Ποια περσόνα; Ποια μεταμόρφωση; Ποια οβιδιακή αλλαγή; Ποιο μουσικό ρεύμα και ταραχή μέσω της τέχνης; Ο Ντέιβιντ Μπάουι δοκίμασε όλες τις εκδοχές του εαυτού του. Χαμαιλέοντας της μουσικής, υμνητής της φολκ, εξωγήινος του γκλαμ ροκ, «πάστορας» της σόουλ, απόλυτα αρχάριος και ταυτόχρονα μυημένος στην ευγενή παρακμή των «μεγάλων». Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μαζί με τον Μπράιαν Ινο, εντάχθηκε στο ρεύμα της new wave: πάντα μέσα στα πράγματα, πάντα με τις αντένες του σηκωμένες για το επόμενο βήμα. Τη δεκαετία του ’80 δεν λέει όχι στην mainstream εκδοχή της ποπ, τραγουδώντας με χάρη και πόζα το περιώνυμο «Let’s Dance». Τη δεκαετία του ’90 δεν θα μπορούσε να λείψει από την έκρηξη του grunge και του «βιομηχανικού» ροκ προσφέροντας επιπροσθέτως πινελιές από την ραπ και τη χορευτική μουσική.
Για τον Μπάουι ισχύει αυτό το έγραψε το περιοδικό Rolling Stone: προχώρησε την τέχνη όπως έκανε και ο Τζίμι Χέντριξ με τις δυνατότητες της ηλεκτρικής κιθάρας.
Ο Ντέιβιντ Τζόουνς (aka Μπάουι) γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947 στο Λονδίνο. Στα 13 του αποφασίζει να πιάσει στα χέρια του ένα σαξόφωνο και να παίξει τις πρώτες φοβισμένες νότες του. Εφυγε άρον άρον από το Τεχνικό Σχολείο του Μπρούμλεϊ, έπειτα από έναν σφοδρό καυγά που είχε με έναν συμμαθητή και φίλο του, και για τρία χρόνια δούλεψε στο χώρο της διαφήμισης. Και μετά, ήρθε η μεγάλη λατρεία για τη μουσική. Τα πρώτα γκρουπ στα οποία εμφανίστηκε ήταν οι Konrads, οι King Bees και David Jones and the Buzz. Κάπου εκεί αρχίζει να διαμορφώνεται ο Μπάουι. Καταρχάς το επώνυμο: άλλαξε το πραγματικό του για να μην τον μπερδεύουν με τον Ντέιβι Τζόουνς του συγκροτήματος Monkees. Το 1966 ηχογραφεί τρία σινγκλ για την Pye Records. Την επόμενη χρονιά υπογράφει συμβόλαιο με τη δισκογραφική Deram. Ηχογραφεί κάμποσα σινγκλ που διαμορφώνουν το δίσκο «The World of David Bowie» (πολλά τραγούδια από αυτό τον δίσκο και από εκείνη την εποχή εντάχθηκαν στο Images 1966-67).
Η περιδιάβαση του Ντέιβιντ σε τόπους, ανθρώπους και τέχνη μόλις έχει ξεκινήσει. Το 1970 παντρεύεται την Αντζελα Μπάρνετ, μια σχέση που κράτησε μόλις 10 χρόνια και καρπός της ήταν ο γιος τους, Τζόι. Ο Μπάουι, εκείνα τα χρόνια πειραματίστηκε με πολλές μορφές τέχνης: με το θέατρο, με το αβάντ γκαρντ Beckenham Arts Lab και παράλληλα, για να βρει χρήματα, υπόγραψε συμβόλαιο με την Mercury.Είναι τα χρόνια του «Space Oddity» που έγινε ευρωπαϊκό χιτ και στη συνέχεια έφτασε μέχρι το Νο15 στα αμερικανικά τσαρτ (το 1973).
Αυτός που τον μύησε στο γκλαμ ροκ είναι ο φίλος του Μαρκ Μπόλαν που μαζί με τους T. Rex άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους. Ο Μπόλαν γνωρίζει τον Μπάουι στον παραγωγό Τόνι Βισκόνι και κάπως έτσι προκύπτει ο δίσκος «The Man Who Sold the World», από το οποίο προήλθαν ουκ ολίγα τραγούδια που έμειναν στην ιστορία.
Για τον Μπάουι δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχει η έννοια της στατικότητας. Αποφασίζει να αλλάξει την εικόνα του στα τέλη του 1971. Τον Ιανουάριο του 1972 παραδέχεται στο «Melody Maker» ότι είναι γκέι. Αίφνης, αποκτάει ένα alter ego, απόλυτα επινοημένο από τον ίδιο: τον Ziggy Stardust – έναν καταδικασμένο, μεσσιανικό σταρ της ροκ. Οι εικόνες είναι εύγλωττες: πολύ γκλίτερ, ρούχα φανταχτερά με φτερά και πούπουλα, μια ανδρογυνική μορφή που κινείται στο μεταίχμιο των φύλων. Μια καρικατούρα που δεν θέλει θα ενδυθεί τίποτα άλλο από αυτό που είναι. Ένα καίριο σημείο των καιρών. Ερχεται σε επαφή με τον μέγα μύστη Αντι Γουόρχολ, τον Ιγκι Ποπ με τον οποίο θα συνδεθεί με μακρά φιλία και τον επίσης πρόσφατα χαμένο Λου Ριντ.
Το 1973 αποφασίσει να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις και οδεύει προς το Παρίσι για ηχογραφήσει το «Pin Ups». Παράλληλα, είχα βάλει σκοπό να μεταφέρει στη θεατρική σκηνή το 1984 του Τζορτζ Οργουελ, αλλά δεν παίρνει την άδεια από τη γυναίκα του συγγραφέα. Δεν τα παρατάει, ξαναγράφει το υλικό και το μεταφέρει στη σκηνή το 1974 υπό τον τίτλο «Diamond Dogs», ενώ επιστρέφει κι ο ίδιος στη σκηνή κάνοντας μια επιβλητική αμερικανική περιοδεία.
Το 1975 ηχογραφεί το «Young Americans» που λειτουργεί καταλυτικά και στο λουκ του. Κόβει τα μαλλιά του, γίνεται ξανθός και η μουσική του αρχίζει να αποκτάει σόουλ ηχοχρώματα. Ο επόμενος σταθμός του είναι το Λος Αντζελες, όπου εντάσσεται στην ποπ κουλτούρα. Μια σειρά από επιτυχίες του στα αμερικανικά τσαρτ δεν τον ικανοποθιιούν και επιστρέφει τάχιστα στη Μ. Βρετανία και εν συνεχεία στο Βερολίνο, όπου ασχολείται ενεργά με τη ζωγραφική, ενώ μπαίνει στο στούντιο με τον Μπάιαν Ινο. Είναι η εποχή της αβάντ γκαρντ ηλεκτρονικής μουσικής και της τεχνικής «cut-up» του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Η ζωή του είναι γεμάτη από μουσική, θέατρο (παίζει με την Μάρλεν Ντίτριχ και την Κιμ Νόβακ στο «Just a Gigolo») και ζωντανές εμφανίσεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Το 1980, την εποχή που διέμενε στη Ν. Υόρκη, ηχογράφησε το παρανοϊκό «Scary Monsters» και μετονόμασε το «Space Oddity» σε «Ashes to Ashes», ενώ είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες που αντιλήφθηκε τη δυναμική των βίντεο κλιπ.
Το 1983 υπογράφει ένα βασιλικό συμβόλαιο με την ΕΜΙ και ηχογραφεί το παιγνιώδες Let’s Dance που τον επαναφέρει ψηλά στα τσαρτ και στο MTV που εκεί την εποχή έχει γίνει η πόρτα για το βασίλειο της επιτυχίας. Από καλλιτεχνικής άποψης είναι η λιγότερο… εύκρατη περίοδος. Είναι σαν να θέλει να κάνει το κέφι του με αγχωμένο τρόπο. Φυσικά μένει το ντουέτο με τον Μικ Τζάγκερ «Dancing in the Streets».
Το 1989 ήταν ώρα των Tin Machine που μοιάζει να είναι το επόμενο εγχείρημα του ανδρός. Το ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1989 ήταν ένα κιθαριστικό κύμα – ένα εντελώς άλλο βήμα για τον Μπάουι.
Το 1992 ο Μπάουι γνωρίζει το σούπερμοντελ από τη Σομαλία, την Ιμάν, την οποία και παντρεύεται. Τον Ιανουάριο του 1997 πραγματοποιεί μια σημαντική συναυλία στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν έχοντας στο πλευρό του τον Λου Ριντ, τον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure και τον Μπίλι Κόργκαν των Smashing Pumpkins, τους Foo Fighters και τους Sonic Youth. Το 1999 ο δίσκος «Hours» δεν έτυχε σημαντικής υποδοχής, αλλά είναι η εποχή που ο Μπάουι έρχεται σε επαφή με τον κόσμο του ίντερνετ.
Τα επόμενα χρόνια δεν θα σταματήσει να πειραματίζεται με τους νέους μουσικούς (βλ. Arcade Fire), αλλά και με μουσικούς του κόσμου (σαν τον βραζιλιάνο τραγουδιστή Σέου Ζόρζ).
Ο τελευταίος δίσκος του κυκλοφόρησε λίαν προσφάτως υπό τον τίτλο «Blackstar» και αποδείχθηκε προφητικός. Ισως διότι ο Μπάουι ήξερε πως το τέλος πλησιάζει. Η εφημερίδα Times προσέθεσε ότι στο άλμπουμ αυτό αναμειγνύονται η μουσική τζαζ με ήχους που παραπέμπουν σε γερμανικά συγκροτήματα της δεκαετίας του 1970 όπως οι Can ή οι Kraftwerk.
Το προηγούμενο άλμπουμ του εμβληματικού καλλιτέχνη «The next day» είχε κυκλοφορήσει το 2013 έπειτα από 10 χρόνια απουσίας από τα μουσικά δρώμενα λόγω ενός καρδιακού επεισοδίου που είχε υποστεί.