πρώτου άλμπουμ του, το συγκρότημα των αδελφών Γκάλαχερ από το Μάντσεστερ επανασυνδέεται για μια νέα sold-out τουρνέ
Τέο Ιωάννου

Η ταραχώδης ιστορία είναι σημείο αναφοράς για το μύθο κάθε μεγάλου ροκ συγκροτήματος – και οι Oasis διαθέτουν πολλές εκρηκτικές στιγμές. Η μπάντα από το Μάντσεστερ με το ελληνικό όνομα καθόρισε τον βρετανικό ήχο της Britpop στη δεκαετία του 1990, αλλά μέρος της απήχησής της ήταν η εκρηκτική σχέση ανάμεσα στους δύο συνθέτες της – τους αδελφούς Λίαμ και Νόελ Γκάλαχερ.

Το συγκρότημα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του, «Definitely Maybe» πριν από 30 χρόνια, όταν τους ανακάλυψε ο παραγωγός Αλαν Μαγκί, μετά από μία εμφάνιση που επέβαλαν με το ζόρι και εκτός προγράμματος σε σκηνή της Γλασκόβης το 1993. Διαλύθηκε 16 χρόνια αργότερα, όταν ο Λίαμ πέταξε ένα φρούτο στο κεφάλι του Νόελ στα παρασκήνια μιας συναυλίας των Oasis στο Παρίσι.

Η κόντρα των δύο αδελφών έχει περάσει με τα χρόνια στη ροκ μυθολογία, καθώς παρά τις επίμονες φήμες και τις διαρκείς εκκλήσεις των θαυμαστών τους,  δεν κατάφερναν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να επανασυνδέσουν την μπάντα – τουλάχιστον μέχρι τώρα. Αυτή την εβδομάδα, σχεδόν 15 χρόνια από τη διάλυσή τους, οι Oasis επιβεβαίωσαν την έντονη φημολογία, ανακοινώνοντας ότι θα επιστρέψουν για μια σειρά συναυλιών το επόμενο καλοκαίρι.

«Τα όπλα σίγησαν, τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν, η μεγάλη αναμονή τελείωσε», ανέφεραν σε ανακοίνωση που εξέδωσαν, σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC. Η τεράστια περιοδεία τους στα στάδια του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας (ίσως και άλλων χωρών στη συνέχεια), καθιστά την επανασύνδεσή τους μία από τις μεγαλύτερες –και σίγουρα πιο πολυαναμενόμενες– μουσικές επιστροφές στην ιστορία της διεθνούς ροκ μουσικής.

Η επανένωση δεν κινητοποίησε μόνο τη γενιά Χ, που μεγάλωσε με τη μουσική τους, αλλά και ένα πολύ πιο νέο ακροατήριο, που δεν ήταν καν γεννημένο όταν οι Oasis μεσουρανούσαν παγκοσμίως. Η απήχησή τους ξεπερνά τους συνομήλικούς τους, γιατί η μουσική τους έχει ήδη αποδειχθεί διαχρονική. Στις επερχόμενες συναυλίες τους αναμένεται να παίξουν μπροστά από θεατές, οι οποίοι θα κυμαίνονται ηλικιακά από τινέιτζερ μέχρι 60άρηδες.

Τα νέα της επανένωσης τους έρχονται ακριβώς στην 30η επέτειο της κυκλοφορίας του πρώτου τους άλμπουμ, «Definitely Maybe», που στα τέλη του καλοκαιριού του 1994 τους καθιέρωσε σχεδόν άμεσα ως το ροκ φαινόμενο των 75 εκατομμυρίων πωλήσεων που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή – παρά τις πολλές αναφορές στον μουσικό Τύπο ότι κοπιάρουν ανερυθρίαστα τον ήχο των θρυλικών Beatles.

Η άμεση επιτυχία τους μπορεί να αντιμετωπίζεται σήμερα ως αναπόφευκτη από τους ιστορικούς της ροκ, καθώς από το ξεκίνημά τους, η αυτοπεποίθηση που εξέπεμπαν φλέρταρε με την έπαρση (με δηλώσεις του τύπου «θα γίνουμε μεγαλύτεροι από τους Beatles»). Ομως για ένα γκρουπ μουσικών της εργατικής τάξης στο Μάντσεστερ, η παγκόσμια κυριαρχία ήταν κάθε άλλο παρά σίγουρη.

Οπως παραδέχθηκε πρόσφατα σε συνέντευξή του για τον εορτασμό της 30ης επετείου του άλμπουμ, «ήμασταν ένας γαμημένος, επαρμένος 19χρονος τραγουδιστής [εγώ] που έγραφε τραγούδια αντιγράφοντας όλους τους νεκρούς συνθέτες, και άλλα τρία παλικάρια που έμοιαζαν με υδραυλικούς – σχεδόν σουρεαλιστική κωμωδία!».

Αλλά ήταν ακριβώς το εργατικό τους υπόβαθρο και η διακαής επιθυμία τους να ξεφύγουν από αυτό, που αποδείχθηκε η μυστική υπερδύναμη των Oasis. Αυτό τους συνέδεσε με εκατομμύρια απελπισμένους ακροατές που επιθυμούσαν και αυτοί μια διαφυγή από την ασφυκτική τους καθημερινότητα.

Τα τραγούδια της μπάντας απέπνεαν τις τρελές δυνατότητες της νιότης, όταν τα μόνα πράγματα που σε ενδιαφέρουν είναι η παρέα με τους κολλητούς σου, οι αγαπημένες μπάντες σου και οι ώρες που απομένουν μέχρι το σαββατοκύριακο. Η επιτυχία τους είχε ως αρωγό μια ευτυχή για αυτούς συγκυρία – τη νέα εποχή που διαφαινόταν στον κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα μιας κουρασμένης κοινωνίας, προσωποποίηση της οποίας ήταν ο νεαρός ηγέτης των Νέων Εργατικών, Τόνι Μπλερ.

Σε ηχητικό επίπεδο, οι Oasis εμφανίστηκαν την ώρα που η βρετανική ροκ κιθάρα απογειωνόταν μέσω συγκροτημάτων όπως οι Blur, οι Suede και οι Pulp, που την ίδια περίοδο πρόσφεραν ένα αντίδοτο στην ομιχλώδη γκραντζ σκηνή του Σιάτλ, η οποία κυριάρχησε στη ροκ της άλλης πλευράς του Ατλαντικού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτό που έκανε την μπάντα από το Μάντσεστερ να ξεπεράσει τη δημοτικότητα των υπολοίπων της γενιάς της, ήταν η ασυγκράτητη φιλοδοξία τους.

Οι Oasis έπεισαν από την αρχή ότι τα σχέδιά τους περιλάμβαναν την παγκόσμια μουσική κυριαρχία. Η θρασύτητα της αυτοπεποίθησής τους σε συνδυασμό με τις εύπεπτες μελωδίες τους, τους κατέστησαν πρότυπο έπαρσης και τσαμπουκά για εκατομμύρια νεαρούς Βρετανούς – σχεδόν όπως το πανκ είχε κυριαρχήσει μέσω του απύθμενου θράσους του στη βρετανική ροκ σκηνή σχεδόν 20 χρόνια νωρίτερα.

Με την πάροδο των ετών, το συγκρότημα θα κυκλοφορούσε επιτυχίες («Wonderwall»,« Don’t Look Back in Anger», «Champagne Supernova», «[What’s The Story] Morning Glory?», «Live Forever», «Don’t Look Back In Anger») που, ασχέτως αν ήταν δυναμικά ροκ κομμάτια, ή κιθαριστικές μπαλάντες, θα μετατρέπονταν σε ραδιοφωνικούς και συναυλιακούς ύμνους – και θα γνώριζαν δεκάδες διασκευές. Καθόλου τυχαίο, καθώς ήταν δομημένα για να τραγουδιούνται μαζικά.

Η επιτυχία τους ξεθώριασε σύντομα τις κατηγορίες για ξεπατίκωμα των μελωδιών των Beatles, των συγχορδιών των T-Rex και της στάσης τους αλά Sex Pistols. Οι στίχοι των τραγουδιών τους ακούγονταν για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο, σε δημόσιες συγκεντρώσεις, σε σχολικά πάρτι, σε ποδοσφαιρικά γήπεδα, σε στάσεις λεωφορείων, σε κινηματογραφικές ταινίες – τα περιοδικά κυκλοφορούσαν με τίτλους «Cool Britannia» (παράφραση του πατριωτικού ύμνου «Rule Britannia»).

Οι περισσότερες συνθέσεις τους εξέπεμπαν θυμό και ωμή ενέργεια, αλλά υπήρχαν και οι γλυκανάλατες μπαλάντες με την υπογραφή του Νόελ – οι οποίες, όμως, προκαλούσαν πλήρη αντίφαση με τα καυστικά, ακατέργαστα φωνητικά του Λίαμ. Η δυναμική ανάμεσα στα δύο αδέλφια ήταν αυτή που οδήγησε τους Oasis στην κορυφή, αλλά ταυτόχρονα και αυτή που στο τέλος τους διέλυσε το 2009.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι αδελφοί Γκάλαχερ αντάλλασσαν συχνά λεκτικές επιθέσεις μέσω του Τύπου. Η κόντρα τους γιγαντωνόταν, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες ενός συμβιβασμού μεταξύ τους – ειδικά καθώς και οι δύο ακολούθησαν αρκετά επιτυχημένες σόλο καριέρες. Αλλά, όπως έχει αποδειχθεί συχνά στο χώρο της σόουμπιζ, η φήμη και το χρήμα αρκούν για την κατάσβεση ακόμα και της πιο φαινομενικά αγεφύρωτης έριδας.

Η συγκυρία είναι –για άλλη μια φορά– σύμμαχός τους. Η γενιά Ζ που μεγάλωσε τραγουδώντας τις επιτυχίες τους, διανύει μια περίοδο αθεράπευτης νοσταλγίας για όλα τα σύμβολα της δεκαετίας του 1990. Για τις νεώτερες γενιές, οι Oasis αντιπροσωπεύουν ένα είδος ροκ σταρ που δεν υπάρχει πια – οι συνεντεύξεις τους ήταν αφιλτράριστες, οι συναυλίες τους έβγαιναν συχνά εκτός ελέγχου, οι διαφωνίες τους (είτε μεταξύ τους, είτε με συναδέλφους τους), ήταν πάντα δημόσιες.

Ο ενθουσιασμός του κοινού για τις επερχόμενες εμφανίσεις τους (που περιλαμβάνουν και το κορυφαίο βρετανικό στάδιο Γουέμπλεϊ) έχει πάρει μορφή χιονοστιβάδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – υπάρχουν μέχρι και προσδοκίες ότι η τουρνέ τους θα ξεπεράσει τα νούμερα-ρεκόρ εκείνης της σούπερσταρ, Τέιλορ Σουίφτ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν η νοσταλγία θα αποδειχθεί μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη από την υστερική λατρεία των «Swifties».