Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της σκανδιναβικής νουάρ λογοτεχνίας. Αλλά σημεία αναφοράς του είναι επίσης η αμερικανική αστυνομική λογοτεχνία, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αλλά και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, δίχως να ξεχνάμε αυτήν «την σύγχρονη κλασική» ταινία που είναι το Toy Story 3, αποκαλύπτει ο ίδιος ο Γιο Νέσμπο μιλώντας τηλεφωνικώς στην ιταλική La Repubblica.
Αλλά ο 57χρονος συγγραφέας από τη Νορβηγία, την ώρα που στις κινηματογραφικές αίθουσες όλου του κόσμου έχει αρχίσει να προβάλλεται ο «Χιονάνθρωπος», η ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο best seller του, με τον Μάικλ Φασμπέντερ στο ρόλο του ντετέκτιβ Χάρι Χόλε, σκηνοθεσία του Σουηδού Τόμας Άλφρεντσον και συμμετοχή του Μάρτιν Σκορσέζε στην παραγωγή, εκείνος, ερωτώμενος εάν του άρεσε η ταινία δηλώνει κοφτά πως «δεν την έχω δει».
Γιατί προτίμησε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για ολιγοήμερες διακοπές, έως και την ερχόμενη Τρίτη 17 Οκτωβρίου που πρόκειται να συνομιλήσει με τους θαυμαστές του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. «Θα δω την ταινία όταν επιστρέψω. Δεν υπάρχει βιασύνη», προσδιόρισε στον ιταλό δημοσιογράφο, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, πως η ταινία «δεν είναι μια εκδοχή του μυθιστορήματός μου παρότι θα μοιάζει σ΄ αυτό. Πούλησα τα δικαιώματα του βιβλίου, αφήνοντας σε άλλους να φτιάξουν μια ταινία που έχει έναν διαφορετικό αφηγητή από εμένα και αποτελεί μια διαφορετική ιστορία».
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο κινηματογράφος δεν επιδρά στα έργα του Νέσμπο. «Ανήκω σε μια γενιά που παρακολούθησε πολύ σινεμά και ως συγγραφέας έχω επηρεαστεί από ένα σωρό ταινίες. Αλλά αισθάνομαι επηρεασμένος και από τη μουσική (και) θεωρώ πως η μουσική είναι υποτιμημένη ως πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία». Ερωτώμενος για τις αγαπημένες του ταινίες, ξεχωρίζει τα έργα του Μάρτιν Σκορσέζε και του Φράνσις Φορντ Κόπολα, «από τον Νονό έως την αγαπημένη μου “Συνομιλία”». «Θαυμάσιο παράδειγμα της τέχνης της αφήγησης μιας ιστορίας, (στο οποίο εμπεριέχονται) όλα τα κόλπα του επαγγέλματος» είναι, ωστόσο, το Toy Story 3!
Οι τηλεοπτικές σειρές και το νέο νουάρ
Στον Νέσμπο αρέσουν και οι τηλεοπτικές σειρές τις οποίες και παρακολουθεί. Ή μάλλον του άρεσαν καθώς θεωρεί πως οι πρώτες παραγωγές, όπως το εμβληματικό, πλέον, Breaking Bad και τo Mad Men «ήταν πιο αξιόλογες, καινοτόμες και θαρραλέες από τις σημερινές παραγωγές. Το τηλεοπτικό κοινό μεγάλωσε, μεγάλωσαν και οι προϋπολογισμοί αλλά περιορίστηκε κατά αναλογία η επιθυμία για νέες κατευθύνσεις. Μακάρι να κάνω λάθος αλλά φοβάμαι πως δεν θα δούμε σειρές σαν τις πρώτες του εν λόγω εκφραστικού ρεύματος», προέβλεψε ένας από τους πλέον επιτυχημένους ευρωπαίους συγγραφείς.
Όσον αφορά τη νουάρ λογοτεχνία και όλους όσοι υποστηρίζουν ότι αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αφήγησης της σημερινής πραγματικότητας, ο μετρ του είδους δεν διαφωνεί. Υποστηρίζει πως «το νουάρ αποτελεί ένα πολύ ευέλικτο είδος. Από τη μία πλευρά επιτρέπει την εξερεύνηση κάθε πτυχής της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά επιτρέπει την εις βάθος εξερεύνηση και της ανθρώπινης ψυχής. Ο καθένας μπορεί να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί. Εάν, φυσικά, είναι ικανός», προσδιόρισε ο άνθρωπος που πριν συνειδητοποιήσει το ταλέντο του στη συγγραφή (πριν από μία εικοσαετία) και γράψει τη «Νυχτερίδα», υπήρξε ποδοσφαιριστής, οικονομικός αναλυτής, ακόμα και ροκ σταρ.
Ο Νέσμπο αναγνωρίζει, επίσης, ότι ανήκει στο ρεύμα του σκανδιναβικού νουάρ, «είτε το θέλω είτε όχι», ανάφερε χαρακτηριστικά. Αποκάλυψε, ωστόσο, ότι «προσωπικά αισθάνoμαι περισσότερο οπαδός των σκληρών αστυνομικών ιστοριών α λα αμερικάνα παρά του σκανδιναβικού νουάρ».
Αλλά δεν προτιμά τον Ντάσιελ Χάμετ, πατέρα της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας ή τον σπουδαίο Ρέιμοντ Τσάντλερ αλλά τον Τζιμ Τόμσον. Πηγή έμπνευσης, όμως, για να αρχίσει να γράφει ο Νέσμπο υπήρξε ένας άλλος Αμερικανός, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον οποίο εξακολουθεί να εκτιμά και να διαβάζει. Κυρίως για αυτό «το μείγμα αρρενωπότητας και ευαισθησίας που καταφέρνει να προσδώσει στους ήρωές του. Αλλά και για το θάρρος του να εμπιστεύεται τη φαντασία του αναγνώστη, να αφήνει σ’ εκείνον να αποφασίσει τι θέλει να πει ένα βιβλίο, δίχως ο συγγραφέας να του υπαγορεύει το μήνυμα».
Και όπως ακριβώς έκανε και ο Χέμινγουεϊ στο Παρίσι, έτσι και ο Νέσμπο προτιμά να γράφει τα βιβλία του στα καφέ της Νορβηγίας. «Για έναν συγγραφέα τα πλεονεκτήματα ενός καφέ είναι τρία. Πρώτο, είσαι υποχρεωμένος να συγκεντρωθείς, διαφορετικά δεν καταφέρνεις να γράψεις ούτε μια αράδα. Δεύτερο, εάν γράφεις στο σπίτι υπάρχουν πολλοί λόγοι για να διακόψεις και να ασχοληθείς με κάτι άλλο, στο καφέ όχι», και τρίτο, και κυριότερο, κατέληξε, «εάν θέλεις να κάνεις ένα διάλειμμα και να αφαιρεθείς, στο καφέ μπορείς να κοιτάξεις γύρω σου και να δεχτείς νέα ερεθίσματα, να βρεις ιδέες που ολοκληρώνουν την ιστορία σου».