Η απόφαση του Ζοσέ Μουρίνιο να αποδεχθεί τη θέση του τηλεσχολιαστή στο Sky Sports, για τα επόμενα τρία χρόνια, δεν ήταν έκπληξη. Εστω κι αν, για το ίδιο χρονικό διάστημα, η Γκουανγκζού Εβεργκράντε του πρόσφερε ένα αμύθητο ποσό: 100 εκατομμύρια ευρώ. Δεν υπήρχε περίπτωση, ο ματαιόδοξος πορτογάλος τεχνικός να απομακρυνθεί από την κεντρική ποδοσφαιρική σκηνή για να κάνει τον προπονητή στην Κίνα. Το οικονομικό του πρόβλημα το έχει λύσει από καιρό. Το μόνο που τον νοιάζει, πλέον, είναι να ικανοποιεί την ακόρεστη επιθυμία του για δημοσιότητα. Να μην πάψει ο κόσμος να τον συζητά. Και να θυμίζει στους πλούσιους συλλόγους της Ευρώπης πως είναι (απελπιστικά) διαθέσιμος.
Ούτε η κίνηση του καναλιού, που τον προσέλαβε έναντι 70.000 ευρώ για κάθε του εμφάνιση, ήταν έκπληξη. Διασημότητες των γηπέδων υπάρχουν πολλές. Γνώστες του σπορ, ακόμη περισσότεροι. Μα, κανείς δεν έχει την «ατάκα» του Μουρίνιο. Τη δηλητηριώδη γλώσσα του. Το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο. Τη διάθεσή του για καβγά. Το χάρισμά του να ανοίγει «βεντέτες» από το πουθενά. Ο Πορτογάλος δεν είναι, ποτέ, βαρετός, γιατί είναι απρόβλεπτος. Δεν στρογγυλεύει τα λόγια του. Λατρεύει να γίνεται αντιπαθής – και περηφανεύεται γι’ αυτό. Ποιος άλλος πατέρας θα ομολογούσε, δημοσίως, ότι δεν τον συμπαθούν ούτε τα παιδιά του;
Στην πρώτη του, κιόλας, εκπομπή απέδειξε πως είναι ο μετρ της αγένειας, που η τηλεόραση πληρώνει όσο – όσο (και το αγγλικό κοινό εκτιμά ιδιαιτέρως). Επιτέθηκε στον Φρανκ Λάμπαρντ, που μόλις πέρυσι άρχισε την καριέρα του στους πάγκους, λέγοντας ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί σε δύσκολα ματς νεαρούς παίκτες για να δείξει ότι είναι προπονητής. «Ηταν τραυματίες (αυτοί που δεν έπαιξαν)», απάντησε ο παλιός αρχηγός και, πλέον, τεχνικός της Τσέλσι. Ο Μουρίνιο, όμως, αδιαφορεί για την πραγματικότητα. Γι’ αυτόν, μετράνε μόνον οι εντυπώσεις.
Ο «Mou» έκανε, πάντοτε, τα πάντα για να τραβήξει την προσοχή. Από την πρώτη στιγμή που οι φακοί στράφηκαν πάνω του, τη βραδιά που κατακτούσε με την Πόρτο την Κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ (2004) στο Γκελζενκίρχεν. Την ώρα που όλοι οι άνθρωποι του συλλόγου είχαν γίνει ένα κουβάρι στον αγωνιστικό χώρο και πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά, εκείνος αποχωρούσε, ανέκφραστος, προς τα αποδυτήρια. Μάλλον ήθελε να δείξει ότι δεν «τρελάθηκε» για το τρόπαιο, επειδή τέτοια θα ακολουθούσαν πολλά στην καριέρα του – ποιος ξέρει; Αλλά, από την άλλη, δεν δίστασε να πάρει φόρα και να συρθεί στο λασπωμένο τερέν του «Καμπ Νου», όταν η ομάδα του, η Τσέλσι, «έκλεψε» στο τέλος του ματς μια ισοπαλία από την Μπαρτσελόνα.
Ποτέ οι αντιδράσεις του δεν ήταν αυθόρμητες – πάντα σε κάτι αποσκοπούσαν. Υποκρινόταν «μιά ζωή» με τρόπο που θα ζήλευε ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός, παίζοντας διαφορετικούς ρόλους κάθε φορά. Του προπονητή που οι παίκτες του πέφτουν γι’ αυτόν στη φωτιά, ή του αθώου θύματος κάποιων παλιόπαιδων που χάνουν επίτηδες για να τον διώξουν. Του γεννημένου νικητή, ή του προδομένου από τις διοικήσεις που δεν του αγόρασαν τους ποδοσφαιριστές που είχε ζητήσει. Του σκληρού, κι άλλοτε του ευαίσθητου που κλαίει στην έξοδο των αποδυτηρίων του «Μπερναμπέου».
Το μόνο κοινό σημείο όλων αυτών των παραστάσεων, ήταν ότι παντού υπήρχε μια κάμερα. Ολα αυτά τα χρόνια, ο «Special One» σκηνοθετούσε την εικόνα του με τρόπο αριστοτεχνικό. Δημιούργησε το κοινό του, πολύ πριν αρχίσει να εμφανίζεται σε τηλεοπτικές εκπομπές. Απέκτησε αμέτρητους οπαδούς ως persona, όχι ως προπονητής. Γι’ αυτό και, παρά τις παταγώδεις αποτυχίες του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Τσέλσι τα τελευταία έξι χρόνια, το όνομά του είναι ακόμα στον αφρό. Για μια μερίδα φιλάθλων, μάλιστα, εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος. Μπορεί οι ομάδες του να μη «βλέπονται», εδώ και πολύ καιρό, όμως η εριστικότητά του παραμένει διασκεδαστική. Απόδειξη, η αποδοχή της οποίας έτυχε στο (βρετανικό) Twitter το promo της συνεργασίας του Πορτογάλου με το Sky Sports.
Εκεί, δεν θα χρεαστεί να προσπαθήσει πολύ για να κάνει νούμερα τηλεθεάσης. Θα τον βοηθήσει το γεγονός ότι στο πάνελ των σχολιαστών βρίσκονται τέσσερις παλιοί ποδοσφαιριστές που δεν τον πολυ-συμπαθούν. Ιδίως ο Γκάρι Νέβιλ και ο Τζέιμι Κάραχερ, τον είχαν κριτικάρει «αγρίως» όταν εργαζόταν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο.