Είκοσι τρεις ημέρες. Τόσες πέρασαν από όταν μάθαμε ότι ο Χρήστος Χωμενίδης τιμήθηκε με το βαρύτιμο Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Νίκη» —ένα βιβλίο για τη μητέρα του, αλλά όχι μόνο, ήταν ένα βιβλίο για την Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Την Τετάρτη, ο κ. Χωμενίδης παρέλαβε το βραβείο σε ειδική εκδήλωση στο Ευρωκοινοβούλιο.
Και όπως ανέφερε σε ανάρτησή του στο Facebook, σημείωσε ότι ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία μιας οικογένειας και έφτασε να διηγείται την ιστορία μιας χώρας – έγραψε εν ολίγοις «ένα μυθιστόρημα για τον ελληνικό 20ό αιώνα».
Η ομιλία του κατά την παραλαβή του βραβείου είναι από μόνη της ένα μνημείο. Οχι επειδή μίλησε για την ιστορία της Νίκης, της μητέρας του, και μαζί της για την ιστορία της χώρας μας μεταπολεμικά, αλλά κυρίως επειδή μίλησε για τη «Νίκη» μέσα από την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Την Ελλάδα της ακύρωσης, της οργής, της μισαλλοδοξίας.
Ο κ. Χωμενίδης σημείωσε ότι το βιβλίο του «γράφτηκε κατά την πιο δύσκολη περίοδο της πρόσφατής μας Ιστορίας. Οταν τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, το 2010, είχε ακολουθήσει η βαθιά κοινωνική κρίση. Κυρίως δε ο διχασμός, η μισαλλοδοξία. Η ακράδαντη πεποίθηση των μεν ότι για όλα φταίνε οι δε. Πως ο απέναντί σου ευθύνεται για ό,τι εσύ υποφέρεις. Και πρέπει να πληρώσει. Και τού αξίζει να συντριβεί.
»Εγώ, ωστόσο, ήξερα ότι ποτέ δεν είναι έτσι», είπε.
Και σε άλλο σημείο, ανέφερε:
«Μόλις πληροφορήθηκα την καταπληκτική τιμή που μού επιφυλάξατε, είπα το εξής: “Μέσω της τέχνης, η Ελλάδα μπορεί να ξανασυστηθεί στον κόσμο”. Την ένδοξη μας αρχαιότητα, τους τραγικούς ποιητές, τους κλασικούς φιλόσοφους, τον Σολωμό και τον Καβάφη, τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον ζωγράφο Θεόφιλο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ό,τι γοήτευσε τον Βύρωνα και τον Ουγκώ, τους αδελφούς Ντάρελ και τον Χένρυ Μίλερ, τον Ζυλ Ντασέν και τον Λέοναρντ Κοέν, δεν τα αποκηρύσσουμε. Τα περιέχουμε.
»Μπορούμε ωστόσο, εμείς, οι Ελληνες του 21ου αιώνα, να τα υπερβούμε. Να σπάσουμε τα στερεότυπα. Να πλάσουμε δικούς μας, καινούργιους μύθους. Το φως είναι εκεί. Η γλώσσα είναι εκεί».
Μεταφέρουμε την ομιλία του αυτούσια, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την ανάρτησε στα social media.
Παραλαμβάνοντας το Ευρωπαϊκό Βραβείο Βιβλίου, είπα αυτά.
«Ξεκίνησα να διηγούμαι την ιστορία μιας οικογένειας. Και έφτασα να διηγηθώ την ιστορία μιας χώρας.
Ξεκίνησα ένα γράμμα προς την κόρη μου, να της μιλήσω για τη συνονόματη γιαγιά της, τη μεγάλη Νίκη, η οποία είχε πεθάνει προτού η μικρή Νίκη γεννηθεί. Και έγραψα ένα μυθιστόρημα για τον ελληνικό 20ό αιώνα.
Ετσι άλλωστε δεν συλλαμβάνονται, έτσι δεν κυοφορούνται τα βιβλία μας; Εκείνο που νομίζεις πως χωράει σε ένα ποτήρι, αποδεικνύεται ποτάμι, χείμαρρος που φουσκώνει και παρασύρει και εσένα τον ίδιο. Δεν υπάρχει για τον συγγραφέα μεγαλύτερη ευλογία από τη στιγμή που οι ήρωες του ζωντανεύουν, κινούνται αυτόνομα, τον εκπλήσσουν. Τον μαγεύουν.
Η “Νίκη” γράφτηκε στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Σε βεράντες και σε καφενεία και σε ακρογιαλιές ακόμα, με τη θάλασσα να σκάει δυο μέτρα από το λάπτοπ μου.
Γράφτηκε κατά την πιο δύσκολη περίοδο της πρόσφατής μας Ιστορίας. Οταν τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, το 2010, είχε ακολουθήσει η βαθιά κοινωνική κρίση. Κυρίως δε ο διχασμός, η μισαλλοδοξία. Η ακράδαντη πεποίθηση των μεν ότι για όλα φταίνε οι δε. Πως ο απέναντί σου ευθύνεται για ό,τι εσύ υποφέρεις. Και πρέπει να πληρώσει. Και του αξίζει να συντριβεί.
Εγώ ωστόσο ήξερα ότι ποτέ δεν είναι έτσι. Είχα ως παιδί ζήσει με τις γιαγιάδες, με τους παππούδες μου. Με τις θείες και με τους θείους μου. Μου είχαν μεταφέρει εμπειρίες εθνικών θριάμβων και καταστροφών και εμφυλίων πολέμων και ανατάσεων και φρικαλεοτήτων. Κι αν κάτι είχα καταλάβει, ήταν πως στην κάθε παράταξη υπάρχουν ήρωες και καθάρματα. Ανθρωποι με συναίσθηση και ενσυναίσθηση. Κι άνθρωποι κυνικοί, που ορέγονται μόνο την εξουσία. Είτε απλώς τη βολή τους.
Στη “Νίκη”, ο 21ος αιώνας κοιτάει, επανεξετάζει τον 20ό. Το τώρα στρέφεται στο τότε για να αντλήσει πολύτιμα συμπεράσματα. Το ξέρουμε δα ότι το μέλλον μαγειρεύεται στον φούρνο του παρόντος με τα υλικά του παρελθόντος.
Μόλις πληροφορήθηκα την καταπληκτική τιμή που μου επιφυλάξατε, είπα το εξής: “Μέσω της τέχνης, η Ελλάδα μπορεί να ξανασυστηθεί στον κόσμο”.
Την ένδοξή μας αρχαιότητα, τους τραγικούς ποιητές, τους κλασικούς φιλόσοφους, τον Σολωμό και τον Καβάφη, τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον ζωγράφο Θεόφιλο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ό,τι γοήτευσε τον Βύρωνα και τον Ουγκώ, τους αδελφούς Ντάρελ και τον Χένρυ Μίλερ, τον Ζυλ Ντασέν και τον Λέοναρντ Κοέν, δεν τα αποκηρύσσουμε. Τα περιέχουμε.
Μπορούμε ωστόσο, εμείς, οι Ελληνες του 21ου αιώνα, να τα υπερβούμε. Να σπάσουμε τα στερεότυπα. Να πλάσουμε δικούς μας, καινούργιους μύθους. Το φως είναι εκεί. Η γλώσσα είναι εκεί.
Μακάρι η βράβευση της “Νίκης” να αποτελέσει αφορμή για να στρέψει η Ευρώπη το βλέμμα προς τη σημερινή Ελλάδα. Να αναζητήσει τους ποιητές, τους συγγραφείς, τους παραστατικούς καλλιτέχνες, τους εικαστικούς της. Είναι πολλοί και πολύ ταλαντούχοι. Σας το εγγυώμαι.
“Με την Ελλάδα με συνδέει μια κλωστή” είχε γράψει ένας σπουδαίος ποιητής. Ο Αγγελος Σικελιανός. “Ομως αυτή η κλωστή είναι η ζωή μου”. Ισχύει στο ακέραιο για εμένα. Ισως να ισχύει λίγο και για εσάς.
Χαιρετώ τις εκδότριές μου. Την Τζούντιθ Γκούρεβιτς, του νεοϋορκέζικου “The Other Press”. Τη Λιζ Σαστελού, του γαλλικού “Viviane Hamy». Κυρίως δε την ελληνίδα προπονήτρια και εμψυχώτριά μου – διότι αυτό δεν κάνει ένας άξιος εκδότης; Την Αννα Πατάκη.
Στέλνω το πιο μεγάλο, το πιο ζουμερό φιλί, στους φίλους μου, στις πιο αγαπημένες μου γυναίκες, που η μια τους έκανε κοπάνα από το σχολείο για να είναι απόψε, εδώ, κοντά μας.
Η βράβευσή μου από εσάς είναι –το ξαναλέω– η μεγαλύτερη τιμή που μου έχει γίνει ποτέ. Νιώθω ευγνώμων. Μέσα από την καρδιά μου, σας ευχαριστώ».